Απέκλεισε κατηγορηματικά με ένα σκέτο «Όχι» ο υποψήφιος για τις οικονομικές και νομισματικές υποθέσεις επίτροπος Όλι Ρεν κάθε ιδέα εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη εξαιτίας της μεγάλης οικονομικής κρίσης που βιώνει.
Απαντώντας χθες σε ερωτήσεις των ευρωβουλευτών-μελών της Οικονομικής και Νομισματικής Επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου...... στα πλαίσια της διαδικασίας των ακροάσεων-εξετάσεων που υφίστανται όλοι οι νέοι επίτροποι προκειμένου να εγκριθούν από το Ευρωκοινοβούλιο, ο κ. Ρεν, δεχόμενος καταιγισμό ερωτήσεων σχετικών με την Ελλάδα, υποστήριξε ότι «η ελληνική κυβέρνηση έχει πλήρη συνείδηση της σοβαρότητας των δημόσιων οικονομικών της χώρας». Αλλά όταν του ζήτησαν να εκφράσει την προσωπική του εκτίμηση αν, δηλαδή, ο ίδιος θεωρεί ως μια θεμιτή εναλλακτική λύση την πιθανότητα να εξαναγκασθεί η Ελλάδα να βγει από την ευρωζώνη, αφού δεν έχει καταφέρει να βάλει σε τάξη τα δημόσια οικονομικά της, απάντησε απερίφραστα με μια λέξη : «Όχι».
Αργότερα δε απαντώντας σε άλλη σχετική ερώτηση επανέλαβε: «Όχι, δε πιστεύω σ' αυτή τη λύση». Και συνέχισε λέγοντας ότι «η ελληνική κυβέρνηση έχει δεσμευθεί να διορθώσει αυτή τη κατάσταση», ενώ «η Κομισιόν παρακολουθεί με ανησυχία αυτή την υπόθεση. Αλλά, αυτό το μήνα (σ.σ. αργότερα είπε ότι μπορεί και τον Φεβρουάριο) θα αντιμετωπίσει τα υπερβολικά δημοσιονομικά ελλείμματα της Ελλάδας παρουσιάζοντας συγκεκριμένες υποδείξεις και συστάσεις για την διόρθωση τους».
Ο κ. Ρεν επανέλαβε πολλές φορές με διαφορετικές φραστικές διατυπώσεις αλλά πάντα με το ίδιο περιεχόμενο την άποψή του ότι «αυτό που είναι σήμερα βασικό είναι να υποβάλει η ελληνική κυβέρνηση σύντομα, μέσα στις επόμενες εβδομάδες η ακόμη και ημέρες, ένα συνεκτικό πακέτο λεπτομερών, συγκεκριμένων και χειροπιαστών μέτρων για τη μείωση των ελλειμμάτων της».
Σε καμία από τις πάμπολλες απαντήσεις του που αφορούσαν στην Ελλάδα ο κ. Ρεν απέφυγε να εκφρασθεί με οξύ η κινδυνολογικό τρόπο, αυτό που ζήτησε ήταν «μια ευρύτερη και βαθύτερη συνεργασία» της Αθήνας με την Κομισιόν καθώς και «μια εποπτεία» της εξέλιξης των δημόσιων οικονομικών της χώρας «στα πλαίσια της ευρωζώνης» κάτι που ο ίδιος θεωρεί «αναγκαία».
Απαντώντας πάντα για την κρίσιμη κατάσταση της ελληνικής οικονομίας ο κ. Ρεν εξήγησε ήρεμα ότι «πρέπει να περιμένουμε την ελληνική κυβέρνηση να καταθέσει το πρόγραμμα σταθερότητας», επαναλαμβάνοντας ότι αυτό «θα πρέπει να περιέχει συγκεκριμένα και χειροπιαστά μέτρα τα οποία θα ανοίξουν το δρόμο ώστε να περιορισθεί -εν ευθέτω, βεβαίως, χρόνω- το υπερβολικό έλλειμμα μέχρι το όριο που προβλέπει το Σύμφωνο Σταθερότητας (σ.σ. 3% του ΑΕΠ)».
