Του πρέσβη ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ Π. ΜΑΛΛΙΑ
Δώδεκα χρόνια πριν, ο Pετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θριαμβευτής των εκλογών του 2002, επέλεξε να πραγματοποιήσει την πρώτη του επίσκεψη στην Αθήνα.
Ήδη η επίσκεψη αυτή περιείχε μια χαρακτηριστική της τουρκικής δημοκρατίας αντίφαση. Νικητής ο Ερντογάν δεν μπορούσε εν τούτοις να γίνει πρωθυπουργός… Λόγω αντιρρήσεων (το γράφω απλουστευτικά) του στρατού “θεματοφύλακα” πριν την αναθεώρηση του τουρκικού συντάγματος. Στην πράξη όμως του κεμαλικού κατεστημένου.
Στην Αθήνα, προκάλεσε θετικές εντυπώσεις, που αργότερα μετατράπηκαν σε θαυμασμό λανθάνοντα και απροκάλυπτο.
Ισλαμιστής και μεταρρυθμιστής ο ίδιος, έχοντας αφήσει το καθαρό πολιτικό-ιδεολογικό του στίγμα στην Δημαρχία Κωνσταντινουπόλεως, επέλεξε αρχικά να διακηρύξει ότι θα οδηγήσει την Τουρκία στην Ευρώπη.
Τον πιστέψαμε, τον ενθαρρύναμε και τον στηρίξαμε. Άλλωστε η “αγκίστρωση” της Τουρκίας στην Ευρώπη ήταν από το Ελσίνκι (Δεκέμβριος 1999) και μετά στρατηγική επιλογή όλων των ελληνικών κυβερνήσεων. Ήταν και εξακολουθεί να παραμένει το Σχέδιο Α, καθώς φοβούμαι ότι δεν υφίσταται ακόμη Σχέδιο Β.
Η Τουρκία ένιωθε ότι βρήκε στην Ελλάδα, ανεξαρτήτως των κυβερνητών της, βασικό στήριγμα στη προοπτική αυτή.
Παρά το γεγονός ότι δεν υπήρχε ομοφωνία μεταξύ των κυβερνήσεων του Κώστα Σημίτη και του Κώστα Καραμανλή ως προς συγκεκριμένες πρόνοιες των Συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ελσίνκι.
Στις 3 Οκτωβρίου 2005, χάρις στις προσπάθειες της ελληνικής κυρίως διπλωματίας, η έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία έγινε με ένα πακέτο όρων και προϋποθέσεων που καλύπτει –έτσι τουλάχιστον πιστεύουμε- σε μεγάλο βαθμό τις ανησυχίες και ανταποκρίνεται στα συμφέροντα της Ελλάδος και της Κύπρου.
Τις παραμέτρους του πακέτου αυτού επικαλούμαστε τώρα άλλωστε.
Παράλληλα, ταυτόχρονα με την παντοκρατορία -σκόπιμα επιλέγω τον όρο- του AKP και του Ερντογάν στο εσωτερικό και την πρωτοφανή του στήριξη και απήχηση από (στα) λαϊκά στρώματα και όχι μόνο, εξοστρακίστηκαν θεσμικά με συνταγματικές μεταρρυθμίσεις και τέθηκαν υπό έλεγχο η διώχθηκαν εξωθεσμικά οι κατεστημένοι κεμαλικοί θεσμοί που θα μπορούσαν να ανακόψουν την πορεία του Ερντογάν προς την απόλυτη εξουσία. Απόλυτη ή απολυταρχική;
Στο στόχο η δικαστική εξουσία, οι στρατιωτικοί και βέβαια οι δημοσιογράφοι, τα ΜΜΕ και η κοινωνία των πολιτών. Ακόμη από την Διπλωματική Υπηρεσία σταδιακά απομακρύνθηκαν εγνωσμένης αξίας στελέχη. Δεν ξέρω αν πρέπει να πω ευτυχώς ή δυστυχώς. Ακούω ότι η νέα γενιά διπλωματών -όχι μόνο ηλικιακά- διακρίνεται από την προσήλωση της στον μεγαλοπρεπές δόγμα Νταβούτογλου.
Το σύστημα Ερντογάν σταδιακά σηματοδότησε την δίωξη του κεμαλισμού και τη σταδιακή αποστέωση του κοσμικού χαρακτήρα της Τουρκικής Δημοκρατίας.
