Το 2009 κυριαρχήθηκε από την προεδρική αλλαγή στις ΗΠΑ. Όπως έπρεπε να αναμένεται – αν και προς απογοήτευση ουκ ολίγων ευφαντάστων, Αμερικανών και μη – ο νέος πρόεδρος, ως προς τα μείζονα, συνέχισε, με ελάχιστες εξαιρέσεις, την εξωτερική πολιτική του προκατόχου του. Ωστόσο, σε επικοινωνιακό επίπεδο, ο κ. Ομπάμα απεδείχθη επιδεξιότερος από τον κ. Μπους, επιτυγχάνοντας ως εκ τούτου, σε αρκετές περιοχές του πλανήτη και ιδίως στην Ευρώπη – χαρακτηριστική η βράβευσή του με το Νόμπελ ειρήνης από τους Νορβηγούς – την περιστολή ή και την αντιστροφή του αντιαμερικανικού κλίματος........ Κατά τα λοιπά, η Ουάσιγκτον παρέμεινε το κεντρικό σημείο αναφοράς για τα παγκόσμια δρώμενα. Πιο συγκεκριμένα:
Εις εφαρμογή των δύο συμφωνιών που η κυβέρνηση Μπους είχε συνάψει με την ιρακινή τον Νοέμβριο 2008, οι Αμερικανικές δυνάμεις συνέχισαν τη βαθμιαία απόσυρσή τους από το Ιράκ, με καταληκτικό ορίζοντα το τέλος του 2011, αλλά και με προοπτική περαιτέρω πολυσχιδούς αμερικανο-ιρακινής συνεργασίας. Μένει ωστόσο να φανεί κατά πόσον οι ιρακινές αρχές θα αποδειχθούν ικανές να διασφαλίσουν με ίδια μέσα τη σταθερότητα της χώρας – με την αλ Κάιντα, έστω και αποδυναμωμένη, ακόμη παρούσα, με τους Σιίτες, τους Σουνίτες και τους Κούρδους επιδιδόμενους σε αγώνα μεγιστοποίησης του μεριδίου τους από την ιρακινή πίτα, και με τους γείτονες της δοκιμαζόμενης χώρας επιχειρούντες να αναμιχθούν στα εσωτερικά της. Υπό το πρίσμα δε αυτό, οι προγραμματισμένες για τον προσεχή Μάρτιο εθνικές εκλογές προσλαμβάνουν κρίσιμη σημασία για το ιρακινό μέλλον.
Washington sets priorities for 2010
Ως προς το Αφγανιστάν, αντιθέτως, ο πρόεδρος Ομπάμα υιοθέτησε στρατηγική κλιμάκωσης του πολέμου – ενισχύοντας την εκεί στρατιωτική παρουσία, ζητώντας ουσιαστικότερη συμβολή από τους νατοϊκούς συμμάχους, και παρακινώντας τις πολιτικές και στρατιωτικές αρχές του Καράτσι να εξουδετερώσουν τα ορμητήρια των Ταλιμπάν στο πακιστανικό έδαφος. Κεκηρυγμένη πρόθεσή του είναι οι αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις να αρχίσουν να αποσύρονται από τα μέσα του 1911 – στο μέτρο, όμως, όπως διευκρίνισε ο υπουργός άμυνας κ. Γκέιτς, που οι Αφγανοί θα είναι σε θέση να τις υποκαταστήσουν αποτελεσματικά. Ενώ στόχος του αμερικανικού αφγανικού εγχειρήματος είναι, εκτός από την καταπολέμηση της τρομοκρατίας στην ίδια την αφγανική επικράτεια, και η αποτροπή της αποσταθεροποίησης του Πακιστάν – η ασφάλεια του πυρηνικού οπλοστασίου του οποίου ανησυχεί ιδιαίτερα τους Αμερικανούς. Η επικείμενη διεθνής διάσκεψη για το Αφγανιστάν στο Λονδίνο – έχει προγραμματισθεί για τις 28 Ιανουαρίου – θα παράσχει ενδεχομένως μια πληρέστερη εικόνα των αφγανικών προοπτικών.