Σε ερωτήσεις σχετικές με την έκδοση κοιονοτικών ομολόγων πέραν της ΕΚΤ για να βοηθηθούν οι χώρες που, όπως η Ελλάδα, αντιμετωπίζουν σήμερα οικονομικά προβλήματα ο κ. Ρεν απέφυγε να απαντήσει συγκεκριμένα στρίβοντας τη συζήτηση σε άλλη κατεύθυνση. Ως προς την αντιμετώπιση της εισφοροδιαφυγής και της φοροδιαφυγής ο ίδιος είπε ότι αυτές είναι αρμοδιότητες των κρατών-μελών και όχι της Ένωσης ή της Κομισιόν
Ο κ. Ρεν αναφέρθηκε, πάντως, επίμονα στην αναξιοπιστία των ελληνικών στατιστικών στοιχείων που παράγει η ΕΣΥΕ και μεταφέρει στις Βρυξέλλες η εκάστοτε κυβέρνηση. Το θέμα, είπε, «δεν είναι τεχνικό αλλά άκρως πολιτικό» διότι με βάση αυτά τα στοιχεία καλούμεθα να στηρίξουμε τις αποφάσεις μας. Δεν γνωρίζουμε, είπε χαρακτηριστικά, για το ελληνικό έλλειμμα, σε ποιο, δηλαδή, βαθμό αυτό έχει μεγαλώσει. Κι αυτή η άγνοιά μας συνιστά ένα πρόβλημα.
Η Κομισιόν πάντως «στηρίζει την Ελλάδα στις προσπάθειες της να διορθώσει τα στατιστικά στοιχεία της ώστε να γίνουν αξιόπιστα και να ευθυγραμμίζονται με τις κοινοτικές απαιτήσεις και προδιαγραφές». «Τη στηρίζει, επίσης και στα μέτρα που λαμβάνει για την μείωση των ελλειμμάττων της». Ο ίδιος δε αποκάλυψε ότι έχει ζητήσει από συνεργάτες του να μελετήσουν την ειδική περίπτωση του ελληνικού στατιστικού συστήματος και τη λειτουργία του.
Αρνήθηκε, επίσης, ο κ. Ρεν την ανάγκη να βοηθήσει -με αφορμή πάντα ερώτηση για την Ελλάδα- το ΔΝΤ μια κοινοτική χώρα όταν βρίσκεται σε δύσκολη κατάσταση. «Δεν χρειάζονται τέτοιοι, νέοι μηχανισμοί αντιμετώπισης κρίσεων σε χώρες-μέλη», είπε ο ίδιος. «Αυτό που χρειάζεται είναι η σωστή και πιστή εφαρμογή των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας με τη βοήθεια και τη συνεργασία μας».
Όσο για τα ευρωομόλογα και την άρνηση της ΕΚΤ για έκδοσή τους, ο κ.Ρεν είπε ότι συμφωνεί με τον πρόεδρο της κ. Τρισέ αφού, εξήγησε ότι η Ελλάδα δεν έχει ειδική νομισματική πολιτική αλλά αυτή που έχουν όλες οι χώρες της ευρωζώνης. Πώς λοιπόν, θα εκδοθεί ένα ευρωομόλογο υπέρ της Ελλάδας όταν σύμφωνα με τον κ. Τρισέ υπάρχει ένα ενιαίο ευρώ και μια ενιαία νομισματική πολιτική στην ευρωζώνη; Δεν υπάρχει ανάγκη για κανένα μόνιμο μηχανισμό αντιμετώπισης χρηματοοικονομικών κρίσεων από μια χώρα-μέλος διαβεβαίωσε ο ίδιος.
Αρνήθηκε, επίσης, να αναπτύξει κάποια άποψη σχετική με την ιδιαιτερότητα της κρίσης της Ελλάδας, η οποία επιβαρύνεται με υπέρογκα ποσά λόγω εξοπλισμών και αμυντικών δαπανών. « Δεν θέλω να μπω σήμερα σε λεπτομέρειες για τα οικονομικά της Ελλάδας, είπε ,απελπισμένα ο κ. Ρεν, ο κ. Αλμούνια είναι ακόμη υπεύθυνος για όλα τα τρέχοντα θέματα».
Παραδέχθηκε, πάντως, στο τέλος της τρίωρη σχεδόν ακρόασής του από τους ευρωβουλευτές ότι η κρίση της Ελλάδας έχει τη δυνατότητα «αρνητικής επιρροής σ' ολόκληρη την ευρωζώνη» (και όχι στη σταθερότητα του ευρώ, όπως τον ρώτησε ευρωβουλευτής). Αν όμως είναι κάτι σοβαρό με το υπερβολικό δημοσιονομικό έλλειμμα της Ελλάδας, αυτό είναι σοβαρό αλλά αφορά στους Έλληνες πολίτες. Γι' αυτό είναι επείγον η ελληνική κυβέρνηση να υιοθετήσει το πρόγραμμα σταθερότητας με συγκεκριμένα μέτρα, που θα οδηγήσουν σε υγιή δημόσια οικονομικά. Το πρόβλημα της Ελλάδας σήμερα «δεν είναι τόσο σοβαρό που να απειλήσει το ευρώ».