Παράλληλα όμως -ας μην ξεχνάμε- η Τουρκία εξελίχθηκε γρήγορα σε παίκτη με υπερφερειακή εμβέλεια, έχοντας λόγο και διεκδικώντας ρόλο σε όλα τα καίρια θέματα της παγκόσμιας ατζέντας. Μια χώρα με εξαιρετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, οικονομική ευρωστία, με μεγάλη καταναλωτική αγορά και δαπάνη και πάνω απ” όλα με αχαλίνωτη φιλοδοξία.
“Με την Τουρκία συζητούμε όλα τα θέματα που βρίσκονται στο φως του ηλίου” έλεγε μόλις πριν από λίγα χρόνια η επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας Χίλαρι Κλίντον. Και έτσι ήταν τα πράγματα.
Με μια μικρή όμως διαφορά. Για τους Ερντογάν-Νταβούτογλου η σημασία που είχε η Τουρκία για την Ουάσιγκτον εκτιμήθηκε σταθερά ως σημαντικότερη από την σημασία με τη οποία έγιναν αντιληπτά τα συμφέροντα των ΗΠΑ στην Άγκυρα. Δεν μπορώ να επικρίνω την Τουρκία γι’ αυτό. Στη πράξη η Τουρκία έκανε πράξη κάτι που πολλοί θα επιθυμούσαν να πράξουν…Άλλωστε, η ηγεσία του ΑΚΡ το έλεγε δημόσια και όπως προκύπτει από τις εξελίξεις το εννοούσε.
Ήμουν πια πρέσβης στην Ουάσιγκτον, όταν ο πρωθυπουργός Ερντογάν πραγματοποίησε το 2007 μια από τις πυκνότερες τότε σε σχέση με σήμερα επισκέψεις του. Παρακολούθησα μια ομιλία του στο Center for Strategic and International Studies.
Γύρισα στην Πρεσβεία και έγραψα ένα τηλεγράφημα μεταδίδοντας τις εντυπώσεις μου στην Αθήνα. Θυμάμαι ότι αυτό που θέλησα να αποτυπώσω ήταν ότι ο Ερντογάν μίλησε μόνο για τα όσα συμβαίνουν εντεύθεν της ανατολικής όχθης του Βοσπόρου. Ιράν, Ιράκ, Μεσανατολικό κλπ. Η περιφερειακή θέση, η βούληση και οι δυνατότητες της Τουρκίας να πρωταγωνιστήσει. Λέξη για Ευρώπη και Ευρωπαϊκή Ένωση. Λέξη για Ελλάδα και βέβαια λέξη για την Κύπρο.
Δεν ήταν μια επιτηδευμένη ομιλία. Είπε αυτά που πίστευε. Πολλοί τόσο στην Ουάσιγκτον, στις Βρυξέλλες και αλλού στην Ευρώπη -της Αθήνας μη εξαιρουμένης- μάλλον κάτι δεν θελήσαμε ή δεν μπορέσαμε να καταλάβουμε.
Και όμως, τα μηνύματα ήσαν καθαρά, τουλάχιστον όσο καθαρά ήσαν και τα λόγια -από τότε- του κ. Ερντογάν και του καθηγητού κ. Νταβούτογλου.
Ήταν η ίδια εποχή που η έγκριτη Washington Post φιλοξενούσε άρθρα κορυφαίων Αμερικανών αναλυτών που περιέγραφαν με θαυμασμό τον Νταβούτογλου ως τον “Κίσινγκερ της Τουρκίας”.
Θα ήταν άδικο να λεχθεί ότι άλλος ήταν εκείνος ο Ερντογάν και άλλος είναι σήμερα. Όχι, ο ίδιος είναι. Απλά εμείς, οι άλλοι, δεν αναφέρομαι μόνο στην Ελλάδα, μάλλον κάναμε ότι δεν καταλαβαίναμε. Η μάλλον καταλαβαίναμε αυτό που θέλαμε, και όχι αυτό που βλέπαμε.
Διαβάζω στο ημερολόγιο μου , στα μέσα Μαρτίου 2009, μερικούς μήνες πριν φύγω από την Ουάσιγκτον. Οι ηγεσίες των Αμερικανό – Εβραϊκών Οργανώσεων της πανίσχυρης ΑΙPAC (American Israeli Public Affairs Committee) συμπεριλαμβανομένης, προεξοφλούσαν ότι “το επεισόδιο του Νταβός μεταξύ του Ταγίπ Ερντογάν και του Σιμόν Πέρεζ δεν επρόκειτο να θέσει σε κίνδυνο τις σχέσεις της Τουρκίας με το Ισραήλ”. Ήσαν εξίσου σημαντικές και για τους δύο. Την πεποίθηση τους στήριζαν στο γεγονός ότι κατά τα δικά τους λόγια “the permanent structures” (οι μόνιμες δομές) των δύο χωρών “συνεννοούνται και δεν θα αφήσουν τις πολιτικές σκοπιμότητες να τις υπονομεύσουν”. Έπεσαν έξω. Ομολογώ ότι έπεσα και εγώ έξω στις εκτιμήσεις μου.