Η προσφορά «τεταμένης χειρός» από τον πρόεδρο Ομπάμα στην Τεχεράνη δημιούργησε αρχικά την εντύπωση ότι επέκειτο μια ριζική μετάλλαξη των αμερικανο-ιρανικών σχέσεων. Ωστόσο, η προκύψασα ευφορία διελύθη ευθύς ως διαπιστώθηκε, ότι, η μεν ιρανική πλευρά εμμένει στις πυρηνικές στοχεύσεις της, η δε αμερικανική στην κατηγορηματική της αντίθεση στην απόκτηση από το Ιράν πυρηνικού οπλοστασίου. Και, μολονότι έχει αποφύγει μέχρι στιγμής να ενθαρρύνει, τουλάχιστον εμφανώς, την αύξουσα εσωτερική αμφισβήτηση του ιρανικού καθεστώτος, η Ουάσιγκτον καθιστά σαφές ότι, προκειμένου να πειθαναγκάσει την ιρανική ηγεσία να συμμορφωθεί με τις επιταγές της διεθνούς κοινότητας, όχι μόνο δεν θα διστάσει να επιδιώξει αυστηρότερες διεθνείς κυρώσεις, αλλά και «διατηρεί στο τραπέζι όλες τις επιλογές» – άρα και εκείνη του «χειρουργικού» στρατιωτικού πλήγματος. Με το τελευταίο αυτό όμως – είτε πραγματοποιηθεί απ’ ευθείας από τους Αμερικανούς, είτε από τους Ισραηλινούς – να μην είναι άμοιρο σοβαρότατων γεωπολιτικών και οικονομικών κινδύνων. Διό, άλλωστε, και ορισμένοι Αμερικανοί αναλυτές εισηγούνται την επιδίωξη καθεστωτικής αλλαγής μέσω της στήριξης της εσωτερικής ιρανικής αντιπολίτευσης.. Ενώ άλλοι πάλι τάσσονται υπέρ της αποδοχής ενός πυρηνικοποιημένου Ιράν ως του μικρότερου κακού. Εν πάση όμως περιπτώσει, όλα δείχνουν ότι το Ιρανικό θα αναδειχθεί κατά το 2010 σε μείζον – ίσως και στο κυρίαρχο – διεθνές ζήτημα, με κρίσιμες επιπτώσεις, τόσο στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ, όσο και στις σχέσεις της αμερικανικής υπερδύναμης με τις δύο μεγάλες δυνάμεις Ρωσία και Κίνα.
Μετά την αντιπαράθεσή της με τη Μόσχα συνεπεία του πολέμου του Καυκάσου, η Ουάσιγκτον κατέβαλε, με κάποια επιτυχία, ειλικρινή προσπάθεια «επανεκκίνησης» των ρωσο-αμερικανικών σχέσεων. Θυσιάζοντας μάλιστα χάριν της επιδίωξης αυτής και την προκλητική για τους Ρώσους – και ομολογουμένως αμφισβητήσιμης στρατιωτικής αξίας για τους Αμερικανούς – εγκατάσταση στοιχείων της αμερικανο-νατοϊκής αντιπυραυλικής ασπίδας στην Πολωνία και στην Τσεχία. Ενώ, κατά τα λοιπά, συνέχισε την αναζήτηση ενός modus vivendi με τη Ρωσία, στο πνεύμα της «Διακήρυξης για στρατηγική συνεργασία» που οι πρόεδροι Μπους και Πούτιν είχαν υπογράψει στο Σότσι τον Απρίλιο 2008. Ενός κειμένου, σημειωτέον, που είχε μείνει γράμμα νεκρό λόγω της ρωσικής εισβολής στη Γεωργία τον ακόλουθο Αύγουστο. Ωστόσο, παρά τις έκτοτε συγκλίσεις ρωσο-αμερικανικών συμφερόντων και πολιτικών – μεταξύ άλλων, επίκειται όπως φαίνεται η ανανέωση της Συμφωνίας για τη Μείωση των Στρατηγικών Όπλων (START 1) του 1991 σε χαμηλότερα επίπεδα πυρηνικών κεφαλών – το πιθανότερο είναι ότι οι υφέρπουσες ρωσο-αμερικανικές εντάσεις θα συνεχισθούν. Καθώς οι Ρώσοι στοχεύουν επιμόνως σε μια ριζική αναμόρφωση της ευρωατλαντικής αρχιτεκτονικής ασφαλείας – βλέπε και επανειλημμένες προτάσεις τους για νέο σχετικό σύστημα εκτεινόμενο «από το Βανκούβερ έως το Βλαδιβοστόκ» – η οποία διαφανώς αποσκοπεί στην παρακώλυση της ελευθερίας ενεργείας και στον κλονισμό της συνοχής της Ατλαντικής Συμμαχίας και παράλληλα στη μεγιστοποίηση της δικής τους επεμβατικής δυνατότητας στον γεωπολιτικό τους περίγυρο. Κάτι που Ουάσιγκτον και ΝΑΤΟ διαρρήδην απορρίπτουν.
