«Ακατάλληλη να δεχτεί το ενιαίο νόμισμα παρουσιάστηκε η Ελληνική οικονομία». Επισημαίνουν αναλυτές και οικονομολόγοι, «αλλά και η πολιτική ελίτ επέλεξε να το αγνοήσει.»
«Μια νομισματική ένωση μπορεί να επιζήσει μόνο εάν η οικονομική ανταγωνιστικότητα όλων των κρατών-μελών κινείται προς την ίδια κατεύθυνση»
ΑΝΑΛΥΣΗ Του Χ. Ι. ΠΟΛΥΧΡΟΝΙΟΥ
ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ της ελληνικής οικονομίας -εμφανώς άμεσα συνδεδεμένα με το πρότυπο της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας- είναι γνωστά και διαχρονικά. Για παράδειγμα, μια πρόσφατα δημοσιευμένη έρευνα από τους οικονομολόγους Nauro F. Campos, Fabrizio Coricelli, Luigi Moretti αποκαλύπτει ότι όλες οι χώρες που εντάχθηκαν στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα τη δεκαετία του 1980 σημείωσαν βελτίωση στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, με εξαίρεση μια χώρα, την Ελλάδα.1
Στον απόηχο της παραπάνω μελέτης προστίθεται τώρα και ένα κείμενο πολιτικής του Ιδρύματος Bertelsmann Stiftung στο Βερολίνο, με τον τίτλο «20 χρόνια ευρωπαϊκής ενιαίας αγοράς: οι αναπτυξιακές επιπτώσεις της Ε.Ε.», που καταλήγει ακριβώς στο ίδιο συμπέρασμα: για την περίοδο 1992-2012 η Ελλάδα ήταν η μόνη χώρα που δεν πέτυχε αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος από τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.2
Τα παραπάνω πορίσματα αποδεικνύουν, αν μη τι άλλο, ότι η ελληνική οικονομία πάσχει από χρόνιες παθογένειες, ενώ πρέπει να είναι πλέον εμφανές σε όλους ότι η Ελλάδα ήταν ακατάλληλη για ένταξη στην Ευρωζώνη.3
Ωστόσο, όταν η Ελλάδα εντάχθηκε στην Ευρωζώνη, την 1η Ιανουαρίου του 2001, το συναίσθημα ανάμεσα στην πολιτική ελίτ και την οικονομική και επιχειρηματική κοινότητα στην Αθήνα ήταν κάτι παραπάνω από εορταστικό.4
Ο φοβερός και τρομερός νεοφιλελεύθερος σοσιαλιστής υπουργός Οικονομικών Γιάννος Παπαντωνίου περιέγραψε το γεγονός ως «ιστορική ημέρα που θα τοποθετούσε την Ελλάδα σταθερά στην καρδιά της Ευρώπης», ενώ ο πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης διατύπωνε την άποψη ότι «όλοι ξέρουμε πως η ένταξή μας στην ΟΝΕ (Οικονομική Νομισματική Ενωση) εξασφαλίζει για μας μεγαλύτερη σταθερότητα και ανοίγουμε νέους ορίζοντες».5
Τελικά, βέβαια, και οι δυο τους κατέληξαν να θεωρούνται από την κοινή γνώμη οι πολιτικοί που κυβέρνησαν κατά τη διάρκεια της πιο μεγάλης και συνεχούς περιόδου διαφθοράς στη σύγχρονη Ελλάδα.
Η ελληνική πολιτική και οικονομική ελίτ ήταν σε απόλυτη συμφωνία με τους Ευρωπαίους οικονομολόγους και δημόσιους αξιωματούχους, πως ένα ενιαίο νόμισμα θα παρήγε σημαντικά οφέλη. Μια έκθεση από την Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τον τίτλο «Μια Αγορά, Ενα Νόμισμα», που δημοσιεύθηκε περίπου 10 χρόνια προτού τεθεί σε ισχύ το ευρώ, περιέγραψε ποια θεωρούσε ότι είναι τα σημαντικότερα οφέλη ενός ενιαίου νομίσματος, αλλά υπογράμμισε και μερικά από τα κόστη που συνδέονται με αυτό.6
Οπως ήταν αναμενόμενο, η ελληνική πολιτική ελίτ επέλεξε να αγνοήσει το τελευταίο, καθώς αυτό θα σήμαινε αντιμετώπιση της σκληρής πραγματικότητας πως η ελληνική οικονομία δεν ήταν σε θέση να συμμετάσχει σε έντονο ανταγωνισμό σε μια ενιαία ενοποιημένη αγορά, με ένα ενιαίο νόμισμα, και εστίασε την εκστρατεία δημόσιων σχέσεών της στο να πείσει το σύνολο των πολιτών για τη μεγάλη ιστορική ευκαιρία που παρείχε η ένταξη στην Ευρωζώνη.