Στη πραγματικότητα, η Τουρκία του Ερντογάν έστελνε από τότε το μήνυμα στο Ισραήλ ότι οι σχέσεις είναι σημαντικότερες για το Τελ-Αβίβ απ” ότι για τη Άγκυρα. Και όμως ελάχιστοι στη Ουάσιγκτον το 2009 θα διακινδύνευαν την πρόβλεψη ότι η Τουρκία και ο Ερντογάν θα μπορούσαν να γυρίσουν την πλάτη στο Ισραήλ. Και όμως τούτο έγινε. Χωρίς να σημαίνει ότι μια μέρα, η οποία δεν αποκλείεται να έλθει συντομότερα απ” ότι πιστεύουμε, δεν θα αποκατασταθούν σε επίπεδο διπλωματίας και πολιτικής. Δεν θα έχουν όμως τη στήριξη της κοινής γνώμης, εάν υποθέσουμε βέβαια ότι βαρύνει στην πολιτική. Διότι τουλάχιστον σε επίπεδο της τουρκικής κοινής γνώμης, η ζημιά εκτιμώ ότι είναι ανεπανόρθωτη.
Σταδιακά, από τα τέλη του 2010, η Τουρκία από χώρα, κράτος “πρότυπο” για την Μέση Ανατολή αναδεικνύεται σε μέρος του προβλήματος, κυρίως στα θέματα που αφορούν επι μέρους προτεραιότητες της αμερικανικής πολιτικής. Ταυτόχρονα ραγίζει ο καθρέπτης των σχέσεων της με το σύνολο σχεδόν των πρωταγωνιστών στη Μέση Ανατολή και Βόρειο Αφρική (Αίγυπτος, Συρία και Λιβύη).
Στην ευρωπαϊκή πολιτική, δηλαδή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν αναφέρομαι, γιατί απλά δεν υφίσταται. Όπου εκδηλώθηκε, επρόκειτο για κακοσχεδιασμένη πολιτική επιχείρηση χωρίς αρχή, μέση και τέλος. Η μάλλον ορθότερα με τέλος που δεν έχουμε ακόμη δει και με μέση που δεν έχει καμία σχέση με την αρχή.
Η Λιβύη κυρίως είναι η πλέον χαρακτηριστική περίπτωση Ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας αποτυχία. Όπως αποτυχία ήταν και η πρώτη αντίδραση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων όταν εκδηλώθηκαν τα ανατρεπτικά γεγονότα στην Τυνησία. Να θυμίσω τις δηλώσεις Γάλλων αξιωματούχων που τάχθηκαν αμέσως υπέρ του Μπεν Αλι;
Θυμίζω επίσης την επιμονή του Ερντογάν για το χειρισμό της κρίσης στην Αίγυπτο (να φύγει ο Μουμπάρακ), την καθυστέρηση έγκρισης της δράσης του NATO στην Λιβύη και την διαφοροποίηση με τις ΗΠΑ και την Ε.Ε. Σε γενικότερους και ειδικότερους χειρισμούς στην Συρία.
Οι επιλογές έχουν ένα κόστος. Πριν λίγες μέρες η Τουρκία, υπέστη μια οδυνηρή διπλωματική ήττα στα Ηνωμένη Έθνη. Δεν εξελέγη στο Συμβούλιο Ασφάλειας. Δεν την ψήφισαν προφανώς οι δυτικοί σύμμαχοι της και η συντριπτική πλειοψηφία των Αραβικών και Μεσανατολικών χωρών. Πέντε χρόνια πριν αυτό ήταν αδιανόητο. Και όμως έγινε σε μια στιγμή που η Τουρκία είχε επενδύσει οικονομικά, πολιτικά και διπλωματικά στη επανεκλογή της.
Επιπλέον, η Τουρκία έχει υποχρεωθεί να αποσύρει ή να ανακαλέσει τους πρέσβεις της από το Ισραήλ, την Συρία, την Αίγυπτο και την Λιβύη. Μάλιστα και από τη Λιβύη, η κυβέρνηση της οποίας συνεδριάζει σε ένα πλοίο κάπου στην Βεγγάζη.