Απαντώντας χθες σε ερωτήσεις των ευρωβουλευτών-μελών της Οικονομικής και Νομισματικής Επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου...... στα πλαίσια της διαδικασίας των ακροάσεων-εξετάσεων που υφίστανται όλοι οι νέοι επίτροποι προκειμένου να εγκριθούν από το Ευρωκοινοβούλιο, ο κ. Ρεν, δεχόμενος καταιγισμό ερωτήσεων σχετικών με την Ελλάδα, υποστήριξε ότι «η ελληνική κυβέρνηση έχει πλήρη συνείδηση της σοβαρότητας των δημόσιων οικονομικών της χώρας». Αλλά όταν του ζήτησαν να εκφράσει την προσωπική του εκτίμηση αν, δηλαδή, ο ίδιος θεωρεί ως μια θεμιτή εναλλακτική λύση την πιθανότητα να εξαναγκασθεί η Ελλάδα να βγει από την ευρωζώνη, αφού δεν έχει καταφέρει να βάλει σε τάξη τα δημόσια οικονομικά της, απάντησε απερίφραστα με μια λέξη : «Όχι».
Αργότερα δε απαντώντας σε άλλη σχετική ερώτηση επανέλαβε: «Όχι, δε πιστεύω σ' αυτή τη λύση». Και συνέχισε λέγοντας ότι «η ελληνική κυβέρνηση έχει δεσμευθεί να διορθώσει αυτή τη κατάσταση», ενώ «η Κομισιόν παρακολουθεί με ανησυχία αυτή την υπόθεση. Αλλά, αυτό το μήνα (σ.σ. αργότερα είπε ότι μπορεί και τον Φεβρουάριο) θα αντιμετωπίσει τα υπερβολικά δημοσιονομικά ελλείμματα της Ελλάδας παρουσιάζοντας συγκεκριμένες υποδείξεις και συστάσεις για την διόρθωση τους».
Ο κ. Ρεν επανέλαβε πολλές φορές με διαφορετικές φραστικές διατυπώσεις αλλά πάντα με το ίδιο περιεχόμενο την άποψή του ότι «αυτό που είναι σήμερα βασικό είναι να υποβάλει η ελληνική κυβέρνηση σύντομα, μέσα στις επόμενες εβδομάδες η ακόμη και ημέρες, ένα συνεκτικό πακέτο λεπτομερών, συγκεκριμένων και χειροπιαστών μέτρων για τη μείωση των ελλειμμάτων της».
Σε καμία από τις πάμπολλες απαντήσεις του που αφορούσαν στην Ελλάδα ο κ. Ρεν απέφυγε να εκφρασθεί με οξύ η κινδυνολογικό τρόπο, αυτό που ζήτησε ήταν «μια ευρύτερη και βαθύτερη συνεργασία» της Αθήνας με την Κομισιόν καθώς και «μια εποπτεία» της εξέλιξης των δημόσιων οικονομικών της χώρας «στα πλαίσια της ευρωζώνης» κάτι που ο ίδιος θεωρεί «αναγκαία».
Απαντώντας πάντα για την κρίσιμη κατάσταση της ελληνικής οικονομίας ο κ. Ρεν εξήγησε ήρεμα ότι «πρέπει να περιμένουμε την ελληνική κυβέρνηση να καταθέσει το πρόγραμμα σταθερότητας», επαναλαμβάνοντας ότι αυτό «θα πρέπει να περιέχει συγκεκριμένα και χειροπιαστά μέτρα τα οποία θα ανοίξουν το δρόμο ώστε να περιορισθεί -εν ευθέτω, βεβαίως, χρόνω- το υπερβολικό έλλειμμα μέχρι το όριο που προβλέπει το Σύμφωνο Σταθερότητας (σ.σ. 3% του ΑΕΠ)».