Για παράδειγμα, ένα από τα κύρια οφέλη του ευρώ, σύμφωνα με την έκθεση, ήταν ότι «θα επιταχύνει την οικονομική ολοκλήρωση και την οικονομική μεγέθυνση μέσω αυξανόμενου ανταγωνισμού και υψηλότερης παραγωγικότητας».7
Το ευρωπαϊκό πρότζεκτ για οικονομική και νομισματική ένωση υπό τη μορφή ενιαίου νομίσματος είχε επικριτές, και μάλιστα μερικοί απ' αυτούς ήταν μέσα στην ίδια τη Γερμανία. Ο Wilhelm Hankel, ο Karl Albrecht Schachtschneider, ο Joachim Starbatty και ο Wilhelm Nφlling ήταν τέσσερις καθηγητές που αντιτάχθηκαν στο ευρώ εξ αρχής και προσπάθησαν να το σταματήσουν, προσφεύγοντας στο ανώτατο δικαστήριο της Γερμανίας. Προφανώς, έχασαν την υπόθεση.
Προσπάθησαν πάλι 12 χρόνια αργότερα, ισχυριζόμενοι πως ήταν παράνομη η γερμανική διάσωση της Ελλάδας. Εχασαν ξανά. Το βασικό τους επιχείρημα ήταν ότι ήταν σαθρή η αρχιτεκτονική του ευρώ και πως θα οδηγούσε στην πτώση των ευρωπαϊκών οικονομιών. Σε συνέντευξη που είχα με έναν από τους τέσσερις Γερμανούς καθηγητές μετά το ξέσπασμα της κρίσης στην Ευρωζώνη, ο οικονομολόγος Joachim Starbatty αισθάνθηκε δικαιωμένος και επανέλαβε την ένστασή του για το ευρώ: «Μια νομισματική ένωση μπορεί να επιζήσει μόνο εάν η οικονομική ανταγωνιστικότητα όλων των κρατών-μελών κινείται προς την ίδια κατεύθυνση και εάν οι διαφορετικές κυβερνήσεις εφαρμόζουν μια υγιή δημοσιονομική πολιτική».8
Ενα παρομοίως ισχυρό επιχείρημα που προβλήθηκε εναντίον ενός ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος ήταν ότι μια βιώσιμη σύγκλιση στην Ευρωπαϊκή Ενωση θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο εις βάρος ακόμα υψηλότερων ποσοστών ανεργίας. Σύμφωνα με αυτό το επιχείρημα, η οικονομική και η δημοσιονομική πολιτική στην Ευρωζώνη θα πρέπει να οδηγήσει σε πραγματική σύγκλιση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, διαφορετικά η ανεργία θα έφθανε σε μη αποδεκτά επίπεδα. Ομως, οι επικριτές υπαινίχθησαν πως η πραγματική σύγκλιση (ανάπτυξη, δημιουργία πλούτου, πραγματικό κόστος αμοιβών, ανεργία, παραγωγικότητα) σε ένα νεοφιλελεύθερο οικονομικό περιβάλλον είναι μια χίμαιρα.