Το δόγμα της πολιτικής “μηδέν προβλημάτων με τους γείτονες” του καθηγητή Νταβούτογλου, εφαρμόσθηκε από το σημερινό δίδυμο εξουσίας της Άγκυρας σε πολιτική “μηδέν φίλων” στην περιοχή. Με εξαίρεση, κατά τους Ερντογάν-Νταβούτογλου, τις σχέσεις με την Ελλάδα. Αλώστε , γι’ αυτό το λόγο οι δυο χώρες εγκαινίασαν τις κοινές συνεδριάσεις των δύο κυβερνήσεων υπό την Συμπροεδρία των δύο Πρωθυπουργών.
Ανοικτούς διαύλους επικοινωνίας έχει η Τουρκία – συγκεκριμένες Δομές της – και με το ΙSIL στο Κομπάνι και αλλού. Αλήθεια, μπορεί να σκεφθεί κανείς ποία θα είναι η σημασία του Χαλιφάτου του ISIL στην ίδια την Τουρκία, την μέρα που οι Τούρκοι αποφασίσουν να επαναφέρουν δημοκρατικά στην εξουσία τους Κεμαλιστές; Τίνος μακρύ χέρι θα είναι οι τζιχαντιστές του Χαλιφάτου; Εκτός βέβαια αν κάποιοι εκτιμούν ότι το AKP και ο Ερντογάν δεν πρόκειται ούτως ή άλλως να εγκαταλείψουν την εξουσία.
Δύο λόγια για τα καθ” ημάς. Τώρα έρχεται και πάλι η σειρά της Κύπρου και στο βάθος και της Ελλάδος.
Η χώρα που κατέχει παράνομα το 40% του εδάφους της Κύπρου έχοντας δημιουργήσει ένα νέο τοίχος της ντροπής στην Ευρώπη, εδώ και σαράντα χρόνια , επιδιώκει να εμπεδώσει τα τετελεσμένα γεγονότα και στις θαλάσσιες ζώνες της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η Απόφαση της Κύπρου να διακόψει – στην πραγματικότητα να αναστείλει τον διάλογο – σίγουρα δεν στερείται κόστους. Ας διαβάσει κανείς τις δηλώσεις »μέσα από τις γραμμές ». Θέλω να ελπίζω ότι η απόφαση έχει καλώς σταθμισθεί. Επίσης, ότι η επιστροφή στην status quo ante κατάσταση δεν θα έχει πρόσθετους επαχθείς όρους.
Επιπλέον, να μην ξεχνάμε ότι η σύμμαχος Τουρκία εξακολουθεί να διατηρεί την απειλή πολέμου κατά της Ελλάδος (casus belli), εάν η Αθήνα αποφασίσει να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 μίλια. Εδώ και μερικές δεκαετίες λέγουμε ότι έχουμε το αναφαίρετο αυτό δικαίωμα σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο.
Μερικές φορές η ίδια μας η πρόσφατη και μη συμπεριφορά θα μπορούσε να αποτελέσει ασφαλέστερη πυξίδα πλοήγησης. Όταν επί τέσσερις σχεδόν δεκαετίες ισχυρίζεσαι ότι έχεις ένα ισχυρό δικαίωμα χωρίς να το κάνεις πράξη, τότε καλλίτερα να αναρωτηθείς τι δεν έχεις κάνει σωστά.
Πολιτική των αντιφάσεων η επιλογή της Τουρκίας. Με σταθερή όμως διεκδίκηση και ζητούμενο.
Πολιτική των αντιφάσεων η απάντηση της Αθήνας. Χωρίς ανάγκη περαιτέρω εξειδίκευσης.
Αλήθεια , σήμερα με όσα ανακοινώνονται και με όσα – όπως μαθαίνω – δεν ανακοινώνονται διερωτώμαι : ποιο θα ήταν το “πολιτικό κόστος” μιας ανακοίνωσης της Αθήνας ότι παγώνουν οι προοπτικές για τη νέα κοινή συνεδρίαση των δυο κυβερνήσεων; Δηλαδή απλά το αυτονόητο.
Χωρίς να διεκδικώ το αλάθητο, προσπάθησα να καταγράψω, παραλείποντας αρκετά είναι αλήθεια, ότι η πολιτική των Ερντογάν και Νταβούτογλου, πάνω από μια δεκαετία, είναι συνεπής. Όχι μόνο αδιαφορούν επιδεικτικά για την ευρωπαϊκή και αμερικανική γνώμη αλλά στη Συρία, στην Αίγυπτο και αλλού επιλέγουν την σύγκρουση με τα αμερικανικά και ευρωπαϊκά συμφέροντα.