Ομαλότερες, γενικώς, απ’ ό,τι με τη Ρωσία, εμφανίσθηκαν και κατά το λήξαν έτος οι σχέσεις της Ουάσιγκτον με την άλλη παγκόσμιας εμβέλειας επικράτεια που είναι η Κίνα. Κινούμενος στη γραμμή των άμεσων προκατόχων του, και ο νέος Αμερικανός πρόεδρος επεδίωξε την επιλεκτική συνεργασία με την ανερχόμενη αυτή δύναμη για την αντιμετώπιση κοινού ενδιαφέροντος προβλημάτων, όπως το Βορειοκορεατικό, το Ιρανικό ή η διεθνής οικονομική κρίση. Διακηρύσσοντας ότι «οι σχέσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας θα διαμορφώσουν τον 21ο Αιώνα». (Βλ. Obama: U.S.-China ties to shape century, Associated Press, 27-7-2009.) Και επιδεικνύοντας ιδιαίτερη συγκράτηση σε σχέση με την παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων από τις κινεζικής αρχές – με αναπόφευκτο επακόλουθο να επισύρει τους μύδρους των αντιπάλων του Ρεπουμπλικανών, αλλά και τις επικρίσεις ιδεαλιστών υποστηρικτών του στον χώρο των Δημοκρατικών. Βέβαια, ο ρόλος της Κίνας ως μόνιμου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, η οικονομική σινο-αμερικανική αλληλεξάρτηση, αλλά και η μετρημένη γενικά διεθνής συμπεριφορά του Πεκίνου, εξηγούν ευχερώς την ήπια και συναινετική αυτή αμερικανική προσέγγιση του κινεζικού παράγοντα. Η θεαματική όμως ενδυνάμωση του οποίου, μεταξύ άλλων και στον στρατιωτικό τομέα, όλο και περισσότερο προβληματίζει ή και ανησυχεί, τόσο τους ίδιους τους Αμερικανούς, όσο και τους στρατηγικούς εταίρους των στον χώρο του Ειρηνικού και της Νοτιοανατολικής Ασίας και κατά κύριο λόγο τους Ιάπωνες και τους Ινδούς. Με πιθανότερο πάντως – πάντοτε εκτός απροόπτου βέβαια – η αμφίσημη σινο-αμερικανική σχέση να συνεχισθεί χωρίς ιδιαίτερες αναταράξεις και κατά το 2010.
Το λήξαν έτος υπήρξε κατά κάποιο τρόπο σταθμός κα για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η: μετά επώδυνες περιπέτειες θέση σε εφαρμογή της Μεταρρυθμιστικής Συνθήκης και ειδικότερα η θεσμοθέτηση της εκλογής από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο προέδρου σχετικώς μακράς θητείας και Υπάτου Εκπροσώπου για την Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφάλειας σηματοδότησε κατ’ αρχήν μια πιο ελπιδοφόρο κοινοτική πορεία. Ωστόσο, όπως και πριν, έτσι και μετά από την ενεργοποίηση της Συνθήκης της Λισαβόνας, η ΕΕ λειτουργεί ως ένας διακρατικός, διακυβερνητικός διεθνής οργανισμός, πολύ απέχων από τις ομοσπονδιακές φιλοδοξίες ευρωπαϊστών όπως ο κ. Ζισκάρ ντ’ Εσταίγκ. Ενώ η επιλογή για τις δύο κορυφαίες κοινοτικές θέσεις ενός μάλλον χλωμού διδύμου – του Βέλγου πρωθυπουργού κ. Χέρμαν Βαν Ρομπάι και της Βρετανίδας κυρίας Κάθριν Άστον – υπογράμμισε την πρόθεση των κρατών-μελών και δη των μεγαλύτερων να διατηρήσουν την αυτονομία της εθνικής, εξωτερικής και αμυντικής ιδίως, πολιτικής τους επί ζημία της ενιαίας εμφάνισης της Κοινοτικής Ευρώπης στα διεθνή δρώμενα. Με τη συνεχιζόμενη και μάλιστα αύξουσα στρατιωτική αδυναμία των κοινοτικών εταίρων να συμβάλλει και αυτή στην ουσιαστική περιθωριοποίησή της Ένωσης στο παγκόσμιοι γίγνεσθαι από τη Μέση Ανατολή έως την Κορεατική Χερσόνησο..