Πράγματι, οι επικριτές έχουν αποδειχθεί να έχουν δίκιο, τουλάχιστον σε αυτό το σημείο: το ευρώ έχει οδηγήσει σε μεγαλύτερη οικονομική και κοινωνική ανισότητα μεταξύ των διαφόρων εθνικών οικονομιών, έχει επιδεινώσει το πρόβλημα της ανεργίας στις περιφερειακές οικονομίες και έχει παραγάγει τεράστιες μεταβιβάσεις από την περιφέρεια προς το κέντρο. Αλλά το να περίμενε κανείς την πολιτική και την οικονομική ελίτ στην Ελλάδα να συμμετάσχει σε τέτοιους συλλογισμούς και να αναρωτιέται εάν ήταν σοφό για τη χώρα να ενταχθεί στο ευρώ, θα ήταν ισοδύναμο με το να περιμένει κανείς έναν καρχαρία να κάνει στροφή και να γυρίσει πίσω στη μυρωδιά του αίματος. Η εύκολη πρόσβαση στη διεθνή πίστωση με χαμηλό επιτόκιο θα βοηθούσε όχι μόνο να στηρίξει το πρότυπο ανάπτυξης και στρατηγικής των τελευταίων 30 ετών, αλλά θα διεύρυνε επίσης κατά πολύ τις ευκαιρίες για δωροδοκία, παράνομα μερίδια και λαδώματα για την πολιτική τάξη. Οσον αφορά τους ακαδημαϊκούς νεοφιλελεύθερους οικονομολόγους, που ήταν αφοσιωμένοι συνήγοροι της ένταξης της Ελλάδας στο ευρώ, το καλύτερο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να ποντάρουν στην αβάσιμη ελπίδα ότι το ενιαίο νόμισμα θα οδηγούσε σε αυξανόμενη παραγωγικότητα και γρήγορες δομικές μεταρρυθμίσεις της ελληνικής οικονομίας.9
Σαφώς, ο βαθμός στον οποίον οι πρόσφατες εξελίξεις στην Ευρωζώνη έχουν δώσει ανανεωμένη νομιμότητα στα επιχειρήματα των επικριτών τού ευρώ είναι κάτι που θα το κρίνει ο καθένας διαφορετικά, αλλά αυτό που είναι πέρα για πέρα αδιαφιλονίκητο είναι ότι η Ελλάδα ήταν ακατάλληλη να ενταχθεί στο ευρώ όταν το έκανε.
Δίχως αμφιβολία, καθώς ο 20ός αιώνας έφτανε στο τέλος του, η ελληνική οικονομία εμφάνιζε σοβαρές δομικές αδυναμίες, με κύρια χαρακτηριστικά τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα, τις ανεπαρκείς υποδομές, την άκαμπτη αγορά εργασίας, την περιορισμένη παραγωγική ικανότητα, αρκετές προβληματικές επιχειρήσεις δημόσιου χαρακτήρα και έναν αναποτελεσματικό και συχνά ανεπαρκή δημόσιο τομέα διοίκησης. Η βασισμένη στην αγορά αλλά κρατικά υποκινούμενη οικονομία ελεγχόταν από μια ολιγαρχική δομή, στην οποία μεγάλα επιχειρησιακά συγκροτήματα και πλούσια άτομα, σε συμμαχία με την εγχώρια πολιτική ελίτ, κατείχαν τον κύριο όγκο του πλούτου της χώρας, έλεγχαν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και διαμόρφωναν την πολιτική και οικονομική ατζέντα.
Ετσι, μια παρασιτική καπιταλιστική τάξη ζούσε από τον κρατικό προϋπολογισμό, με τη λεηλασία του δημόσιου πλούτου να παίρνει, κατά ένα μεγάλο μέρος, τη μορφή συμβάσεων δημόσιων έργων (πάντα με μια καλή μίζα στους πολιτικούς που εμπλέκονταν) και ογκώδη φοροδιαφυγή και φοροαπαλλαγή.
Η Ελλάδα έγινε δεκτή στην Ευρωζώνη με την παραποίηση (με τη σημαντική βοήθεια της Goldman Sachs) των στατιστικών στοιχείων για την αληθινή δημοσιονομική κατάσταση της χώρας. Μερικά χρόνια μετά την ένταξή της στην Ευρωζώνη, η Eurostat ανήγγειλε ότι το ελληνικό δημοσιονομικό έλλειμμα ήταν 4,1% το 2000, 3,7% το 2001 και το 2002 και 4,6% το 2003. Τα στοιχεία που είχε δώσει η κυβέρνηση της Αθήνας για την ένταξη στην Ευρωζώνη ήταν 2,0% για το 2000, 1,4% για το 2001 και το 2002 και 1,7% για το 2003.10 Οσον αφορά το χρέος, γνωρίζουμε τώρα ότι το 2000 στεκόταν στο επιβλητικό επίπεδο του 114% του ΑΕΠ.
