Δημοσίευμα στο εβδομαδιαίο πολιτικό περιοδικό DER SPIEGEL με τίτλο «Η ατελείωτη κρίση» και υπότιτλο «Οι χώρες της Ευρωζώνης βασανίζονται αθεράπευτα με το ερώτημα, πως θα διασώσουν το ευρώ μακροπρόθεσμα. Όλες οι μέχρι τώρα προσπάθειες έφεραν συνεχώς μια βραχυπρόθεσμη χαλάρωση. Σε πολλές χώρες αυξάνει η οργή για τη στάση της γερμανικής κυβέρνησης» αναφέρει μεταξύ άλλων τα εξής:
Με αφορμή τις δηλώσεις του προέδρου της ΕΕ Χέρμαν βαν Ρομπάι ότι η τρέχουσα κατάσταση «δεν αφορά την επιβίωση της Ευρωζώνης, αλλά την επιβίωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης», διατυπώθηκε αυτό που στις Βρυξέλλες πολλοί γνωρίζουν αλλά μόνο λίγοι μπορούν να δηλώσουν.
Μετά από δύο μέρες ο ίδιος ανακοίνωσε ότι οι δηλώσεις του παρερμηνεύτηκαν.
Αν και οι κυβερνήσεις των χωρών μελών της Ευρωζώνης προσπαθούν να λήξουν την κρίση του κοινού νομίσματος, ο κίνδυνος δεν φαίνεται να υποχωρεί. Αντιθέτως, δισεκατομμύρια είναι έτοιμα να διατεθούν και ακόμη δεν διαφαίνεται έξοδος από την κρίση.
Στο μεταξύ αποφασίστηκε πρόγραμμα βοήθειας για την Ελλάδα και ασπίδα διάσωσης για την Ευρωζώνη συνολικά, επέβαλαν αυστηρούς νόμους μέσω των κοινοβουλίων τους και διέστειλαν ερμηνευτικά τις παραγράφους της Συνθήκης της Λισσαβόνας μέχρι τα όρια του παραδεκτού. Ακόμη και η ΕΚΤ έσπασε ένα από τα ταμπού της αγοράζοντα κρατικά ομόλογα των πληττόμενων από την κρίση χωρών, προκειμένου να διασφαλίσει τις συναλλαγές.
Ωστόσο, διαπιστώνεται μια περιρρέουσα ανησυχία. Χθες ήταν η Ελλάδα, σήμερα στη θέση της βρίσκονται οι ιρλανδικές τράπεζες, οι οποίες απειλούν το κοινό νόμισμα. Κάθε νέα είδηση τροφοδοτεί τη σκέψη ότι τα προβλήματα είναι κατά πάσα πιθανότητα τόσο βαθιά, που δεν μπορούν να επιλυθούν με παλιά μέσα και νέα χρέη. Και ότι στο τέλος ουσιαστικά η χρεωκοπία ορισμένων κρατών ή και η κατάρρευση της Ευρωζώνης μπορεί να καταστεί εφικτή.
Δυο στρατόπεδα
Δύο στρατόπεδα στέκονται αδιάλλακτα το ένα απέναντι στο άλλο στην Ευρώπη: Το στρατόπεδο των βορείων χωρών με ηγέτιδα την Άγκελα Μέρκελ ως αμυνόμενη της ‘κουλτούρας’ σταθερότητας, καθώς θέλει να παρεμποδίσει τη μετατροπή της νομισματικής ένωσης σε δανειοδοτική – με τη Γερμανία ως κύριο χρηματοδότη. Στο δεύτερο στρατόπεδο βρίσκονται οι χώρες PIIGS, οι οποίες συσσώρευσαν πάρα πολλά χρέη και τώρα ελπίζουν σε βοήθεια. Θέλουν αυτό που η Μέρκελ προσπαθεί να αποφύγει: μία ένωση στην οποία οι ισχυροί να πληρώνουν για τους αδύναμους. Και μεταξύ των δύο στρατοπέδων αμφιταλαντεύονται οι ευρωπαϊκοί θεσμοί.
Η πρώτη πράξη ξεκίνησε στα μέσα Οκτωβρίου στο γαλλικό Deauville. Προς φόβο των εταίρων της η Άγκελα Μέρκελ μαζί με το γάλλο Πρόεδρο Νικολά Σαρκοζί διακήρυξε φιλόδοξο σχέδιό της για αυστηρότερο πακέτο σταθερότητας με εφαρμογή αυτόματων κυρώσεων για τις υπερχρεωμένες χώρες. Σε αντάλλαγμα ο Σαρκοζί υποστήριξε την εμπλοκή ιδιωτικών πιστωτών, δηλαδή τραπεζών.
Τα σχέδια για ανακοινώσεις τρόμου αναφορικά με τις ιρλανδικές τράπεζες προκάλεσαν αναταραχή στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Τα ασφάλιστρα κινδύνου για τα κρατικά ομόλογα όλων των πληττόμενων από την κρίση χωρών αυξήθηκαν. Σύμφωνα με δήλωση του ΥΠΕΞ του Λουξεμβούργου Ζάν Άνσελμπορν «Αυτό δεν το είχαν συνυπολογίσει η Μέρκελ και ο Σαρκοζί».
Στο μεσοδιάστημα αυξήθηκαν τα επιτόκια των ιρλανδικών κρατικών ομολόγων στο 8,6%, δηλαδή κατά 6,2 ποσοστιαίες μονάδες περισσότερο. Ο ιρλανδός πρωθυπουργός Μπράϊαν Κόουεν επιτέθηκε στη Μέρκελ αναφέροντας ότι «Αυτό δεν βοήθησε». Το μέλος του διευθυντηρίου της ΕΚΤ Λορέντζο Μπινι Σμάγκι επέκρινε αναφέροντας ότι η γερμανική σκοπιμότητα για την εγγύηση της οικονομικής βοήθειας να εμπλακούν μελλοντικά αυτόματα και οι κάτοχοι των ομολόγων, «μπορεί να φαίνεται από θεωρητική άποψη γοητευτική, αλλά στην πράξη οδήγησε σε αποσταθεροποίηση των αγορών και θα μπορούσε να έχει σοβαρές συνέπειες για τις οικονομίες της Ευρωζώνης, καθώς κερδοσκοπικοί επενδυτές θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν την κατάσταση και πολλοί μικροεπενδυτές να υποστούν ζημιές».
Η γερμανική πρόταση απέβλεπε στο χρονικό διάστημα μετά το 2013, επομένως θα αφορούσε τη συμπεριφορά των αγορών χωρίς βαρύτητα, αμύνθηκε η γερμανική κυβέρνηση κατά της κατηγορίας ότι προκάλεσε την ιρλανδική κρίση.
Οι δρώντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές δεν καθησυχάζουν. Ξανά θα έπρεπε η γερμανική κυβέρνηση να πληροφορηθεί ότι δεν μπορεί να δρα στην κρίση του ευρώ, χωρίς να λαμβάνει υπόψη της την αντίδραση των επενδυτών. Ήδη μια φορά είχε εκτιμήσει λανθασμένα αυτή την αντίδραση: Την άνοιξη απέκλειε για μεγάλο χρονικό διάστημα τη χρηματοδοτική βοήθεια προς την Ελλάδα. Σε αυτές τις βδομάδες αβεβαιότητας αυξήθηκαν κατά πολύ τα ασφάλιστρα κινδύνου των ελληνικών κρατικών ομολόγων, αλλά και οι άλλες χώρες της ομάδας PIIGS βρέθηκαν στο στόχαστρο των κερδοσκόπων.
Στο τέλος τα κράτη της Ευρωζώνης αποφάσισαν ένα συνολικό πακέτο για την Ελλάδα, η Καγκελάριος Μέρκελ βρέθηκε ξανά ηττημένη – και υπεύθυνη. Με την επίμονη στάση της είχε κατορθώσει να εντείνει την κρίση και να αυξήσει το κόστος της διάσωσης στα ύψη, επιχειρηματολογούν αρκετοί αντίπαλοί της στην Ευρώπη. Χωρίς όμως την σκληρή στάση της οι Έλληνες δεν θα αποδέχονταν ένα αυστηρό πρόγραμμα εξυγίανσης και τη συμμετοχή του ΔΝΤ, επισημαίνει η Καγκελάριος.
Στο μεταξύ η φήμη της Μέρκελ έχει καταστραφεί. Οι περισσότεροι βλέπουν σε εκείνη την εικόνα ενός εχθρού, μια προδότρια της ευρωπαϊκής ιδέας, η οποία ακολουθεί επίμονα το εθνικό της συμφέρον. Αυτοί οι επικριτές αισθάνονται ότι επιβεβαιώνονται με τις πρόσφατες εξελίξεις,
Η οργή κατά της Καγκελαρίου αυξάνεται. Ο έλληνας πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου κατηγόρησε τη Μέρκελ ότι τα μεταρρυθμιστικά της σχέδια θα μπορούσαν να σπάσουν τη ραχοκοκαλιά των κρατών, ο Πορτογάλος Υπουργός Οικονομικών μίλησε για φάουλ. Κατά τις πρόσφατες συνομιλίες για την κρίση στις Βρυξέλλες οι Γερμανοί απέφυγαν να παίξουν αυτό το ρόλο. Παρέμειναν σιωπηλοί ακόμη και όταν πιέστηκαν κυρίως από τους Ισπανούς και τους Πορτογάλους, οι οποίοι φοβούνται ότι θα συρθούν στο άρμα της ιρλανδικής κρίσης. Διαφορετικά απ’ ο,τι οι Έλληνες, οι οποίοι έλαβαν επειγόντως βοήθεια, στους Ιρλανδούς θα πρέπει να επιβληθεί αυτή η ιδέα,. Δεν θέλουν τα χρήματα των Ευρωπαίων, γιατί φοβούνται για τα κυριαρχικά τους δικαιώματα. Και δεν τα χρειάζονται επίσης, καθώς στα μέσα του επόμενου χρόνου αναμένεται να δεχτούν χρήματα από τις κεφαλαιαγορές.
Το πρόβλημα της Ιρλανδίας δεν είναι τα δημόσια οικονομικά της, είναι τα τραπεζικά της ισοζύγια. Και τα δύο βέβαια συσχετίζονται, καθώς η χώρα μετά την δημοσιοοικονομική κρίση προχώρησε σε συνολική κρατική εγγύηση για τα χρηματοπιστωτικά της ιδρύματα – χωρίς να γνωρίζει ποιες τρύπες μπορούσε ουσιαστικά να καλύψει.
Τις προηγούμενες βδομάδες έλαβε χώρα μια διακριτική έξοδος δισεκατομμυρίων από την Ιρλανδία. Οι περισσότεροι διεθνείς επενδυτές δεν ήταν έτοιμοι να δανείσουν στις ιρλανδικές τράπεζες ακόμη και ένα λεπτό. 55 δις ευρώ πλήρωσαν το Σεπτέμβριο οι ιρλανδικές τράπεζες στους διεθνείς πιστωτές τους, κυρίως γερμανικές, γαλλικές και βρετανικές τράπεζες, καθώς διαμαρτυρήθηκαν τα αντίστοιχα ομόλογα. Πήραν τα χρήματα και έφυγαν από την χώρα. Μόνο οι κρατικές τράπεζες ήταν έτοιμες να δώσουν χρήματα. Μέχρι το τέλος Οκτωβρίου χρειαζόταν η Central Bank of Ireland «ασυνήθιστη βοήθεια ρευστότητας» ύψους 20 δις ευρώ , χωρίς να δίνουν τα ιρλανδικά πιστωτικά ιδρύματα τις ανάλογες εγγυήσεις. 130 δις ευρώ δανείστηκαν οι ιρλανδικές τράπεζες μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου από την ΕΚΤ, περισσότερα απ’ ότι τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα. Ήδη από το Σεπτέμβριο οι ειδικοί της ΕΚΤ είχαν εγκατασταθεί στο ιρλανδικό Υπουργείο Οικονομικών.
Παρά το γεγονός ότι το κράτος αγόρασε σημαντικό μέρος των ζημιών τους, οι ιρλανδικές τράπεζες κουβαλούν δάνεια από την αγορά ακινήτων ύψους 200 δις ευρώ, τα οποία δεν αξιολογήθηκαν επαρκώς. Ακόμη και τα αποθέματα των καλύτερων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων έχουν ξοδευτεί, ολόκληρο το ιρλανδικό τραπεζικό σύστημα βρίσκεται προ της κατάρρευσης.
Ήδη από την περασμένη Πέμπτη βρίσκεται στο Δουβλίνο κλιμάκιο της “τρόικας” προτείνοντας ουσιαστικά στην ιρλανδική κυβέρνηση δύο λύσεις: η «μικρή λύση» προβλέπει ότι η ευρωπαϊκή ασπίδα διάσωσης θα ασχοληθεί μόνο με τα οξέα προβλήματα των ιρλανδικών τραπεζών. Αυτό σημαίνει εκταμίευση 45 με 50 δις από το ταμείο διάσωσης, αν και χρηματιστηριακοί κύκλοι του Λονδίνου εκτιμούν ότι το ποσό θα ανέλθει σε 60 με 80 δις. Η «μεγάλη λύση» προβλέπει αντίστοιχα «την ολοκληρωτική έξοδο της Ιρλανδίας από τις αγορές για σημαντικό χρονικό διάστημα». Διαφορετικά θα αρχίσει εκ νέου το παιχνίδι ‘τρόμου’ όπως στις αρχές του καλοκαιριού. Τότε θα πρέπει η ιρλανδική κυβέρνηση να ενισχύσει την αγορά με νέο χρήμα, προκειμένου να επιμηκύνει τα προς διαμαρτυρία δάνεια. Αυτή η διαδικασία «θα απαιτήσει περίπου 100 δις ευρώ, ίσως και κάτι παραπάνω» δήλωσε ο Ιρλανδός Υπουργός Οικονομικών.
Οι Βρετανοί θέλουν να εμπλακούν στο πακέτο διάσωσης της Ιρλανδίας ακόμη και αν δεν συγκαταλέγονται στα κράτη μέλη της Ευρωζώνης, στο πλαίσιο της «καλής γειτονίας» και συζητούν μερίδιο βοήθειας ύψους 20 δις ευρώ.
Ο πρόεδρος της ΕΚΤ Ζαν Κλωντ Τρισέ πρότεινε επιπλέον ότι προκειμένου να λυθεί το πρόβλημα άπαξ δια παντός, δεν θα πρέπει να ληφθεί μέριμνα μόνο για την Ιρλανδία, αλλά ταυτόχρονα και για την Πορτογαλία. Ιδιαίτερα για τα μικρότερα κράτη μέλη φάνηκε μια τέτοια σκέψη να έχει θετική ηχώ. Αντιθέτως, η γερμανική κυβέρνηση φάνηκε πιο συγκρατημένη. Η Καγκελάριος Μέρκελ βρίσκεται κάτω από ιδιαίτερη πίεση: Δεν θα πρέπει να λάβει υπόψη της μόνο την κοινή γνώμη στη Γερμανία, αλλά και τους συνταγματικούς δικαστές στην Καρλσρούη και τις κοινοβουλευτικές ομάδες των κομμάτων συνεργασίας.
ΠΗΓΗ
Με αφορμή τις δηλώσεις του προέδρου της ΕΕ Χέρμαν βαν Ρομπάι ότι η τρέχουσα κατάσταση «δεν αφορά την επιβίωση της Ευρωζώνης, αλλά την επιβίωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης», διατυπώθηκε αυτό που στις Βρυξέλλες πολλοί γνωρίζουν αλλά μόνο λίγοι μπορούν να δηλώσουν.
Μετά από δύο μέρες ο ίδιος ανακοίνωσε ότι οι δηλώσεις του παρερμηνεύτηκαν.
Αν και οι κυβερνήσεις των χωρών μελών της Ευρωζώνης προσπαθούν να λήξουν την κρίση του κοινού νομίσματος, ο κίνδυνος δεν φαίνεται να υποχωρεί. Αντιθέτως, δισεκατομμύρια είναι έτοιμα να διατεθούν και ακόμη δεν διαφαίνεται έξοδος από την κρίση.
Στο μεταξύ αποφασίστηκε πρόγραμμα βοήθειας για την Ελλάδα και ασπίδα διάσωσης για την Ευρωζώνη συνολικά, επέβαλαν αυστηρούς νόμους μέσω των κοινοβουλίων τους και διέστειλαν ερμηνευτικά τις παραγράφους της Συνθήκης της Λισσαβόνας μέχρι τα όρια του παραδεκτού. Ακόμη και η ΕΚΤ έσπασε ένα από τα ταμπού της αγοράζοντα κρατικά ομόλογα των πληττόμενων από την κρίση χωρών, προκειμένου να διασφαλίσει τις συναλλαγές.
Ωστόσο, διαπιστώνεται μια περιρρέουσα ανησυχία. Χθες ήταν η Ελλάδα, σήμερα στη θέση της βρίσκονται οι ιρλανδικές τράπεζες, οι οποίες απειλούν το κοινό νόμισμα. Κάθε νέα είδηση τροφοδοτεί τη σκέψη ότι τα προβλήματα είναι κατά πάσα πιθανότητα τόσο βαθιά, που δεν μπορούν να επιλυθούν με παλιά μέσα και νέα χρέη. Και ότι στο τέλος ουσιαστικά η χρεωκοπία ορισμένων κρατών ή και η κατάρρευση της Ευρωζώνης μπορεί να καταστεί εφικτή.
Δυο στρατόπεδα
Δύο στρατόπεδα στέκονται αδιάλλακτα το ένα απέναντι στο άλλο στην Ευρώπη: Το στρατόπεδο των βορείων χωρών με ηγέτιδα την Άγκελα Μέρκελ ως αμυνόμενη της ‘κουλτούρας’ σταθερότητας, καθώς θέλει να παρεμποδίσει τη μετατροπή της νομισματικής ένωσης σε δανειοδοτική – με τη Γερμανία ως κύριο χρηματοδότη. Στο δεύτερο στρατόπεδο βρίσκονται οι χώρες PIIGS, οι οποίες συσσώρευσαν πάρα πολλά χρέη και τώρα ελπίζουν σε βοήθεια. Θέλουν αυτό που η Μέρκελ προσπαθεί να αποφύγει: μία ένωση στην οποία οι ισχυροί να πληρώνουν για τους αδύναμους. Και μεταξύ των δύο στρατοπέδων αμφιταλαντεύονται οι ευρωπαϊκοί θεσμοί.
Η πρώτη πράξη ξεκίνησε στα μέσα Οκτωβρίου στο γαλλικό Deauville. Προς φόβο των εταίρων της η Άγκελα Μέρκελ μαζί με το γάλλο Πρόεδρο Νικολά Σαρκοζί διακήρυξε φιλόδοξο σχέδιό της για αυστηρότερο πακέτο σταθερότητας με εφαρμογή αυτόματων κυρώσεων για τις υπερχρεωμένες χώρες. Σε αντάλλαγμα ο Σαρκοζί υποστήριξε την εμπλοκή ιδιωτικών πιστωτών, δηλαδή τραπεζών.
Τα σχέδια για ανακοινώσεις τρόμου αναφορικά με τις ιρλανδικές τράπεζες προκάλεσαν αναταραχή στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Τα ασφάλιστρα κινδύνου για τα κρατικά ομόλογα όλων των πληττόμενων από την κρίση χωρών αυξήθηκαν. Σύμφωνα με δήλωση του ΥΠΕΞ του Λουξεμβούργου Ζάν Άνσελμπορν «Αυτό δεν το είχαν συνυπολογίσει η Μέρκελ και ο Σαρκοζί».
Στο μεσοδιάστημα αυξήθηκαν τα επιτόκια των ιρλανδικών κρατικών ομολόγων στο 8,6%, δηλαδή κατά 6,2 ποσοστιαίες μονάδες περισσότερο. Ο ιρλανδός πρωθυπουργός Μπράϊαν Κόουεν επιτέθηκε στη Μέρκελ αναφέροντας ότι «Αυτό δεν βοήθησε». Το μέλος του διευθυντηρίου της ΕΚΤ Λορέντζο Μπινι Σμάγκι επέκρινε αναφέροντας ότι η γερμανική σκοπιμότητα για την εγγύηση της οικονομικής βοήθειας να εμπλακούν μελλοντικά αυτόματα και οι κάτοχοι των ομολόγων, «μπορεί να φαίνεται από θεωρητική άποψη γοητευτική, αλλά στην πράξη οδήγησε σε αποσταθεροποίηση των αγορών και θα μπορούσε να έχει σοβαρές συνέπειες για τις οικονομίες της Ευρωζώνης, καθώς κερδοσκοπικοί επενδυτές θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν την κατάσταση και πολλοί μικροεπενδυτές να υποστούν ζημιές».
Η γερμανική πρόταση απέβλεπε στο χρονικό διάστημα μετά το 2013, επομένως θα αφορούσε τη συμπεριφορά των αγορών χωρίς βαρύτητα, αμύνθηκε η γερμανική κυβέρνηση κατά της κατηγορίας ότι προκάλεσε την ιρλανδική κρίση.
Οι δρώντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές δεν καθησυχάζουν. Ξανά θα έπρεπε η γερμανική κυβέρνηση να πληροφορηθεί ότι δεν μπορεί να δρα στην κρίση του ευρώ, χωρίς να λαμβάνει υπόψη της την αντίδραση των επενδυτών. Ήδη μια φορά είχε εκτιμήσει λανθασμένα αυτή την αντίδραση: Την άνοιξη απέκλειε για μεγάλο χρονικό διάστημα τη χρηματοδοτική βοήθεια προς την Ελλάδα. Σε αυτές τις βδομάδες αβεβαιότητας αυξήθηκαν κατά πολύ τα ασφάλιστρα κινδύνου των ελληνικών κρατικών ομολόγων, αλλά και οι άλλες χώρες της ομάδας PIIGS βρέθηκαν στο στόχαστρο των κερδοσκόπων.
Στο τέλος τα κράτη της Ευρωζώνης αποφάσισαν ένα συνολικό πακέτο για την Ελλάδα, η Καγκελάριος Μέρκελ βρέθηκε ξανά ηττημένη – και υπεύθυνη. Με την επίμονη στάση της είχε κατορθώσει να εντείνει την κρίση και να αυξήσει το κόστος της διάσωσης στα ύψη, επιχειρηματολογούν αρκετοί αντίπαλοί της στην Ευρώπη. Χωρίς όμως την σκληρή στάση της οι Έλληνες δεν θα αποδέχονταν ένα αυστηρό πρόγραμμα εξυγίανσης και τη συμμετοχή του ΔΝΤ, επισημαίνει η Καγκελάριος.
Στο μεταξύ η φήμη της Μέρκελ έχει καταστραφεί. Οι περισσότεροι βλέπουν σε εκείνη την εικόνα ενός εχθρού, μια προδότρια της ευρωπαϊκής ιδέας, η οποία ακολουθεί επίμονα το εθνικό της συμφέρον. Αυτοί οι επικριτές αισθάνονται ότι επιβεβαιώνονται με τις πρόσφατες εξελίξεις,
Η οργή κατά της Καγκελαρίου αυξάνεται. Ο έλληνας πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου κατηγόρησε τη Μέρκελ ότι τα μεταρρυθμιστικά της σχέδια θα μπορούσαν να σπάσουν τη ραχοκοκαλιά των κρατών, ο Πορτογάλος Υπουργός Οικονομικών μίλησε για φάουλ. Κατά τις πρόσφατες συνομιλίες για την κρίση στις Βρυξέλλες οι Γερμανοί απέφυγαν να παίξουν αυτό το ρόλο. Παρέμειναν σιωπηλοί ακόμη και όταν πιέστηκαν κυρίως από τους Ισπανούς και τους Πορτογάλους, οι οποίοι φοβούνται ότι θα συρθούν στο άρμα της ιρλανδικής κρίσης. Διαφορετικά απ’ ο,τι οι Έλληνες, οι οποίοι έλαβαν επειγόντως βοήθεια, στους Ιρλανδούς θα πρέπει να επιβληθεί αυτή η ιδέα,. Δεν θέλουν τα χρήματα των Ευρωπαίων, γιατί φοβούνται για τα κυριαρχικά τους δικαιώματα. Και δεν τα χρειάζονται επίσης, καθώς στα μέσα του επόμενου χρόνου αναμένεται να δεχτούν χρήματα από τις κεφαλαιαγορές.
Το πρόβλημα της Ιρλανδίας δεν είναι τα δημόσια οικονομικά της, είναι τα τραπεζικά της ισοζύγια. Και τα δύο βέβαια συσχετίζονται, καθώς η χώρα μετά την δημοσιοοικονομική κρίση προχώρησε σε συνολική κρατική εγγύηση για τα χρηματοπιστωτικά της ιδρύματα – χωρίς να γνωρίζει ποιες τρύπες μπορούσε ουσιαστικά να καλύψει.
Τις προηγούμενες βδομάδες έλαβε χώρα μια διακριτική έξοδος δισεκατομμυρίων από την Ιρλανδία. Οι περισσότεροι διεθνείς επενδυτές δεν ήταν έτοιμοι να δανείσουν στις ιρλανδικές τράπεζες ακόμη και ένα λεπτό. 55 δις ευρώ πλήρωσαν το Σεπτέμβριο οι ιρλανδικές τράπεζες στους διεθνείς πιστωτές τους, κυρίως γερμανικές, γαλλικές και βρετανικές τράπεζες, καθώς διαμαρτυρήθηκαν τα αντίστοιχα ομόλογα. Πήραν τα χρήματα και έφυγαν από την χώρα. Μόνο οι κρατικές τράπεζες ήταν έτοιμες να δώσουν χρήματα. Μέχρι το τέλος Οκτωβρίου χρειαζόταν η Central Bank of Ireland «ασυνήθιστη βοήθεια ρευστότητας» ύψους 20 δις ευρώ , χωρίς να δίνουν τα ιρλανδικά πιστωτικά ιδρύματα τις ανάλογες εγγυήσεις. 130 δις ευρώ δανείστηκαν οι ιρλανδικές τράπεζες μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου από την ΕΚΤ, περισσότερα απ’ ότι τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα. Ήδη από το Σεπτέμβριο οι ειδικοί της ΕΚΤ είχαν εγκατασταθεί στο ιρλανδικό Υπουργείο Οικονομικών.
Παρά το γεγονός ότι το κράτος αγόρασε σημαντικό μέρος των ζημιών τους, οι ιρλανδικές τράπεζες κουβαλούν δάνεια από την αγορά ακινήτων ύψους 200 δις ευρώ, τα οποία δεν αξιολογήθηκαν επαρκώς. Ακόμη και τα αποθέματα των καλύτερων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων έχουν ξοδευτεί, ολόκληρο το ιρλανδικό τραπεζικό σύστημα βρίσκεται προ της κατάρρευσης.
Ήδη από την περασμένη Πέμπτη βρίσκεται στο Δουβλίνο κλιμάκιο της “τρόικας” προτείνοντας ουσιαστικά στην ιρλανδική κυβέρνηση δύο λύσεις: η «μικρή λύση» προβλέπει ότι η ευρωπαϊκή ασπίδα διάσωσης θα ασχοληθεί μόνο με τα οξέα προβλήματα των ιρλανδικών τραπεζών. Αυτό σημαίνει εκταμίευση 45 με 50 δις από το ταμείο διάσωσης, αν και χρηματιστηριακοί κύκλοι του Λονδίνου εκτιμούν ότι το ποσό θα ανέλθει σε 60 με 80 δις. Η «μεγάλη λύση» προβλέπει αντίστοιχα «την ολοκληρωτική έξοδο της Ιρλανδίας από τις αγορές για σημαντικό χρονικό διάστημα». Διαφορετικά θα αρχίσει εκ νέου το παιχνίδι ‘τρόμου’ όπως στις αρχές του καλοκαιριού. Τότε θα πρέπει η ιρλανδική κυβέρνηση να ενισχύσει την αγορά με νέο χρήμα, προκειμένου να επιμηκύνει τα προς διαμαρτυρία δάνεια. Αυτή η διαδικασία «θα απαιτήσει περίπου 100 δις ευρώ, ίσως και κάτι παραπάνω» δήλωσε ο Ιρλανδός Υπουργός Οικονομικών.
Οι Βρετανοί θέλουν να εμπλακούν στο πακέτο διάσωσης της Ιρλανδίας ακόμη και αν δεν συγκαταλέγονται στα κράτη μέλη της Ευρωζώνης, στο πλαίσιο της «καλής γειτονίας» και συζητούν μερίδιο βοήθειας ύψους 20 δις ευρώ.
Ο πρόεδρος της ΕΚΤ Ζαν Κλωντ Τρισέ πρότεινε επιπλέον ότι προκειμένου να λυθεί το πρόβλημα άπαξ δια παντός, δεν θα πρέπει να ληφθεί μέριμνα μόνο για την Ιρλανδία, αλλά ταυτόχρονα και για την Πορτογαλία. Ιδιαίτερα για τα μικρότερα κράτη μέλη φάνηκε μια τέτοια σκέψη να έχει θετική ηχώ. Αντιθέτως, η γερμανική κυβέρνηση φάνηκε πιο συγκρατημένη. Η Καγκελάριος Μέρκελ βρίσκεται κάτω από ιδιαίτερη πίεση: Δεν θα πρέπει να λάβει υπόψη της μόνο την κοινή γνώμη στη Γερμανία, αλλά και τους συνταγματικούς δικαστές στην Καρλσρούη και τις κοινοβουλευτικές ομάδες των κομμάτων συνεργασίας.
ΠΗΓΗ
Δημοσίευση σχολίου