Η οικονομική, τέλος, κρίση συγκλόνισε και προς στιγμήν φάνηκε να οδηγεί σε κατάρρευση το διεθνές σύστημα. Η σημειούμενη, ωστόσο, βαθμιαία οικονομική ανάκαμψη, παρά τις αβεβαιότητες και τους κινδύνους υποτροπής που την περιβάλλουν, καταδεικνύει ότι, για μια ακόμη φορά, η προαγγελλόμενη από τις μαρξίζουσες Κασσάνδρες «συντέλεια του καπιταλισμού» απουσιάζει από το ραντεβού της Ιστορίας. Με τους G20 να αναδεικνύονται, κατά τα λοιπά, σε χρήσιμο εργαλείο για την αντιμετώπιση των κρίσιμων προκλήσεων της οικονομικής παγκοσμιοποίησης – επισκιάζοντας σε κάποιο βαθμό τους παραδοσιακούς G7. Αλλά και με τον κεντρικό ρόλο των ΗΠΑ στην παγκόσμια οικονομική σκηνή επί του παρόντος να επιβεβαιώνεται. Δοθέντος ότι η αμερικανική οικονομία παραμένει η ισχυρότερη συνιστώσα και η κύρια κινητήρια δύναμη της παγκόσμιας οικονομικής ζωής, και το δολάριο, παρά τις αμφισβητήσεις της πρωτοκαθεδρίας του και την ενίσχυση της θέσης του ευρώ και του κινεζικού γιουάν/ ρένμιμπι, το κύριο αποθετικό νόμισμα για το ορατό μέλλον. Αυτά χωρίς φυσικά να παραγνωρίζονται η αύξουσα σημασία των αναδυόμενων οικονομιών της Ασίας και τη Λατινικής Αμερικής – και πρωτίστως της κινεζικής – και οι εν καιρώ επιπτώσεις των οικονομικών αυτών διεργασιών στους παγκόσμιους γεωπολιτικούς και στρατηγικούς συσχετισμούς.
ΠΗΓΗ http://www.diplomatikoperiskopio.com/
Εις εφαρμογή των δύο συμφωνιών που η κυβέρνηση Μπους είχε συνάψει με την ιρακινή τον Νοέμβριο 2008, οι Αμερικανικές δυνάμεις συνέχισαν τη βαθμιαία απόσυρσή τους από το Ιράκ, με καταληκτικό ορίζοντα το τέλος του 2011, αλλά και με προοπτική περαιτέρω πολυσχιδούς αμερικανο-ιρακινής συνεργασίας. Μένει ωστόσο να φανεί κατά πόσον οι ιρακινές αρχές θα αποδειχθούν ικανές να διασφαλίσουν με ίδια μέσα τη σταθερότητα της χώρας – με την αλ Κάιντα, έστω και αποδυναμωμένη, ακόμη παρούσα, με τους Σιίτες, τους Σουνίτες και τους Κούρδους επιδιδόμενους σε αγώνα μεγιστοποίησης του μεριδίου τους από την ιρακινή πίτα, και με τους γείτονες της δοκιμαζόμενης χώρας επιχειρούντες να αναμιχθούν στα εσωτερικά της. Υπό το πρίσμα δε αυτό, οι προγραμματισμένες για τον προσεχή Μάρτιο εθνικές εκλογές προσλαμβάνουν κρίσιμη σημασία για το ιρακινό μέλλον.