Σε ερωτήσεις σχετικές με την έκδοση κοιονοτικών ομολόγων πέραν της ΕΚΤ για να βοηθηθούν οι χώρες που, όπως η Ελλάδα, αντιμετωπίζουν σήμερα οικονομικά προβλήματα ο κ. Ρεν απέφυγε να απαντήσει συγκεκριμένα στρίβοντας τη συζήτηση σε άλλη κατεύθυνση. Ως προς την αντιμετώπιση της εισφοροδιαφυγής και της φοροδιαφυγής ο ίδιος είπε ότι αυτές είναι αρμοδιότητες των κρατών-μελών και όχι της Ένωσης ή της Κομισιόν
Ο κ. Ρεν αναφέρθηκε, πάντως, επίμονα στην αναξιοπιστία των ελληνικών στατιστικών στοιχείων που παράγει η ΕΣΥΕ και μεταφέρει στις Βρυξέλλες η εκάστοτε κυβέρνηση. Το θέμα, είπε, «δεν είναι τεχνικό αλλά άκρως πολιτικό» διότι με βάση αυτά τα στοιχεία καλούμεθα να στηρίξουμε τις αποφάσεις μας. Δεν γνωρίζουμε, είπε χαρακτηριστικά, για το ελληνικό έλλειμμα, σε ποιο, δηλαδή, βαθμό αυτό έχει μεγαλώσει. Κι αυτή η άγνοιά μας συνιστά ένα πρόβλημα.
Η Κομισιόν πάντως «στηρίζει την Ελλάδα στις προσπάθειες της να διορθώσει τα στατιστικά στοιχεία της ώστε να γίνουν αξιόπιστα και να ευθυγραμμίζονται με τις κοινοτικές απαιτήσεις και προδιαγραφές». «Τη στηρίζει, επίσης και στα μέτρα που λαμβάνει για την μείωση των ελλειμμάττων της». Ο ίδιος δε αποκάλυψε ότι έχει ζητήσει από συνεργάτες του να μελετήσουν την ειδική περίπτωση του ελληνικού στατιστικού συστήματος και τη λειτουργία του.
Αρνήθηκε, επίσης, ο κ. Ρεν την ανάγκη να βοηθήσει -με αφορμή πάντα ερώτηση για την Ελλάδα- το ΔΝΤ μια κοινοτική χώρα όταν βρίσκεται σε δύσκολη κατάσταση. «Δεν χρειάζονται τέτοιοι, νέοι μηχανισμοί αντιμετώπισης κρίσεων σε χώρες-μέλη», είπε ο ίδιος. «Αυτό που χρειάζεται είναι η σωστή και πιστή εφαρμογή των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας με τη βοήθεια και τη συνεργασία μας».
Όσο για τα ευρωομόλογα και την άρνηση της ΕΚΤ για έκδοσή τους, ο κ.Ρεν είπε ότι συμφωνεί με τον πρόεδρο της κ. Τρισέ αφού, εξήγησε ότι η Ελλάδα δεν έχει ειδική νομισματική πολιτική αλλά αυτή που έχουν όλες οι χώρες της ευρωζώνης. Πώς λοιπόν, θα εκδοθεί ένα ευρωομόλογο υπέρ της Ελλάδας όταν σύμφωνα με τον κ. Τρισέ υπάρχει ένα ενιαίο ευρώ και μια ενιαία νομισματική πολιτική στην ευρωζώνη; Δεν υπάρχει ανάγκη για κανένα μόνιμο μηχανισμό αντιμετώπισης χρηματοοικονομικών κρίσεων από μια χώρα-μέλος διαβεβαίωσε ο ίδιος.
Αρνήθηκε, επίσης, να αναπτύξει κάποια άποψη σχετική με την ιδιαιτερότητα της κρίσης της Ελλάδας, η οποία επιβαρύνεται με υπέρογκα ποσά λόγω εξοπλισμών και αμυντικών δαπανών. « Δεν θέλω να μπω σήμερα σε λεπτομέρειες για τα οικονομικά της Ελλάδας, είπε ,απελπισμένα ο κ. Ρεν, ο κ. Αλμούνια είναι ακόμη υπεύθυνος για όλα τα τρέχοντα θέματα».
Παραδέχθηκε, πάντως, στο τέλος της τρίωρη σχεδόν ακρόασής του από τους ευρωβουλευτές ότι η κρίση της Ελλάδας έχει τη δυνατότητα «αρνητικής επιρροής σ' ολόκληρη την ευρωζώνη» (και όχι στη σταθερότητα του ευρώ, όπως τον ρώτησε ευρωβουλευτής). Αν όμως είναι κάτι σοβαρό με το υπερβολικό δημοσιονομικό έλλειμμα της Ελλάδας, αυτό είναι σοβαρό αλλά αφορά στους Έλληνες πολίτες. Γι' αυτό είναι επείγον η ελληνική κυβέρνηση να υιοθετήσει το πρόγραμμα σταθερότητας με συγκεκριμένα μέτρα, που θα οδηγήσουν σε υγιή δημόσια οικονομικά. Το πρόβλημα της Ελλάδας σήμερα «δεν είναι τόσο σοβαρό που να απειλήσει το ευρώ».
Δημοσίευση σχολίου