GuidePedia

0

Του Κώστα Ράπτη

Σε συνομιλία του με τους δημοσιογράφους κατά την πτήση της επιστροφής στην Άγκυρα από το επίσημο ταξίδι του στην Τεχεράνη την Τρίτη ο Τούρκος πρόεδρος Tayyip Erdogan παρατήρησε με ανησυχία ότι “αυτή τη στιγμή ο μουσουλμανικός κόσμος διαλύεται” λόγω των ενδο-ισλαμικών συγκρούσεων με σεκταριστικό πρόσημο. Ωστόσο, ο ίδιος είχε ρίξει πρόσφατα λάδι στη φωτιά, στηρίζοντας δημοσίως την επέμβαση της Σαουδικής Αραβίας εναντίον των σιιτών ανταρτών Houthi της Υεμένης και κατηγορώντας την Τεχεράνη ότι επιχειρεί να ηγεμονεύσει στην περιοχή.

Οι δηλώσεις εκείνες κινδύνευσαν να ματαιώσουν τη μετάβασή του στο Ιράν, όπως ζήτησαν 65 Ιρανοί βουλευτές, ενώ και η υποδοχή του Τούρκου προέδρου στην Τεχεράνη διανθίσθηκε από μικρά αλλά χαρακτηριστικά δείγματα της δυσφορίας των φιλοξενούντων: π.χ. στο αεροδρόμιο δέχθηκε τον Erdogan ένα χαμηλόβαθμο μέλος της κυβέρνησης Rouhani, ενώ το τιμητικό άγημα έφερε επιδεικτικά εμβλήματα του σιιστικού δόγματος.

Παρά ταύτα, ο Erdogan κατάφερε να γίνει δεκτός και από τον ανώτατο πνευματικό ηγέτη της Ισλαμικής Δημοκρατίας αγιατολάχ Ali Hamenei και να υπογράψει με την ιρανική πλευρά οκτώ συμφωνίες, έστω και ήσσονος σημασίας. Κυρίως όμως, ο Τούρκος πρόεδρος εμφανίσθηκε κατά τις κοινές δηλώσεις με τον Ιρανό ομόλογό του να υιοθετεί ρητορική εντελώς διαφορετική από αυτήν που μόλις δύο εβδομάδες νωρίτερα τον εμφάνιζε ως θιασώτη μιας σουνιτικής συσπείρωσης με αντι-ιρανική αιχμή. Σε συντονισμό με τους οικοδεσπότες του τόνισε την ανάγκη εξεύρεσης μιας διπλωματικής λύσης στην κρίση της Υεμένης, ενώ αποκρούοντας την σεκταριστική λογική δήλωσε: “Δεν μας νοιάζει αν οι νεκροί είναι σουνίτες ή σιίτες. Για εμάς είναι όλοι Μουσουλμάνοι”. Την επαύριο του ταξιδιού του μάλιστα αναγγέλθηκε η ανάληψη κοινής πρωτοβουλίας των υπουργών Εξωτερικών Ιράν και Τουρκίας για την ειρήνευση της Υεμένης.

Δυτικοί παρατηρητές κάνουν λόγο για χαρακτηριστική “έλλειψη συνεκτικότητας” στην τουρκική διπλωματία, ενώ ο αρθρογράφος της ισραηλινής εφημερίδας Haarez, Zvi Bar΄el παρατήρησε σκωπτικά ότι, στο φόντο αλλεπάλληλων αποτυχιών, η Τουρκία προσπαθεί “να χορέψει σε όλους τους γάμους της Μέσης Ανατολής”, ενώ ο διευθυντής του τουρκικού πρακτορείου ειδήσεων Cihan, Abdulhamid Bilici, σε άρθρο του στην εφημερίδα Zaman παρατηρεί ότι το Ιράν μοιάζει να έχει πάρει τον ρόλο του “ανατέλλοντος αστέρος” που είχε η Τουρκία πριν το 2011, ενώ αντίθετα η χώρα του Erdogan, με τις αλλεπάλληλες τριβές στις εξωτερικές της σχέσεις και την αυταρχική στροφή της στο εσωτερικό, θυμίζει όλο και περισσότερο την Ισλαμική Δημοκρατία επί Mahmoud Ahmadinejad.