Washington sets priorities for 2010
Ως προς το Αφγανιστάν, αντιθέτως, ο πρόεδρος Ομπάμα υιοθέτησε στρατηγική κλιμάκωσης του πολέμου – ενισχύοντας την εκεί στρατιωτική παρουσία, ζητώντας ουσιαστικότερη συμβολή από τους νατοϊκούς συμμάχους, και παρακινώντας τις πολιτικές και στρατιωτικές αρχές του Καράτσι να εξουδετερώσουν τα ορμητήρια των Ταλιμπάν στο πακιστανικό έδαφος. Κεκηρυγμένη πρόθεσή του είναι οι αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις να αρχίσουν να αποσύρονται από τα μέσα του 1911 – στο μέτρο, όμως, όπως διευκρίνισε ο υπουργός άμυνας κ. Γκέιτς, που οι Αφγανοί θα είναι σε θέση να τις υποκαταστήσουν αποτελεσματικά. Ενώ στόχος του αμερικανικού αφγανικού εγχειρήματος είναι, εκτός από την καταπολέμηση της τρομοκρατίας στην ίδια την αφγανική επικράτεια, και η αποτροπή της αποσταθεροποίησης του Πακιστάν – η ασφάλεια του πυρηνικού οπλοστασίου του οποίου ανησυχεί ιδιαίτερα τους Αμερικανούς. Η επικείμενη διεθνής διάσκεψη για το Αφγανιστάν στο Λονδίνο – έχει προγραμματισθεί για τις 28 Ιανουαρίου – θα παράσχει ενδεχομένως μια πληρέστερη εικόνα των αφγανικών προοπτικών.
Η προσφορά «τεταμένης χειρός» από τον πρόεδρο Ομπάμα στην Τεχεράνη δημιούργησε αρχικά την εντύπωση ότι επέκειτο μια ριζική μετάλλαξη των αμερικανο-ιρανικών σχέσεων. Ωστόσο, η προκύψασα ευφορία διελύθη ευθύς ως διαπιστώθηκε, ότι, η μεν ιρανική πλευρά εμμένει στις πυρηνικές στοχεύσεις της, η δε αμερικανική στην κατηγορηματική της αντίθεση στην απόκτηση από το Ιράν πυρηνικού οπλοστασίου. Και, μολονότι έχει αποφύγει μέχρι στιγμής να ενθαρρύνει, τουλάχιστον εμφανώς, την αύξουσα εσωτερική αμφισβήτηση του ιρανικού καθεστώτος, η Ουάσιγκτον καθιστά σαφές ότι, προκειμένου να πειθαναγκάσει την ιρανική ηγεσία να συμμορφωθεί με τις επιταγές της διεθνούς κοινότητας, όχι μόνο δεν θα διστάσει να επιδιώξει αυστηρότερες διεθνείς κυρώσεις, αλλά και «διατηρεί στο τραπέζι όλες τις επιλογές» – άρα και εκείνη του «χειρουργικού» στρατιωτικού πλήγματος. Με το τελευταίο αυτό όμως – είτε πραγματοποιηθεί απ’ ευθείας από τους Αμερικανούς, είτε από τους Ισραηλινούς – να μην είναι άμοιρο σοβαρότατων γεωπολιτικών και οικονομικών κινδύνων. Διό, άλλωστε, και ορισμένοι Αμερικανοί αναλυτές εισηγούνται την επιδίωξη καθεστωτικής αλλαγής μέσω της στήριξης της εσωτερικής ιρανικής αντιπολίτευσης.. Ενώ άλλοι πάλι τάσσονται υπέρ της αποδοχής ενός πυρηνικοποιημένου Ιράν ως του μικρότερου κακού. Εν πάση όμως περιπτώσει, όλα δείχνουν ότι το Ιρανικό θα αναδειχθεί κατά το 2010 σε μείζον – ίσως και στο κυρίαρχο – διεθνές ζήτημα, με κρίσιμες επιπτώσεις, τόσο στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ, όσο και στις σχέσεις της αμερικανικής υπερδύναμης με τις δύο μεγάλες δυνάμεις Ρωσία και Κίνα.
Μετά την αντιπαράθεσή της με τη Μόσχα συνεπεία του πολέμου του Καυκάσου, η Ουάσιγκτον κατέβαλε, με κάποια επιτυχία, ειλικρινή προσπάθεια «επανεκκίνησης» των ρωσο-αμερικανικών σχέσεων. Θυσιάζοντας μάλιστα χάριν της επιδίωξης αυτής και την προκλητική για τους Ρώσους – και ομολογουμένως αμφισβητήσιμης στρατιωτικής αξίας για τους Αμερικανούς – εγκατάσταση στοιχείων της αμερικανο-νατοϊκής αντιπυραυλικής ασπίδας στην Πολωνία και στην Τσεχία. Ενώ, κατά τα λοιπά, συνέχισε την αναζήτηση ενός modus vivendi με τη Ρωσία, στο πνεύμα της «Διακήρυξης για στρατηγική συνεργασία» που οι πρόεδροι Μπους και Πούτιν είχαν υπογράψει στο Σότσι τον Απρίλιο 2008. Ενός κειμένου, σημειωτέον, που είχε μείνει γράμμα νεκρό λόγω της ρωσικής εισβολής στη Γεωργία τον ακόλουθο Αύγουστο. Ωστόσο, παρά τις έκτοτε συγκλίσεις ρωσο-αμερικανικών συμφερόντων και πολιτικών – μεταξύ άλλων, επίκειται όπως φαίνεται η ανανέωση της Συμφωνίας για τη Μείωση των Στρατηγικών Όπλων (START 1) του 1991 σε χαμηλότερα επίπεδα πυρηνικών κεφαλών – το πιθανότερο είναι ότι οι υφέρπουσες ρωσο-αμερικανικές εντάσεις θα συνεχισθούν. Καθώς οι Ρώσοι στοχεύουν επιμόνως σε μια ριζική αναμόρφωση της ευρωατλαντικής αρχιτεκτονικής ασφαλείας – βλέπε και επανειλημμένες προτάσεις τους για νέο σχετικό σύστημα εκτεινόμενο «από το Βανκούβερ έως το Βλαδιβοστόκ» – η οποία διαφανώς αποσκοπεί στην παρακώλυση της ελευθερίας ενεργείας και στον κλονισμό της συνοχής της Ατλαντικής Συμμαχίας και παράλληλα στη μεγιστοποίηση της δικής τους επεμβατικής δυνατότητας στον γεωπολιτικό τους περίγυρο. Κάτι που Ουάσιγκτον και ΝΑΤΟ διαρρήδην απορρίπτουν.
Ομαλότερες, γενικώς, απ’ ό,τι με τη Ρωσία, εμφανίσθηκαν και κατά το λήξαν έτος οι σχέσεις της Ουάσιγκτον με την άλλη παγκόσμιας εμβέλειας επικράτεια που είναι η Κίνα. Κινούμενος στη γραμμή των άμεσων προκατόχων του, και ο νέος Αμερικανός πρόεδρος επεδίωξε την επιλεκτική συνεργασία με την ανερχόμενη αυτή δύναμη για την αντιμετώπιση κοινού ενδιαφέροντος προβλημάτων, όπως το Βορειοκορεατικό, το Ιρανικό ή η διεθνής οικονομική κρίση. Διακηρύσσοντας ότι «οι σχέσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας θα διαμορφώσουν τον 21ο Αιώνα». (Βλ. Obama: U.S.-China ties to shape century, Associated Press, 27-7-2009.) Και επιδεικνύοντας ιδιαίτερη συγκράτηση σε σχέση με την παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων από τις κινεζικής αρχές – με αναπόφευκτο επακόλουθο να επισύρει τους μύδρους των αντιπάλων του Ρεπουμπλικανών, αλλά και τις επικρίσεις ιδεαλιστών υποστηρικτών του στον χώρο των Δημοκρατικών. Βέβαια, ο ρόλος της Κίνας ως μόνιμου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, η οικονομική σινο-αμερικανική αλληλεξάρτηση, αλλά και η μετρημένη γενικά διεθνής συμπεριφορά του Πεκίνου, εξηγούν ευχερώς την ήπια και συναινετική αυτή αμερικανική προσέγγιση του κινεζικού παράγοντα. Η θεαματική όμως ενδυνάμωση του οποίου, μεταξύ άλλων και στον στρατιωτικό τομέα, όλο και περισσότερο προβληματίζει ή και ανησυχεί, τόσο τους ίδιους τους Αμερικανούς, όσο και τους στρατηγικούς εταίρους των στον χώρο του Ειρηνικού και της Νοτιοανατολικής Ασίας και κατά κύριο λόγο τους Ιάπωνες και τους Ινδούς. Με πιθανότερο πάντως – πάντοτε εκτός απροόπτου βέβαια – η αμφίσημη σινο-αμερικανική σχέση να συνεχισθεί χωρίς ιδιαίτερες αναταράξεις και κατά το 2010.