Γιατί να σεβαστούν τα Κυπριακά ή τα Ελλαδικά;
Η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι ΗΠΑ έχουν από την πλευρά τους επιλέξει να εφαρμόζουν την γνωστή συνταγή της πολιτικής των » δύο μέτρων και δύο σταθμών ».
Άλλη απέναντι στην Ρωσία του Βλαντιμίρ Πούτιν (Κριμαία και Ανατολική Ουκρανία) και άλλη απέναντι στην Τουρκία (Κύπρος).
Αυτό που ξεχνούμε είναι ότι ακριβώς αυτή η ασυνέπεια αποτελεί την χειρότερη συνταγή για την άσκηση πειθούς και παραδειγματισμού. Άρα, έχουμε μέρος της ευθύνης. Λέγω έχουμε, διότι αν δεν σφάλλω μετέχουμε της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του NATO.
Πληροφορούμαστε τώρα ότι – σύμφωνα με τις καταγγελίες που δημοσιοποιήθηκαν – ρωσικοί αεροπορικοί σχηματισμοί παραβίασαν τον εναέριο χώρο χωρών του ΝΑΤΟ. Αλήθεια γιατί να ενοχληθεί η Μόσχα από τις ΝΑΤΟικες δηλώσεις όταν η Τουρκία καθημερινά έχει την ίδια τακτική στο Αιγαίο; Γιατί ;
Η Μόσχα, επίσης, δεν μπορεί πια να είναι πειστική όταν καταγγέλλει -αν πράγματι καταγγέλλει- τις τουρκικές ενέργειες στην Κυπριακή ΑΟΖ. Η ίδια εισέβαλε στη Κριμαία, την κατέχει και την προσάρτησε παράνομα.
Τι μήνυμα στέλνει η Ρωσία ένα Μόνιμο Μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας;
Απλά, το ίδιο μήνυμα που έστειλε η Ουάσιγκτον όταν εισέβαλε χωρίς έγκριση του ΟΗΕ στο Ιράκ το 2003 αρνούμενη να περιμένει και να εργασθεί για την (λεγόμενη) δεύτερη Απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας για την έγκριση χρήσης βίας.
Λευκωσία και Αθήνα – όπως διαβάζω – μεταφέρουν το »παιχνίδι»
στο πεδίο που έχουμε συγκριτικό πλεονέκτημα, δηλαδή την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Τα πρόσφατα Συμπεράσματα των Βρυξελλών κινούνται μεν προς τη σωστή κατεύθυνση, δεν πρόκειται όμως να επηρεάσουν την διαδικασία λήψης απόφασης στην Τουρκία.
Μεγαλύτερη ίσως σημασία – από πλευράς εντυπώσεων και ουσίας – έχουν οι εν εξελίξει διεργασίες ομόκεντρων υποπεριφερειακών σχημάτων/συστημάτων ασφαλείας με τις τριγωνικές συνεργασίες Αιγύπτου-Κύπρου – Ελλάδος και Ισραήλ – Κύπρου – Ελλάδος.
Δυστυχώς, το μοναδικό παγκόσμιο συλλογικό σύστημα Ασφαλείας, που είναι ο ΟΗΕ, έχει αδρανοποιηθεί λόγω της αδυναμίας του Συμβουλίου Ασφαλείας να εκτελέσει την προβλεπόμενη από τον Χάρτη αποστολή του λόγω της σύγκρουσης συμφερόντων των »Πέντε » ( Μόνιμων Μελών).
Η λεγόμενη προς την κατεύθυνση της Νέας Υόρκης “διεθνοποίηση” – με το καλό σενάριο- στην καλλίτερη περίπτωση ως αποτέλεσμα θα είχε την πρόταξη της επανάληψης των δικοινοτικών συνομιλίων και κατά ειωθότα ουδέτερη γλώσσα σε σχέση με τις ενέργειες της Τουρκίας. Δηλαδή θα περιείχε την γνωστή έκκληση προς όλα τα μέρη “να αποφύγουν ενέργειες που επιδεινώνουν τη κατάσταση κλπ.»
Με το κακό όμως σενάριο, δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι η επιστροφή στην status quo ante κατάσταση θα μπορούσε να περιέχει και την “σύσταση» για σύνδεση της διαδικασίας και του χρονοδιαγράμματος εκμετάλλευσης του ενεργειακού πλούτου της Κυπριακής Δημοκρατίας με τη επίλυση του λεγόμενου »πολιτικού προβλήματος».
Αυτός ακριβώς είναι ο στρατηγικός στόχος της Τουρκίας.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου