Σε μια ομιλία του τον περασμένο Αύγουστο, ο Αγιατολάχ Χασεμί Σαχρουντί, ο οποίος ήταν επικεφαλής της ιρανικής Δικαιοσύνης από το 1999 μέχρι το 2009 και τώρα είναι μέλος του Συμβουλίου των Φρουρών [της Ισλαμικής Επανάστασης], υποστήριξε ότι «οι αλαζονικές δυτικές δυνάμεις φοβούνται τις περιφερειακές σχέσεις των χωρών [με το Ιράν]». Συνέχισε προσπαθώντας να επιβεβαιώσει ότι, από το φόβο τους, οι ίδιες δυνάμεις υποστήριζαν «καινοτόμα μοντέλα του Ισλάμ, όπως το φιλελεύθερο Ισλάμ στην Τουρκία», για να «αντικαταστήσουν το αληθινό Ισλάμ», όπως εφαρμόζεται από το Ιράν.
Αφήνοντας κατά μέρος τη συνωμοσιολογική του διάθεση, οι πρόσφατες εξελίξεις στη Μέση Ανατολή έχουν επιβεβαιώσει κάπως τις ανησυχίες του Σαχρουντί. Η Αραβική Άνοιξη έχει αυξήσει την ιδεολογική ένταση μεταξύ Άγκυρας και Τεχεράνης, και το μοντέλο της Τουρκίας φαίνεται να κερδίζει. Την περασμένη άνοιξη, το Ιράν υποστήριζε συχνά ότι οι αραβικές επαναστάσεις ήταν παρόμοιες με την ιρανική επανάσταση που ξέσπασε μια δεκαετία νωρίτερα και θα εγκαινιάσει παρόμοιες κυβερνήσεις. Ωστόσο, στην Τυνησία και την Αίγυπτο, για πρώτη φορά, οι ηγετικές φυσιογνωμίες στα κύρια ισλαμικά κόμματα έχουν κερδίσει τις εκλογές με τη ρητή προτίμηση προς το «μοντέλο της Τουρκίας» και όχι προς μια θεοκρατία ιρανικού τύπου. Επιπροσθέτως, τον Δεκέμβριο του 2011, το παλαιστινιακό κίνημα Χαμάς έριξε αλάτι στην πληγή όταν ένας εκπρόσωπός του ανακοίνωσε τη στροφή του οργανισμού προς την κατεύθυνση «μιας πολιτικής μη-βίαιης αντίστασης», η οποία αντικατοπτρίζει την απόφασή της να αποστασιοποιηθεί από τη Συρία και το Ιράν και να κινηθεί πιο κοντά στην Αίγυπτο, την Τουρκία και το Κατάρ.
Η σύγκρουση μεταξύ Τουρκίας και Ιράν ήταν κάτι περισσότερο από απλώς ρητορική. Η Τεχεράνη υπήρξε ο μεγαλύτερος υποστηρικτής του προέδρου της Συρίας Μπασάρ αλ-Άσαντ, ενώ η Άγκυρα έχει καταδικάσει τη «βαρβαρότητα» του καθεστώτος και έριξε το βάρος της στην αντιπολίτευση, φιλοξενώντας το Εθνικό Συμβούλιο της Συρίας και τον Ελεύθερο Συριακό Στρατό, την εξόριστη κυβέρνηση των ανταρτών και τον στρατό της. Στο Ιράκ, το Ιράν είναι προστάτης των σιιτών. Η Τουρκία είναι, τουλάχιστον στα μάτια πολλών στη Μέση Ανατολή, η πολιτική και οικονομική ευεργέτις της σουνιτών και των Κούρδων. Και οι δύο χώρες είχαν εντάσεις κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης της αντιπυραυλικής ασπίδας του ΝΑΤΟ στην Τουρκία τον Σεπτέμβριο του 2011. Η τουρκική κυβέρνηση επιμένει ότι η αντιπυραυλική ασπίδα δεν αναπτύχθηκε ως προστασία εναντίον του Ιράν. Παρ' όλα αυτά, τον Δεκέμβριο, ένας Ιρανός πολιτικός αξιωματούχος προειδοποίησε ότι η χώρα του θα επιτεθεί στην Τουρκία εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες ή το Ισραήλ επιτεθούν στο Ιράν.
Ο καυγάς μεταξύ του Ιράν και της Τουρκίας διαψεύδει εκείνους τους πολιτικούς σχολιαστές στη Δύση που, όταν το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) ανήλθε στην εξουσία στην Τουρκία το 2002, είχαν θεωρήσει δεδομένη την στροφή της Τουρκίας από τη Δύση προς την Ανατολή. Αφότου η Τουρκία μεσολάβησε σε μια συμφωνία ανταλλαγής πυρηνικών καυσίμων με το Ιράν και τη Βραζιλία τον Μάιο 2010, η Δύση έγινε ακόμη περισσότερο ανήσυχη. Δεκάδες άρθρα, συμπεριλαμβανομένου και ενός στη The New York Times, από τον Thomas Friedman, που διατηρεί μια στήλη στην εφημερίδα, χαρακτήρισαν τη νέα προοπτική της Τουρκίας ως «ντροπή [2]». Και όταν η Τουρκία ψήφισε κατά των νέων κυρώσεων στο Ιράν στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ένα μήνα αργότερα, ο Con Coughlin, ο αρχισυντάκτης των διεθνών θεμάτων της Telegraph, το είδε ως ένα σημάδι μιας αναδυόμενης και επικίνδυνης τουρκο-ιρανικής συμμαχίας, αναρωτώμενος αν «Η Τουρκία θέλει πραγματικά να είναι η χώρα που είναι αρμόδια για την έναρξη ενός πολέμου μεταξύ του Ιράν και της Δύσης; [3]».
Στην πραγματικότητα, κατά την τελευταία δεκαετία, η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας δεν ήταν καθόλου τόσο απλή όπως μια επιλογή μεταξύ Ανατολής και Δύσης ή μεταξύ του Ιράν και των Ηνωμένων Πολιτειών. Αντ’ αυτού, ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, Αχμέτ Νταβούτογλου, έχει ακολουθήσει έναν τρίτο δρόμο, με την ενίσχυση των οικονομικών και πολιτικών δεσμών της Τουρκίας με όλους τους γείτονές της. Με αυτό τον τρόπο, ο ίδιος προσπάθησε να περπατήσει μεταξύ των «δογματικών» της περιοχής, όπως ο Πρόεδρος Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ του Ιράν και των «μετριοπαθών», όπως ο πρώην πρόεδρος της Αιγύπτου Χόσνι Μουμπάρακ.
Η Δύση, βέβαια, προτιμούσε τους μετριοπαθείς, αλλά συχνά αποτύγχανε να δει ότι η χειραφέτησή τους, το μόνο που έκανε ήταν να ενθαρρύνει τους δογματικούς. Οι αγαπημένοι άραβες κυβερνήτες της Δύσης, όπως ο Μουμπάρακ και ο Ζινέ ελ-Αμπιντίν Μπεν Αλί, ο πρώην πρόεδρος της Τυνησίας, επαινούνταν όχι μόνο γιατί ήταν μετριοπαθείς αλλά γιατί ήταν και κοσμικοί, όμως ήταν σκληροί και διεφθαρμένοι δικτάτορες οι οποίοι στερούνταν νομιμότητας στα μάτια των λαών τους. Δεν εξελέγησαν, και, δεδομένου ότι συχνά φαινόταν σαν να είναι μαριονέτες των Δυτικών, στην πραγματικότητα χρησίμευσαν στην ατζέντα των δογματικών, οι οποίοι συγκριτικά φαίνονταν αυθεντικοί και ευγενείς.
Ο «τρίτος δρόμος» του ΑΚΡ βασίζει το αίτημά του για μετριοπάθεια και μοντερνισμό όχι στις καλές σχέσεις με τη Δύση (αν και προσπαθεί να τις κρατήσει σε αξιοπρεπές επίπεδο), αλλά στο δημοκρατικό του σύστημα και τον πραγματισμό του. Αν και αυτός που είναι στην κορυφή του κόμματος είναι γενικά ευσεβής, δεν έχει επιβάλει τον κανόνα της σαρία στην Τουρκία, όπως κάποιοι κοσμικοί Τούρκοι φοβούνται και δεν έχει εξωτερική πολιτική προσανατολισμένη προς τη διάδοση του ισλαμισμού. Αντ' αυτού, έχει επικεντρωθεί στην ήπια ισχύ και τα οικονομικά συμφέροντα. Για παράδειγμα, αν και διάφορα ισλαμικά κόμματα συχνά κάνουν έκκληση για μια «ισλαμική οικονομία» χωρίς συμφέροντα, το ΑΚΡ έχει επιλέξει να ενσωματωθεί στην παγκόσμια οικονομία και ακολουθεί αρκετά φιλελεύθερη οικονομική πολιτική. Η κυβέρνηση απέφυγε οποιαδήποτε ενέργεια που θα μπορούσε να περιορίσει τις συναλλαγές και τις επενδύσεις, προσπαθώντας να έχει «μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες».
Περαιτέρω αποδείξεις του πραγματισμού της Τουρκίας μπορεί να βρει κανείς στη συμπεριφορά της προς το ιρακινό Κουρδιστάν, μια περιοχή που το πρώην κοσμικό κατεστημένο της χώρας συνήθιζε να βλέπει ως μια θανάσιμη απειλή εξαιτίας των φόβων του ότι οι Κούρδοι της Τουρκίας θα μπορούσαν να κινητοποιηθούν για να σχηματίσουν ένα μεγαλύτερο Κουρδιστάν ενωνόμενοι με τους Κούρδους στο Ιράκ. Το ΑΚΡ αντιμετώπισε την περιοχή περισσότερο ως μια ζώνη οικονομικής ευκαιρίας. Κατά την τελευταία δεκαετία, οι τουρκικές εταιρείες πλημμύρισαν το ιρακινό Κουρδιστάν και η τουρκική κυβέρνηση σταδιακά έγινε φίλη με τους Κούρδους του Ιράκ. Το 2011, ο Πρωθυπουργός Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν άνοιξε ένα χτισμένο από Τούρκους διεθνές αεροδρόμιο και ένα προξενείο στην Αρμπίλ, την πρωτεύουσα των Κούρδων. Οι δογματικοί πιθανώς θα ήθελαν να αποσταθεροποιήσουν το Ιράκ, προκειμένου να μεγαλώσουν τις αμερικανικές απώλειες.
Ωστόσο, αν και θα ήταν λάθος να πούμε ότι η τουρκική πολιτική έχει ισλαμική χροιά, έχει σίγουρα μουσουλμανική χροιά. Η Άγκυρα νοιάζεται για το τι συμβαίνει στην Αίγυπτο, τη Γάζα και την Τυνησία εν μέρει επειδή οι άνθρωποι εκεί έχουν βαθείς θρησκευτικούς και ιστορικούς δεσμούς με την Τουρκία. Ακόμα κι έτσι, το ΑΚΡ προσπάθησε να είναι όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστικό και γενικά απέφυγε πάρει μέρος σε σεχταριστικές διαμάχες στις χώρες του Κόλπου, το Λίβανο, τη Συρία και ειδικά στο Ιράκ.«Δεν είμαι ούτε σιίτης ούτε σουνίτης. Είμαι ένας Μουσουλμάνος», δήλωσε ο Ερντογάν τον Ιούλιο του 2008 κατά την επίσκεψή του στο Ιράκ. Κατά τον ίδιο τρόπο, το Μάρτιο του 2011, επισκέφτηκε σιιτικά ιερά του Ιράκ - προφανώς επρόκειτο για μια πρωτιά για σουνίτη αξιωματούχο – ως και την ταπεινή κατοικία του Μεγάλου Αγιατολάχ Αλί Σιστανί, του πνευματικού ηγέτη των σιιτών του Ιράκ. Για να το θέσουμε διαφορετικά, το Ιράν οραματίζεται τον εαυτό του ως προστάτη των σιιτών και η Σαουδική Αραβία θεωρεί τον εαυτό της προστάτη των σουνιτών, αλλά η Τουρκία προσπάθησε να συνεργαστεί και με τα δύο αυτά στρατόπεδα – καθώς και με τους χριστιανούς και τους κοσμικούς.
Ωστόσο, οι καταστάσεις στην περιοχή αποτελούν μια πρόκληση για το μίγμα πραγματισμού και οικουμενικού ιδεαλισμού της Τουρκίας. Πρώτον, τώρα, η χώρα δεν ήταν σε θέση να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ του Ιράν και της Δύσης για το πυρηνικό ζήτημα. Δεύτερον, παρά τις προσπάθειές της να μην εκληφθεί ως μια δύναμη σουνιτών, δεν έχει καταφέρει να οικοδομήσει ανθεκτικούς δεσμούς με σιίτες στην περιοχή, οι οποίοι κοιτάζουν προς την Τεχεράνη παρά προς την Άγκυρα. Στο Ιράκ, ο πρωθυπουργός Νούρι αλ Μαλίκι, σιίτης και σύμμαχος του Ιράν, μίλησε επανειλημμένα κατά της «Τουρκικής παρέμβασης» στην πολιτική της Βαγδάτης. Και στη Συρία, όπου το αλαουίτικο καθεστώς του Άσαντ καταπιέζει βίαια μια σουνιτική πλειοψηφία, η διχοτόμηση έγινε ακόμη πιο σαφής: η Τουρκία βρίσκεται στο πλευρό της αντιπολίτευσης, της οποίας το κυρίαρχο στοιχείο είναι η κοινότητα των Σουνιτών, συμπεριλαμβανομένης της συριακής Μουσουλμανικής Αδελφότητας.
Παρά τα προβλήματα αυτά και τις αδυναμίες στο εσωτερικό της χώρας, η Τουρκία εξακολουθεί να αποτελεί πηγή έμπνευσης για την περιοχή, ιδιαίτερα για τα ισλαμικά κόμματα που επιθυμούν να συμμετάσχουν στη δημοκρατική πολιτική και να σχηματίσουν κυβερνήσεις που θα προσφέρουν στους πολίτες τους. Αυτό συμβαίνει επειδή ο «τρίτος δρόμος» του ΑΚΡ, ενώ έχει σαφή μουσουλμανικό πολιτιστικό τόνο, καθιερώνει επίσης τις αξίες που είναι πιο καθολικές: τη δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την οικονομία της αγοράς. Ο τρόπος με τον οποίον ο Ερντογάν ορίζει τις έννοιες αυτές δεν είναι τόσο φιλελεύθερος όσο η Δύση θα ήθελε - ειδικά όταν πρόκειται για την ελευθερία του λόγου - αλλά τίποτα από τα παραπάνω δεν είναι άχρηστο. Σε μια πρόσφατη έρευνα [4] που διεξήχθη από το TESEV, μια φιλελεύθερη τουρκική δεξαμενή σκέψης, διαπιστώθηκε ότι η πλειονότητα των Αράβων βλέπει την Τουρκία ως «μια χώρα πρότυπο», γιατί «είναι μουσουλμανική, δημοκρατική, ανοικτή και ευημερούσα».
Κατανοώντας την αξία αυτών των πτυχών της πολιτικής της χώρας του, ο Ερντογάν έχει δώσει μεγαλύτερη έμφαση σε αυτές από την αρχή της Αραβικής Άνοιξης. Κατά τις επισκέψεις του στην Αίγυπτο, την Τυνησία και τη Λιβύη πέρυσι, εκπλήσσοντας ορισμένους άραβες ισλαμιστές, υπερασπίστηκε τον κοσμικό χαρακτήρα του κράτους ως ένα κράτος «σε ίση απόσταση από όλες τις θρησκευτικές ομάδες, συμπεριλαμβανομένων των Μουσουλμάνων, των χριστιανών, των εβραίων και των άθεων». Και την περασμένη εβδομάδα, ο Τούρκος Πρόεδρος Αμπντουλάχ Γκιούλ, επιβεβαίωσε αυτή την αντίληψη στην επίσκεψή του στην Τυνησία. Στην ομιλία του προς το κοινοβούλιο της Τυνησίας, τόνισε την ανάγκη για μια περιφερειακή σύνθεση του Ισλάμ και της «δημοκρατίας, της οικονομίας της αγοράς και του νεωτερισμού».
Εν τω μεταξύ, σχετικά με τη Συρία, η Άγκυρα έχει λάβει θέση εναντίον του καθεστώτος Άσαντ, με τον οποίο η Τουρκία είχε αναπτύξει μια καλή και αποδοτική σχέση πριν από την Αραβική Άνοιξη. Μέσα από τη στενή συνεργασία με την κυβέρνηση Ομπάμα για το θέμα της Συρίας, ο Ερντογάν έχει δείξει επίσης ότι ένας ανεξάρτητος και ευσεβής μουσουλμάνος ηγέτης μπορεί να συνεργαστεί με τη Δύση για κοινούς στόχους. Και τέλος, στο εσωτερικό της Τουρκίας, το ΑΚΡ του Ερντογάν έχει δείξει ότι ένα πολιτικό κίνημα που εμπνέεται από τις ισλαμικές αξίες δεν έχει ανάγκη και να επιβάλλει τις αξίες αυτές.
Έτσι, οι Ιρανοί φαίνεται να έχουν δίκιο να ανησυχούν για το «φιλελεύθερο Ισλάμ στην Τουρκία» και τη γοητεία του στην περιοχή. Σίγουρα, το πεπρωμένο του Ιράν είναι ένα θέμα που η Τουρκία δεν μπορεί να επηρεάσει. Ωστόσο, η περιφερειακή επιρροή της Ισλαμικής Δημοκρατίας, η οποία ξεπήδησε από την εικόνα της ως ενός ισλαμικού ήρωα σε έναν κόσμο από Δυτικές μαριονέτες, τώρα επισκιάζεται από την Τουρκία υπό την ηγεσία του ΑΚΡ. Και για όλους εκείνους που επιθυμούν να δουν μια πιο ειρηνική, δημοκρατική και ελεύθερη Μέση Ανατολή, αυτό θα πρέπει να είναι καλή είδηση.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου