GuidePedia

0
Μονή Αγίας Αικατερίνης του Σινά. Σκότος στις αυλές και στα κελιά της. Ανάσταση Κυρίου πλησιάζει. Να καθαρίσουν οι πληγές... Τα καντηλέρια φλέγονται μέσα στο ναό, λιβάνι αρωματικό και οι ψαλμωδίες των πατέρων... μια Ελλάδα στους πρόποδες του Χωρήβ. Τόση ευλάβεια...
Στην Αγια Κορυφή ξημερώνει
Εκεί, στο Θεοβάδιστο όρος, που ο γρανίτης τρυπάει τον ουρανό και ο αγέρας τραγουδάει τη μουσική της πέτρας...


Μονή Αγίας Αικατερίνης του Σινά. Σκότος στις αυλές και στα κελιά της, πάνω στα λιόδεντρα και στους κήπους του μεσημεριού της. Ανάσταση Κυρίου πλησιάζει. Να καθαρίσουν οι πληγές, να ημερώσουν τ' αγρίμια. Τα καντηλέρια φλέγονται μέσα στο ναό, λιβάνι αρωματικό και οι ψαλμωδίες των πατέρων... μια Ελλάδα στους πρόποδες του Χωρήβ. Τόση ευλάβεια, τόση σιγαλιά, τόσα τα δάκρυα...

Ξεκίνησε το οδοιπορικό για την Αγια Κορυφή (Τζέμπελ Μούσα). Με το φεγγάρι στ' αζήτητα, τους Γκεμπελία (Βεδουίνους) και τις καμήλες τους, στα μονοπάτια των προσκυνητών. Δύσβατη ανηφόρα, βουνά και γκρέμνια. Δυο ώρες αργόσυρτες... μέχρι το πρώτο σκαλοπάτι από τα 750, όπου γίνονται οι «πρώτοι έσχατοι και οι έσχατοι πρώτοι»... Να σταματάω για τσάι, να γεμίζω τη χούφτα μου ζάχαρη, να σπάει το σκοτάδι σταδιακά και όλοι, με το όνειρο της ανατολής στην κορυφή τούτη, να συνεχίζουμε. Εδώ που ο Μωυσής πήρε από τα χέρια του Θεού το Νόμο. Δέκα εντολές για την αγιοσύνη, δέκα «διαδρομές» για την ανθρωπιά...

Βγήκε ο Ηλιος, μέσα στην ησυχία, απλώθηκε στην έρημη γη. Σαν προσευχή που εισακούστηκε στ' άγονα όρη της ερήμου. Και μοιάζαμε όλοι σαν ασκητές της 1ης χιλιετίας μ.Χ. μακριά από την ειδωλολατρική Ρώμη. «Στενά τα περάσματά Σου» πάντοτε και άλλα 3.500 σκαλοπάτια για την επιστροφή στη μονή. Περνώντας από τα μέρη όπου κατέφυγε ο Προφήτης Ηλίας (600 χρόνια μετά τον Μωυσή) και διδάχθηκε πως ο Θεός είναι «γαληνεμένος άνεμος», μήτε σεισμός, μήτε αντάρα... Ακολουθώ με τα σακατεμένα μου πόδια... Προς την Αγία Αικατερίνη, που νίκησε τους 50 ρήτορες του αυτοκράτορα κι έπειτα σπάζανε οι ακίδες του τροχού... και η κάρα της αναβλύζει τώρα μύρο, ανάμεσα στους ευκάλυπτους και τις ξερολιθιές. Το καραβάνι ήρθε να με πάρει. Φορτωμένα τα ζωντανά, το ένα πίσω από τ' άλλο. Αφηνα πίσω μου την Ορθοδοξία και το σιναϊτικό μοναχισμό. Ακολουθώντας τους Βεδουίνους, που δεν μπορούσα ν' ανταλλάξω λέξη μαζί τους, και έναν Αιγύπτιο να καλύπτει το χάσμα.


Στο βουνό Barqa, μια φορά κι έναν καιρό...
Προς την Khudra

Πήραμε το δρόμο για την όαση Khudra, στα βήματα από τις καμήλες, στα τοπία της ξεραΐλας, στον ορίζοντα της απεραντοσύνης. Και οι κελεμπίες τους ν' ανεμίζουν... Είναι οι μόνοι που ξέρουν το Ορος Σινά, τους δρόμους του και τις βουνοκορφές του, αρχηγοί και οδοιπόροι, κακοπληρωμένοι και δέσμιοι της «οικονομικής τάξης». Με τα πόδια τους αιωνίως βουλιαγμένα στην άμμο, σπαθίζουν τις καμήλες, τις καθοδηγούν στις κακοτοπιές, ένας αγώνας επιβίωσης που μυρίζει ιδρώτα, από το πρωί μέχρι το βράδυ.

Λίγες τέντες κάτω από τις φοινικιές και οικογένειες, που όλο περιέργεια έρχονταν να συστηθούν και να πουλήσουν... μενταγιόν, κυρίως από σπόρια και κουκούτσια. Ανεξάρτητοι άνθρωποι, νοικοκυραίοι, ανάψανε τις φωτιές, τα μαύρα τσουκάλια γέμισαν ρύζι και κύμινο, το αλεύρι γίνεται ψωμί, κατάχαμα, μέσα σε στάχτες και αποκαΐδια. Γεμάτες κούπες με τσάι από ιβίσκο, με άφθονη ζάχαρη και γλύκα. Πόση απλότητα στα σπιτικά, που μοιάζουν με αυτοσχέδιες παιδικές κατασκευές, σαν αυτές που στήναμε κάποτε στις γειτονιές μας... Ξυπόλυτοι όλοι γύρω από τη φωτιά, ομιλούντες και άλαλοι, χριστιανοί και μουσουλμάνοι, με τον καθένα ν' αναχωρεί στη δική του ώρα... για να ονειρευτεί πάνω σε μια κουρελού, κάτω από ανεμοστρόβιλους με αστέρια.

Ξύπνησα με το υποσυνείδητό μου ν' αρμενίζει στο Αιγαίο. Η μικρή Αχλεμ με κοιτούσε από μακριά και ολοένα πλησίαζε. Με τη μαντίλα να καλύπτει το πρόσωπό της. Ενα χαμόγελο δρόμος ήταν η φιλία. Φύγαμε μαζί, στα βράχια, στις κοιλάδες, σκαρφαλώναμε και γελούσαμε και όταν πια χαθήκαμε από κάθε μάτι, πέταξε το τσαντόρ στο χώμα. Γονατισμένες και οι δύο, έβγαλε τα καλλυντικά της -πιο παλιά και από την ίδια- και άρχισε να γράφει «μάτια-αμύγδαλα», μαύρα και μαργιόλικα... Τι συνωμοσία ήταν αυτή, σαν να είπαμε όλα μας τα μυστικά! Α, όχι, δεν ήταν επαναστάτρια κατά του κατεστημένου, απλά έκλεβε στιγμές δικές της, ανέπνεε ελευθερία...

Στα βουνά Barqa, η συνέχεια. Σε «άγνωστες» συντεταγμένες. Οπου σε πιάσει το σκοτάδι και όταν βαρύνουν τα πόδια σου δραματικά να στρώσεις να κοιμηθείς. Πόσες νύχτες, πόσες μέρες... και ένας «θησαυρός» σκορπισμένος στους πέντε ανέμους. Δρόμοι χωρίς ονόματα και όμως δρόμοι... Ανηφόρα, κατηφόρα, κατηφόρα, ανηφόρα... ο γάιδαρος της ελληνικής παροιμίας θα περνούσε τουλάχιστον «δύσκολα» εδώ, μιας που και τα ισώματα είναι αμμουδιές. Αυτές οι νύχτες όμως, που οι δηλητηριώδεις αράχνες μαζεύονται γύρω από τα κεριά και σε απόσταση αναπνοής από το δικό σου σώμα, σε μαθαίνουν ότι ο τολμών νικά...


Σπίτι μου, σπιτάκι μου και σπιτοκαλυβάκι μου
Με τους Tabarin

Στην όαση Um Ahmed φτάσαμε μεσημέρι. Εκεί έμελλε να γνωρίσω τους Tabarin. Μέσα σ' ένα σύννεφο μύγας, άνδρες ξεδοντιασμένοι, μέσα στα κουρέλια και τη σκόνη. Θα καθόμασταν σε κύκλο, μαζί και οι Muzina (οδηγοί) μας. Βεδουίνοι όλοι, αλλά διαφορετικές φυλές. Και βάλθηκαν να μιλάνε για τις καμηλοδρομίες που διοργανώνονται ετησίως και για τα φαβορί τετράποδα που πιάνουν τα 30.000 δολάρια Αμερικής. Για το ζωοπάζαρο τις Παρασκευές στο Κάιρο και τα «παιδιά του Γκούλα» -τη φυλή των ατρόμητων, όπως κατάλαβα...

Η τελευταία νύχτα μάς βρήκε σε κοιλάδα. Εκεί θα έβρισκα τις πέτρες που στα σωθικά τους κρύβουν κρυστάλλους: πρώτα τις καις στη φωτιά και μετά τις σπας με νερό... ιδού η φύση. Νωρίς το πρωί οι Βεδουίνοι έφυγαν με τις καμήλες τους κι εγώ για το «Χρωματιστό Φαράγγι» (Coloured Canyon).

Το πιο σουρεαλιστικό φαράγγι που έχω δει. Πορφυρόχρωμες αποτυπώσεις εκατομμυρίων ετών. Της γεωμορφολογίας η αβάσταχτη ομορφιά, μήκους 800 μέτρων. Θα μπορούσε να είναι το άντρο «αρχικλεφτών» με χατζάρες και ρουμπίνια στα σαρίκια, όπως στα παραμύθια... Ομως η περιοχή ανήκει στους χίπις. Στ' ατημέλητα παιδιά, που ακόμη γυρνούν στον κόσμο μ' ένα παντελόνι και την ελευθερία τους παντιέρα. Πίνουν καφέ με κάρδαμο στα κιόσκια που έχουν στηθεί και κοιμούνται ομαδικά στα πατώματα με μία σιντιέρα συντροφιά. Οι ίδιοι είναι, που λιάζονται και στη Nuweiba, στα καφέ της που αγγίζουν το κύμα. Νέοι, ατίθασοι και ομολογουμένως ωραίοι...

Ο γυρισμός μύριζε άσφαλτο και μαύρη πίσσα. Προσπερνούσα τα βουνά με προορισμό το Σαρμ ελ Σεΐχ. Εδώ τα γκρουπ και οι παραθεριστές. Τα ξενοδοχεία, μόνο «τεσσάρων και πέντε αστέρων». Η «Δύση» σε φθηνή πιάτσα με εξώπλατα φορέματα...

Δημοσίευση σχολίου

 
Top