Η προσπάθεια του Erdogan να επαναπροσδιορίσει τον ρόλο της χώρας του ως επίδοξου “μεγάλου συμφιλιωτή” της ευρύτερης περιοχής είναι μια αναγκαστική επιλογή, στον βαθμό που τα ηγεμονικά οράματα μιας προηγούμενης περιόδου έχουν καταρρεύσει. Η αντιπαράθεση Σαουδικής Αραβίας και Ιράν πιέζει διπλά την Άγκυρα, διότι η μεν συνεργασία με το Ριάντ προσκρούει στην διατάραξη των τουρκο-αιγυπτιακών σχέσεων, η δε ευθυγράμμιση με την Τεχεράνη στην τουρκική επιμονή για “αλλαγή καθεστώτος” στη Συρία. Ο Οίκος των Σαούντ αντιμετωπίζει ως υπαρξιακό κίνδυνο κάθε πείραμα εκδημοκρατισμού της περιοχής, με όχημα την (υποστηριζόμενη από την Τουρκία) Μουσουλμανική Αδελφότητα, ενώ στηρίζει οικονομικά την Αίγυπτο του (νυχθημερόν καταγγελλόμενου από τον Erdogan) στρατάρχη Sisi και έχει εξασφαλίσει και τη στρατιωτική συμμετοχή της στην επέμβαση στην Υεμένη. Κάθε αναδίπλωση της Άγκυρας σε αυτό το μέτωπο είναι δύσκολη, όπως αποδεικνύει η δήλωση Erdogan, στην ίδια εν πτήσει συνομιλία με δημοσιογράφους, ότι προϋπόθεση για αποκατάσταση των σχέσεων με το Κάιρο είναι η αποφυλάκιση του ανατραπέντος από τον Sisi ισλαμιστή προέδρου Morsi και η ακύρωση των θανατικών ποινών που έχουν επιβληθεί μαζικά σε υποστηρικτές του.

Από την άλλη πλευρά, η συναντίληψη με την Τεχεράνη δεν είναι δυνατή, όχι μόνο λόγω των αντιδιαμετρικών θέσεων των δύο πλευρών στη συριακή κρίση, αλλά και λόγω της τουρκικής καχυποψίας στο κουρδικό ζήτημα. Είναι βέβαια αληθές ότι και το Ιράν απειλείται δυνάμει από τον κουρδικό αυτονομισμό, όμως οι Ιρανοί Φρουροί της Επανάστασης αποτελούν μαζί με τους Κούρδους μαχητές τη μόνη επιτόπια δύναμη που μπορεί να καταστείλει το Ισλαμικό Κράτος. Οι ΗΠΑ το γνωρίζουν αυτό καλά, όπως θυμούνται και την απροθυμία της Άγκυρας να στηρίξει τον διεθνή στρατιωτικό συνασπισμό κατά των τζιχαντιστών. Το δε γεγονός ότι παρά τις μεσολαβητικές προσπάθειες Obama η Τουρκία κωλυσιεργεί στην αποκατάσταση των σχέσεών της με το Ισραήλ, δημιουργεί μία ακόμη περιπλοκή στο δύσκολο τοπίο της κατάρρευσης του δόγματος των “μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες”.

Η δε προοπτική εξόδου του Ιράν από την διεθνή απομόνωση, μετά την υπογραφή της συμφωνίας-πλαίσιο με την ομάδα “5+1” των μεγάλων δυνάμεων, δημιουργεί άλλο ένα δίλημμα για την Άγκυρα: να επικεντρώσει στις οικονομικές ευκαιρίες που ανοίγονται ή να “οχυρωθεί” απέναντι στο ενδεχόμενο ανάδυσης ενός νέου περιφερειακού ηγεμόνα που θα περικυκλώσει την Τουρκία από τον Νότο, αποκόπτοντάς την από τον αραβικό κόσμο;

Μέχρι στιγμής κυριαρχεί η πρώτη επιλογή. Erdogan και Rouhani επέμειναν στην ανάγκη εκπλήρωσης του επίσημου στόχου για άνοδο των διμερών συναλλαγών στα 30 δισ. δολάρια (από 14 δισ. φέτος, με άνιση υπέρ του Ιράν κατανομή). Η τουρκική πλευρά διαπραγματεύεται μείωση της τιμής του φυσικού αερίου που προμηθεύεται από τη γείτονα, προσβλέπει σε είσοδό της στην ιρανική αυτοκινητοβιομηχανία και κάνει λόγο, δια του υπουργού Ενέργειας Taner Yildiz, ακόμη και για απόδοση στους Ιρανούς μεριδίου στον αγωγό TANAP.

Όμως εν τω μεταξύ, η χώρα που θα κάθεται στο ίδιο τραπέζι διαπραγματεύσεων με τις μεγάλες δυνάμεις θα είναι η Ισλαμική Δημοκρατία και όχι η Τουρκία.

πηγή

Δημοσίευση σχολίου

 
Top