Το λήξαν έτος υπήρξε κατά κάποιο τρόπο σταθμός κα για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η: μετά επώδυνες περιπέτειες θέση σε εφαρμογή της Μεταρρυθμιστικής Συνθήκης και ειδικότερα η θεσμοθέτηση της εκλογής από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο προέδρου σχετικώς μακράς θητείας και Υπάτου Εκπροσώπου για την Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφάλειας σηματοδότησε κατ’ αρχήν μια πιο ελπιδοφόρο κοινοτική πορεία. Ωστόσο, όπως και πριν, έτσι και μετά από την ενεργοποίηση της Συνθήκης της Λισαβόνας, η ΕΕ λειτουργεί ως ένας διακρατικός, διακυβερνητικός διεθνής οργανισμός, πολύ απέχων από τις ομοσπονδιακές φιλοδοξίες ευρωπαϊστών όπως ο κ. Ζισκάρ ντ’ Εσταίγκ. Ενώ η επιλογή για τις δύο κορυφαίες κοινοτικές θέσεις ενός μάλλον χλωμού διδύμου – του Βέλγου πρωθυπουργού κ. Χέρμαν Βαν Ρομπάι και της Βρετανίδας κυρίας Κάθριν Άστον – υπογράμμισε την πρόθεση των κρατών-μελών και δη των μεγαλύτερων να διατηρήσουν την αυτονομία της εθνικής, εξωτερικής και αμυντικής ιδίως, πολιτικής τους επί ζημία της ενιαίας εμφάνισης της Κοινοτικής Ευρώπης στα διεθνή δρώμενα. Με τη συνεχιζόμενη και μάλιστα αύξουσα στρατιωτική αδυναμία των κοινοτικών εταίρων να συμβάλλει και αυτή στην ουσιαστική περιθωριοποίησή της Ένωσης στο παγκόσμιοι γίγνεσθαι από τη Μέση Ανατολή έως την Κορεατική Χερσόνησο..
Η οικονομική, τέλος, κρίση συγκλόνισε και προς στιγμήν φάνηκε να οδηγεί σε κατάρρευση το διεθνές σύστημα. Η σημειούμενη, ωστόσο, βαθμιαία οικονομική ανάκαμψη, παρά τις αβεβαιότητες και τους κινδύνους υποτροπής που την περιβάλλουν, καταδεικνύει ότι, για μια ακόμη φορά, η προαγγελλόμενη από τις μαρξίζουσες Κασσάνδρες «συντέλεια του καπιταλισμού» απουσιάζει από το ραντεβού της Ιστορίας. Με τους G20 να αναδεικνύονται, κατά τα λοιπά, σε χρήσιμο εργαλείο για την αντιμετώπιση των κρίσιμων προκλήσεων της οικονομικής παγκοσμιοποίησης – επισκιάζοντας σε κάποιο βαθμό τους παραδοσιακούς G7. Αλλά και με τον κεντρικό ρόλο των ΗΠΑ στην παγκόσμια οικονομική σκηνή επί του παρόντος να επιβεβαιώνεται. Δοθέντος ότι η αμερικανική οικονομία παραμένει η ισχυρότερη συνιστώσα και η κύρια κινητήρια δύναμη της παγκόσμιας οικονομικής ζωής, και το δολάριο, παρά τις αμφισβητήσεις της πρωτοκαθεδρίας του και την ενίσχυση της θέσης του ευρώ και του κινεζικού γιουάν/ ρένμιμπι, το κύριο αποθετικό νόμισμα για το ορατό μέλλον. Αυτά χωρίς φυσικά να παραγνωρίζονται η αύξουσα σημασία των αναδυόμενων οικονομιών της Ασίας και τη Λατινικής Αμερικής – και πρωτίστως της κινεζικής – και οι εν καιρώ επιπτώσεις των οικονομικών αυτών διεργασιών στους παγκόσμιους γεωπολιτικούς και στρατηγικούς συσχετισμούς.
ΠΗΓΗ http://www.diplomatikoperiskopio.com/
Δημοσίευση σχολίου