Επίσης ενδεικτικό για το πόσο αδύνατες ήταν οι βασικές αρχές της οικονομίας την περίοδο που η Ελλάδα επεδίωκε ανυπόμονα να ενταχθεί στην Ευρωζώνη, το ισοζύγιο πληρωμών το 2000 εμφάνιζε έλλειμμα της τάξης των 8,3 δισεκατομμυρίων ευρώ, έχοντας μάλιστα διπλασιαστεί από το προηγούμενο έτος.11
Αλλη μια σημαντική πηγή ανησυχίας ήταν το τεράστιο έλλειμμα στα πέντε Ταμεία δημόσιας Υγείας, το οποίο ανερχόταν το 2000 σε περίπου 1,5 δισεκατομμύριο ευρώ.12
Δίχως ένα ανοικτό, διαφανές και δίχως διακρίσεις επιχειρησιακό περιβάλλον, καθώς και δίχως μια υγιή, ανταγωνιστική οικονομία, η ανεργία στην Ελλάδα αποτελούσε σοβαρό πρόβλημα εκείνη την περίοδο. Το 1999 το πραγματικό εθνικό επίπεδο απασχόλησης στεκόταν μόνο στο 56,9%, όταν στην Ε.Ε. ήταν στο 63%. Ο επίσημος δείκτης ανεργίας για την ίδια χρονιά ήταν κοντά στο 12%, όταν το μέσο ποσοστό ανεργίας στην Ε.Ε. ήταν 9,4%.13 Το πρόβλημα ανεργίας παρέμεινε σε πολύ υψηλά επίπεδα μεταξύ 2000 και 2009, και σήμερα, ως αποτέλεσμα των σκληρών μέτρων λιτότητας που επιβάλλονται από την Ε.Ε. και το ΔΝΤ ως μέρος του σχεδίου διάσωσης, η ανεργία έχει ανέλθει στο 16%, με πολλούς αναλυτές να προβλέπουν ότι θα φθάσει ή ακόμα και θα υπερβεί το 20% έως το τέλος του 2011.
Είναι ξεκάθαρο πως η Ελλάδα δεν έπρεπε να ενταχθεί στην Ευρωζώνη την περίοδο που το έκανε. Και, στην πραγματικότητα, το έκανε μέσω παραποίησης των δημοσιονομικών στοιχείων, επειδή η εγχώρια πολιτικοοικονομική ελίτ είδε ότι αυτό αποτελούσε ευκαιρία για εύκολη πρόσβαση στον πρόσθετο πλούτο και επειδή τα τότε αφεντικά της Ε.Ε. επέλεξαν, κατά ένα μεγάλο μέρος για πολιτικούς και ίσως ακόμη και ιδεολογικούς λόγους, να προσποιηθούν πως δεν βλέπουν τι κάνει η Ελλάδα. Η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, όπως έχουν επισημάνει μερικοί αναλυτές, είναι «μια αποτυχία ιστορικών διαστάσεων»14 και η δημοσίευση των παραπάνω μελετών από Ευρωπαίους οικονομολόγους το επιβεβαιώνει αυτό ακράδαντα.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Nauro F. Campos, Fabrizio Coricelli, Luigi Moretti, «Economic Growth and Political Integration: Estimating the Benefits from Membership in the European Union Using the Synthetic Counterfactuals Method». Centre for Economic Policy Research. Discussion Paper Νο. 9968. Μάιος 2014.
2. Βλ. Thie― Petersen, Michael Bohmer και Johannes Weisser, «20 years of the European single market: growth effects of the European integration». Policy Brief Νο. 2014/02. Bertelsmann Stiftung. Ιούλιος 2014. http://www. bertelsmann-stiftung.de/cps/rde/xbcr/SID-F8DCCDE8F9356ΒΒ9/bst_engl/xcms_bst_dms_40210_40211_2.pdf
3. Τα πορίσματα των συγκεκριμένων μελετών θέτουν επίσης σοβαρές προκλήσεις για έναν πολιτικό φορέα που μάχεται σήμερα για το τέλος της μνημονιακής κατοχής στην Ελλάδα, αλλά εμμένει στη συμμετοχή της χώρας στην Ευρωζώνη. Θα είχε όντως ενδιαφέρον το πώς θα σχολίαζε ο ΣΥΡΙΖΑ τα πορίσματα των παραπάνω μελετών για την αδυναμία της ελληνικής οικονομίας να επωφεληθεί από τη συμμετοχή της στην ΟΝΕ και, στο πλαίσιο αυτό, γιατί πιστεύει ότι θα πρέπει να συνεχιστεί η συμμετοχή της Ελλάδας σε μια νομισματική ζώνη από την οποία όχι μόνο δεν προέκυψαν οφέλη για την πλειονότητα του ελληνικού λαού, αλλά σε μεγάλο βαθμό οδήγησε τη χώρα σε χρεοκοπία.
4. Το κείμενο που ακολουθεί προέρχεται από την επιστημονική εργασία του υπογράφοντας με τον τίτλο «Μια σταθερή ματιά σε μια εθνική καταστροφή και στην πιθανή διάλυση της Ευρωζώνης: Η κρίση χρέους της Ελλάδας σε γενικό πλαίσιο», η οποία πρωτοδημοσιεύθηκε στα αγγλικά από το Ερευνητικό Ινστιτούτο Πολιτικής Οικονομίας (PERI) του Πανεπιστημίου της Μασαχουσέτης στο Αμχερστ τον Σεπτέμβρη του 2011.
5. Από το BBC News, 1 Ιανουαρίου 2001. Βλ. ttp://news.bbc.co.uk/2/hi/business/1095783.stm.
6. Commission of the European Community, «One Money, One Market: An Evaluation of the Potential Benefits and Costs of Forming an Economic and Monetary Union», European Economy, Vol. 44 (October 1990).
7. Βλ. Robert Gilpin, The Challenge of Global Capitalism: The World Economy in the 21st Century (Princeton, Ν.J.: Princeton University Press, 2000), p. 205.
8. «Το ευρώ αποδείχτηκε ότι ήταν λάθος», συνέντευξη του Joachim Starbatty στον Χ. Ι. Πολυχρονίου, «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» (24 Δεκεμβρίου 2010).
9. Αντιπρόσωπος αυτής της γραμμής σκέψης ήταν ο σημερινός πρόεδρος της Τραπέζης Ελλάδας και πρώην υπουργός Οικονομικών Γιάννης Στουρνάρας. Δείτε το άρθρο του, για παράδειγμα, «Οι προκλήσεις της οικονομικής πολιτικής», «Το Βήμα» (2 Ιανουαρίου 2000), όταν ήταν γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, ανέκαθεν ένας από τους πιο αφοσιωμένους νεοφιλελεύθερους οικονομολόγους στην Ελλάδα και οι οικονομετρικές αναλύσεις του οποίου, συνήθως βασισμένες σε ένα απατηλό πλαίσιο αναφοράς σε σχέση με τον πραγματικό κόσμο των οικονομικών (οι προβλέψεις του για την ανάπτυξη ως αποτέλεσμα του ανοίγματος των κλειστών επαγγελμάτων στην Ελλάδα είναι ένα τυπικό παράδειγμα), παρέχουν την αιτιολογία για διάφορες ιδεολογικές αξιώσεις σχετικά με την ανάγκη για νεοφιλελεύθερη οικονομική μεταρρύθμιση και τη δικαιολόγηση αντιλαϊκών κυβερνητικών πολιτικών.
10. Τα στοιχεία αναφέρονται σε ένα άρθρο των Alessandro Gavazza και Alessandro Lizzeri με τον τίτλο «Transparency and Economic Policy», το οποίο εμφανίστηκε στο The Review of Economic Studies, Vol. 76, Νο. 3 (July 2009), p. 1025.
11. Τα στοιχεία προέρχονται από κείμενο στην «Ελευθεροτυπία» με τον τίτλο «Σήματα κινδύνου από το ισοζύγιο πληρωμών» (10 Ιουνίου 2001).
12. Γαλήνη Φούρα, «Ταμεία Υγείας: 500 δισ. έλλειμμα το 2000», «Καθημερινή» (9 Μαΐου 2001).
13. Τα στοιχεία για τα επίπεδα της εθνικής απασχόλησης και τα ποσοστά της ανεργίας για το 1999 προέρχονται από το The Economic Report of the Bank of Greece, Νο. 16 (Δεκέμβριος 2000), pp. 8-9.
14. Κώστα Λαπαβίτσας, «Euro Exit Strategy Crucial for Greeks», The Guardian (21 Ιουνίου 2011).
πηγή
Δημοσίευση σχολίου