Η Ελλάδα είναι μία πανέμορφη, πλούσια χώρα, προικισμένη με ένα ήπιο κλίμα, καθώς επίσης με μία θεϊκή σύνθεση φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς. Οι Έλληνες όμως, ζώντας σε αυτές τις ήπιες κλιματολογικές συνθήκες που δεν δημιουργούν μεγάλες ανάγκες, ενδιαφέρονται λιγότερο για τα πλούτη ή την ισχύ που απορρέει από αυτά και περισσότερο για τη διατήρηση της ελευθερίας τους. Έτσι λοιπόν, παρά το ότι γνωρίζουν τόσο τα πλεονεκτήματα της οργάνωσης του δημοσίου βίου, όσο και την.....
ευκολία με την οποία μπορεί να επιτευχθεί, ουσιαστικά την αποφεύγουν, νοιώθοντας ότι είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον αντίστοιχο περιορισμό των ελευθεριών τους. Αντίθετα με αυτούς, οι λαοί των βόρειων κυρίως χωρών, οι οποίοι ζουν κάτω από σκληρές κλιματολογικές συνθήκες, ενδιαφέρονται πολύ περισσότερο για τον υλικό πλούτο, παρά για την ελευθερία τους και δεν φοβούνται τόσο τη σκλαβιά (αστυνόμευση κλπ), όσο τη φτώχεια.
Όμως η Ελλάδα, μέλος πλέον της Ε.Ε., στην οποία υπερτερούν οι Βόρειες Ευρωπαϊκές χώρες, είναι υποχρεωμένη εκ των πραγμάτων να συμβαδίζει με τις δικές τους ανάγκες και προϋποθέσεις, έτσι ώστε να διατηρείται η απαιτούμενη ισορροπία. Έχοντας λοιπόν ένα αρκετά υψηλό δημόσιο χρέος και ένα έλλειμμα διαρκώς αυξανόμενο, οφείλει να τα μειώσει, αφού πρέπει να ξεφύγει από τα προβλήματα που προκαλούν τόσο στην ίδια, όσο και στην ενωμένη Ευρώπη. Η δυσκολία όμως, όσο μεγάλη και αν είναι, δεν περιορίζεται μόνο σε αυτό. Όπως μπορούμε να συμπεράνουμε, η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να τα καταφέρει (και θα το επιτύχει μόνο όταν κάποια Κυβέρνηση της συνειδητοποιήσει απόλυτα την ιδιαιτερότητα της «αποστολής» της) εντελώς μόνη της, εξισορροπώντας τις δικές της ανάγκες (κυρίως μία οργάνωση του δημοσίου βίου που δεν θα περιορίζει αισθητά την ελευθερία των Πολιτών της) και αντιμετωπίζοντας τις χειρότερες δυνατές συγκυρίες. Για παράδειγμα,
(α) μία παγκόσμια οικονομική κρίση άνευ προηγουμένου (για σύγκριση, η κατάσταση για τη Μ. Βρετανία είναι τόσο δραματική, ώστε η κυβέρνηση της ανακοίνωσε σχέδια για ιδιωτικοποίηση των τελευταίων περιουσιακών στοιχείων που της έχουν απομείνει: μίας γέφυρας στον Τάμεση, της υποθαλάσσιας σιδηροδρομικής γραμμής στη Μάγχη και μίας αλυσίδας στοιχημάτων. Άρθρο μας: Β! Μέρος - Πρώτος παγκόσμιος οικονομικός πόλεμος: Ενδιάμεσος απολογισμός της θηριώδους μάχης στο χρηματοπιστωτικό κυβερνοχώρο! 29/3/2009),
(β) μία Ε.Ε. που μάλλον δεν προσπαθεί ιδιαίτερα για την απόκτηση της ισορροπίας που απαιτεί η συνοχή της, αποφεύγοντας όχι μόνο να τη «χρηματοδοτήσει», αλλά και να εγγυηθεί γι’ αυτήν (ευρωπαϊκά αντί εθνικά ομολογιακά δάνεια κλπ),
(γ) ένα κοινό νόμισμα που συνεχώς ανατιμάται, δυσχεραίνοντας κατά πολύ τις αναπτυξιακές της προϋποθέσεις (εξαγωγές, τουρισμό κλπ),
(δ) μία αντιπληθωριστική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που εμποδίζει εκείνες τις ενέργειες (πληθωριστική μείωση του δημοσίου χρέους κλπ), οι οποίες θα διευκόλυναν τις διαρθρωτικές κινήσεις της Ελλάδας και
(ε) κάποιες χώρες-εταίρους της που, επωφελούμενες από την αυξημένη ισχύ τους, προσπαθούν να «καθυποτάξουν» όλες τις υπόλοιπες.
Επί πλέον αυτών η χώρα μας, μη διαθέτοντας αρκετές μεγάλες επιχειρήσεις που να μπορούν να επεκταθούν με επιτυχία τουλάχιστον στην Ευρώπη, είναι εκτεθειμένη στις κυριαρχικές διαθέσεις των πολυεθνικών, οι οποίες καταστρέφουν μεθοδικά ακόμη και τα τελευταία κατάλοιπα της ανταγωνιστικότητας της.
Ειδικά όσον αφορά το κοινό νόμισμα, είναι γνωστό ότι η Γερμανία (ευτυχώς όχι η Γαλλία) «συνηγορεί» υπέρ του ισχυρού Ευρώ, αφού έχει τη δυνατότητα να εξάγει μηχανήματα υψηλής προστιθέμενης αξίας, χωρίς ταυτόχρονα να εκθέτει την αγορά της στις ανεξέλεγκτες εισαγωγές (οι ίδιοι οι πολίτες της μποϋκοτάρουν τόσο τα ξένα προϊόντα, όσο και τις ξένες επιχειρήσεις που τελικά αποχωρούν – μεγάλο παράδειγμα η αμερικανική Wal-Mart). Κερδίζοντας λοιπόν πολύ περισσότερα από όσα «χάνει», δεν έχει λόγο να ενδιαφέρεται για κάποια, έστω και υποτυπώδη, «δασμολογική άμυνα» της Ε.Ε. απέναντι στην Κίνα - οι εξαγωγές της στην αχανή αυτή χώρα είναι κατά πολύ πιο κερδοφόρες και βέβαια δεν θέλει να τεθούν σε κίνδυνο από αντίστοιχους «προστατευτικούς» δασμούς.
Περαιτέρω, οι επιχειρήσεις της επεκτείνονται με επιτυχία στην Ευρώπη (αυξάνουν τη φορολογική της βάση, «απορροφώντας» τα εισοδήματα άλλων λαών), η ίδια εισπράττει έμμεσα πολλά από τα χρηματικά «πακέτα στήριξης» που δίνονται στις «ελλειμματικές» χώρες (μέσω των εταιρειών της που δραστηριοποιούνται σε αυτές, καθώς επίσης των προμηθειών του δημοσίου – εξοπλισμός κλπ), ενώ η «πολιτική» θέση της, με τη «βοήθεια» της κρίσης, γίνεται μέρα με την ημέρα όλο και πιο «ηγεμονική».
Αντίθετα, η Ελλάδα «υποφέρει» από το ισχυρό Ευρώ, μαστίζεται από τις κινεζικές εισαγωγές, μη έχοντας τη δυνατότητα να τις αντισταθμίσει με δικές της εξαγωγές ή, έστω, με ορθολογικούς δασμούς, αντιμετωπίζει την πλήρη καταστροφή του παραγωγικού της ιστού (άρα της υγιούς φορολογικής της βάσης), αγωνιά για την εξέλιξη των επιτοκίων λόγω του υψηλού χρέους της (η Γερμανία επιδιώκει την αύξηση τους), πιέζεται για τη μεγαλύτερη φορολόγηση των πολιτών της εν μέσω ύφεσης (συνθήκες ΔΝΤ), υποχρεώνεται, λόγω της ανάγκης της για δάνεια, στην αγορά διαφόρων υπερτιμολογημένων προϊόντων (εξοπλιστικά προγράμματα κλπ), πουλάει τις επιτυχημένες κοινωφελείς εταιρείες της για να εξοφλήσει τα χρέη της (ακόμη μία μείωση» της φορολογικής της βάσης) και βρίσκεται διαρκώς σε μία άμυνα «υποτέλειας» απέναντι στην Ευρώπη.
Επί πλέον αυτών, η όποια Κυβέρνηση της είναι δυστυχώς σταθερά αντιμέτωπη με μία απίστευτη «σαδομαζοχιστική» κριτική εκ μέρους των πολιτών της, οι οποίοι την ενοχοποιούν δημόσια για όλα όσα δεινά πιστεύουν ότι τους προκαλεί «μονομερώς», χωρίς την παραμικρή διάθεση να τη βοηθήσουν ή, έστω, να πάψουν να την επικρίνουν συνεχώς.
Βέβαια, τα «διαχειριστικά» προβλήματα της χώρας μας (σπάταλη και διεφθαρμένη δημόσια διοίκηση, σχεδόν παντελής έλλειψη οργάνωσης, αδυναμία μηχανισμών, ανεπαρκής στελέχωση των δημοσίων υπηρεσιών κλπ), είναι ασφαλώς υπαρκτά και οφείλουν να καταπολεμηθούν γρήγορα. Εν τούτοις, για να μπορέσει να γίνει κάτι τέτοιο σωστά και μεθοδικά, απαιτείται χρόνος αφού, όπως γνωρίζουμε, οι όποιες διαρθρωτικές αλλαγές είναι πάντοτε μακροπρόθεσμου χαρακτήρα. Επομένως, πριν από όλα, θα πρέπει να σταματήσουν οι έντονες επικρίσεις - τουλάχιστον μέχρι να εξασφαλισθεί ο απαιτούμενος χρόνος για τις «αλλαγές» που οφείλουν να γίνουν.
Η εξασφάλιση του απαιτούμενου χρόνου τώρα και οι απαραίτητες αλλαγές για την επίλυση των προβλημάτων της χώρας, προϋποθέτουν τα παρακάτω «βήματα»:
(Α) ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΠΟΙΗΣΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓΟΡΕΣ
Είμαστε της άποψης ότι, η πρώτη προτεραιότητα της χώρας μας για να ξεφύγει από το «τέλμα» και να «ηγηθεί» των εξελίξεων (μέχρι στιγμής προσπαθεί να τις προλάβει), είναι η κατά το δυνατόν μεγαλύτερη ανεξαρτητοποίηση της από τις διεθνείς χρηματαγορές. Κατά τα παράδειγμα της Ιαπωνίας λοιπόν, της οποίας το δημόσιο χρέος είναι πολύ υψηλότερο από το Ελληνικό (περί το 170% του ΑΕΠ), η Ελλάδα οφείλει να χρηματοδοτήσει ένα μεγάλο μέρος του δημοσίου χρέους της «εσωτερικά» - μέσω της έκδοσης «λαϊκών» ομολόγων.
Πρέπει δηλαδή να εκδώσει ομόλογα με επιτόκιο αντίστοιχο με αυτό που ήδη πληρώνει (περί το 5%), να τα διαθέσει στην εσωτερική αγορά και να εξοφλήσει τις υποχρεώσεις της στο εξωτερικό (αναχρηματοδότηση). Έτσι η Ελλάδα, αφενός μεν θα πάψει να είναι σε τέτοιο βαθμό «υπόλογος» στην Ε.Ε. (πρόσφατη προσβλητική αντιμετώπιση μας από την ηγεσία της), ανακτώντας την εθνική της υπερηφάνεια, αφετέρου δε θα προσφέρει στους Πολίτες της μία καλή επενδυτική τοποθέτηση - ενώ θα τους «αναγκάσει» ταυτόχρονα να συμμετάσχουν ενεργά στη διαδικασία «αναστροφής της τάσης» (αφού θα επενδύουν πλέον τα δικά τους χρήματα).
Για όσους τυχόν τοποθετηθούν αρνητικά στην αγορά ομολόγων του δημοσίου, ενδεχομένως λόγω μειωμένης εμπιστοσύνης τους προς το κράτος (σε σχέση με τις τράπεζες που διατηρούν τις καταθέσεις ή τις επενδύσεις τους - ομόλογα κλπ), θα απαντούσαμε απλά ότι, σε τελική ανάλυση, το κράτος εγγυήθηκε πρόσφατα τις καταθέσεις τους και όχι οι τράπεζες. Αρκεί δηλαδή να αναρωτηθούμε ποια εγγύηση μας δίνουν οι τράπεζες για τα χρήματα που καταθέτουμε, για να καταλάβουμε ότι το αίσθημα ασφαλείας που «προσλαμβάνουμε» είναι σε μεγάλο βαθμό ουτοπικό.
Βέβαια, δεν φτάνει μόνο η αναφορά μας στη εγγύηση των τραπεζικών καταθέσεων εκ μέρους του δημοσίου. Για να μπορέσει η Κυβέρνηση να «πουλήσει» ομόλογα σε τέτοια έκταση, θα πρέπει να εξασφαλίσει την αυξημένη εμπιστοσύνη των Ελλήνων. Εκτός αυτού, επειδή αυτά τα ομόλογα θα χρηματοδοτηθούν από τις αποταμιεύσεις των πολιτών και των επιχειρήσεων της στις τράπεζες (υπολογίζονται στα 232 δις €, πηγή: ΤτΕ), οφείλει ταυτόχρονα να αποδεσμευθεί από αυτές – οπότε να στηριχθεί στις κρατικές τράπεζες (αν πρέπει να χρεωνόμαστε τοκογλυφικά επιτόκια της τάξης του 17,50%, όπως συμβαίνει σήμερα με τις πιστωτικές κάρτες των ιδιωτικών τραπεζών, τότε καλύτερα να τα πληρώνουμε στο κράτος μας).
Εν πρώτοις λοιπόν, θα πρέπει η Κυβέρνηση να «μεταφέρει» σωστά στους Πολίτες της το γεγονός ότι, ένα κράτος δεν είναι τίποτα άλλο από μία υπερμεγέθη, δική τους «επιχείρηση», στην οποία ουσιαστικά ο λαός, όλοι τους δηλαδή, επενδύουν όλα όσα διαθέτουν (την εργασία τους, τις οικονομίες τους, το μέλλον τους, τα παιδιά τους κλπ). Επομένως ότι έχουν, ότι έχουμε όλοι μας καλύτερα, κάθε λόγο να επιθυμούμε η επιχείρηση αυτή, η κατά κάποιον τρόπο «Ελλάδα Α.Ε.», να είναι όσο το δυνατόν περισσότερο υγιής και ισχυρή σε διεθνή κλίμακα.
Στη συνέχεια, οφείλει να «μεταλλάξει» τους υπηκόους της (αυτούς που απλά υπακούουν στους νόμους του κράτους), σε «μετόχους» – άρα σε πραγματικούς Πολίτες, όπου Πολίτες είναι αυτοί που συμμετέχουν ενεργά στην ανώτατη εξουσία. Για να το επιτύχει, οφείλει να ξεκινήσει μία διαδικασία «δημοκρατικοποίησης» της χώρας - μία πραγματική «πολιτική ρήξη» με το παρελθόν με στόχο, αργά αλλά σταθερά, την πλήρη συμμετοχή των Πολιτών στις αποφάσεις, στη νομοθεσία, στην απονομή Δικαίου και στον έλεγχο της χώρας τους. Η διαδικασία αυτή θα πρέπει να καταλήξει σταδιακά στην πλήρη ανεξαρτησία της Νομοθετικής, της Εκτελεστικής, της Ελεγκτικής και της Δικαστικής εξουσίας, όπου για κάθε μία τα παρακάτω:
(α) Η πρώτη από αυτές, η Νομοθετική, εξασφαλίζεται ουσιαστικά όταν όλες οι σημαντικές αποφάσεις (πόσο μάλλον οι νόμοι) λαμβάνονται από τους Πολίτες, είτε με δημοψηφίσματα (με τη βοήθεια του διαδικτύου, ενδεχομένως με το ΑΦΜ του κάθε Πολίτη και με «μυστικό» κωδικό), είτε με δημοσκοπήσεις (με τη βοήθεια των αντίστοιχων εταιρειών), είτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, ο οποίος θα οδηγεί σε ασφαλή συμπεράσματα. Η λήψη αυτών των αποφάσεων από τους Πολίτες, όχι μόνο διευκολύνει την εκάστοτε κυβέρνηση στη λειτουργία της, αφού έτσι ενεργεί στο όνομα της πραγματικής (και όχι της κομματικής) πλειοψηφίας, αλλά και συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό στην τήρηση αυτών που αποφασίζονται - εθελοντικά και χωρίς αντιδράσεις.
Μόνο όταν ο εντολέας (οι Πολίτες) ενημερώνει τον εντολοδόχο (την Κυβέρνηση) για τις αληθινές επιθυμίες του, μπορεί να διασφαλισθεί η κοινωνική συνοχή και η έννομη τάξη. Στα πλαίσια αυτά, θεωρούμε ότι η επιλογή των Πολιτών που στελεχώνουν το εκάστοτε Κοινοβούλιο όχι μέσω κομματικών εκλογών, αλλά με κλήρο μέσα από τους Πολίτες εκείνους που θα έχουν τις απαραίτητες προϋποθέσεις (ικανότητες, δεξιότητες κλπ) και θα το επιθυμούν οι ίδιοι (θα υποβάλλουν «υποψηφιότητα» δηλαδή, με βιογραφικά), είναι ένα πολύ σημαντικό βήμα προς το μέλλον. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο κάθε πολίτης που διαθέτει τα «προσόντα». θα χει τη δυνατότητα, την πιθανότητα καλύτερα να κυβερνήσει τη χώρα του, χωρίς την προηγούμενη «υποταγή» του σε οποιονδήποτε κομματικό μηχανισμό εξουσίας.
Φυσικά, για να μπορούν οι Πολίτες να αποφασίζουν σωστά (η Κοινή Βούληση δεν κάνει ποτέ λάθος, επιθυμεί πάντοτε το κοινό καλό και βέβαια δεν «διαφθείρεται» – μπορεί όμως να ξεγελασθεί), θα πρέπει και να ενημερώνονται σωστά – δηλαδή, όσο το δυνατόν καλύτερα, λεπτομερέστερα και αντικειμενικότερα.
Επ’ αυτού λοιπόν, η πρώτη ευθύνη της εκάστοτε Κυβέρνησης θα πρέπει να είναι η ενημέρωση των Πολιτών για όλα όσα θα καλούνται να αποφασίζουν - καθώς επίσης η απαγόρευση τυχόν «στρεβλής», ιδιοτελούς ενημέρωσης τους εκ μέρους των ΜΜΕ ή οποιασδήποτε άλλης «πηγής». Η αμέσως επόμενη είναι η εκπαίδευση των Πολιτών, ιδιαίτερα όσον αφορά τη «λογική» της «εκλογικής» ψήφου (οφείλουμε να ψηφίζουμε με κριτήριο αυτό που πιστεύουμε ότι επιθυμεί το σύνολο της κοινωνίας - ποια ακριβώς είναι δηλαδή η Κοινή Βούληση και όχι με κριτήριο το τι εξυπηρετεί τα ιδιωτικά μας συμφέροντα ή τα συμφέροντα του κόμματος που ανήκουμε).
(β) Η Εκτελεστική εξουσία τώρα δεν είναι τίποτα άλλο από την Κυβέρνηση η οποία, σε συνθήκες Δημοκρατίας, ενεργεί στο όνομα και κατ’ εντολή των Πολιτών της, εφαρμόζοντας στην πράξη τη δύναμη των νόμων που οι Πολίτες ψήφισαν.
Η Κυβέρνηση, η οποία οφείλει πάντοτε να εκλέγεται από τους Πολίτες (σε αντίθεση με τη Βουλή, η οποία θα μπορούσε κάποτε να προέλθει μετά από κλήρωση), θα πρέπει να επιδιώκει την εκλογή της μέσω της στελέχωσης της με ικανά, επαρκή και άριστα εκπαιδευμένα άτομα, καθώς επίσης με τη βοήθεια του προγράμματος διακυβέρνησης που παρουσιάζει.
Όλα τα άτομα αυτά (κυρίως οι Υπουργοί, ίσως και οι διοικητές των μεγάλων δημοσίων επιχειρήσεων), θα πρέπει να υποβάλλονται σε μία ετήσια αξιολόγηση τους από τους Πολίτες μέσω του διαδικτύου, έτσι ώστε ο εκάστοτε Πρωθυπουργός να γνωρίζει απ’ ευθείας (και όχι από τα ΜΜΕ ή από αλλού) την αποδοχή του έργου τους εκ μέρους του συνόλου της κοινωνίας.
(γ) Η επόμενη, η Ελεγκτική εξουσία δηλαδή, «υπεισέρχεται» (δημιουργείται και διαχωρίζεται από τις υπόλοιπες), όταν η Κυβέρνηση δίνει στους Πολίτες τη δυνατότητα του ελέγχου των «πεπραγμένων» της. Στην περίπτωση που οι βουλευτές δεν θα εκλεγόταν, αλλά θα «κληρωνόταν» τυχαία (ως γνωστόν, η Βούληση των Πολιτών δεν αντιπροσωπεύεται, όπως ατυχώς συμβαίνει στις σημερινές, μη δημοκρατικές κοινωνίες), ο έλεγχος της εκάστοτε εκλεγμένης Κυβέρνησης θα μπορούσε να είναι ένα από τα σημαντικότερα καθήκοντα του Κοινοβουλίου (η προετοιμασία των νόμων για απ’ ευθείας ψήφιση τους από τους Πολίτες ένα δεύτερο κλπ).
Όσο όμως παραμένουμε στο σημερινό πολίτευμα (αντιπροσωπευτική δημοκρατία) και δεν υιοθετούμε την πραγματική Δημοκρατία («άμεση»), θα πρέπει να υπάρξει ένας άλλος τρόπος ελέγχου των πεπραγμένων της Κυβέρνησης. Μία σκέψη θα ήταν ίσως μία επιτροπή «κληρωτών» Πολιτών, ενδεχομένως υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας - ο οποίος οφείλει σίγουρα να έχει ευρύτερες αρμοδιότητες, όπως τουλάχιστον την επίβλεψη και τον έλεγχο της Κυβέρνησης.
Για να γίνει κατανοητή η εγγενής «δυσλειτουργία» των σημερινών, εκλεγμένων Κοινοβουλίων, αρκεί να αναφέρουμε ότι, ο ετήσιος προϋπολογισμός που κατατίθεται από την κάθε Κυβέρνηση, η οποία έχει και την πλειοψηφία των βουλευτών, είναι μία τυπική διαδικασία - αντί να είναι ουσιαστική, ως όφειλε. Επομένως, η ψήφιση του (όπως και η ψήφος εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση κλπ), στην καλύτερη περίπτωση αντιπροσωπεύει τη βούληση του κυβερνώντος κόμματος (το 40-45% δηλαδή των Ελλήνων) - συνήθως δε μόνο των βουλευτών του και ποτέ την Κοινή Βούληση.
(δ) Η Δικαστική εξουσία τώρα οφείλει, κατά την άποψη μας, όχι μόνο να ασχολείται με την απονομή του Δικαίου ευρύτερα (να συμπεριλαμβάνει δηλαδή τυχόν παραπτώματα των πολιτικών), αλλά και να ελέγχει τις δημόσιες υπηρεσίες μέσω ενός ειδικού σώματος, όπως το ΣΔΟΕ.
Για παράδειγμα, το σώμα αυτό (με το οποίο θα μπορούν διαδικτυακά να «επικοινωνούν» οι Πολίτες, καταγγέλλοντας τυχόν άδικη αντιμετώπιση τους από το Δημόσιο), θα πρέπει να ελέγχει τη διαχείριση των κοινωφελών ιδρυμάτων του δημοσίου (νοσοκομεία, συνταξιοδοτικά ταμεία κλπ), τα οποία οφείλουν παράλληλα να διατηρούν πλήρη εικόνα των πεπραγμένων τους (ισολογισμούς κλπ) στο διαδίκτυο. Έτσι δεν θα αισθάνονται πλέον οι Πολίτες ότι αδικούνται, όταν το αντίστοιχο για αυτούς ΣΔΟΕ ελέγχει τα δικά τους πεπραγμένα.
(Β) ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΠΛΕΟΝΑΣΜΑΤΩΝ
Η δεύτερη προτεραιότητα τώρα της Κυβέρνησης (αφού δηλαδή καταφέρει να αποκτήσει την εμπιστοσύνη των Πολιτών της – «εγκαθιδρύοντας» τις παραπάνω ανεξάρτητες εξουσίες - να εκδώσει ομόλογα, να τα πουλήσει στο εσωτερικό της και να αναχρηματοδοτήσει το δημόσιο χρέος), είναι η ασχολία της με όλες εκείνες τις ενέργειες που θα συμβάλλουν στην μείωση του δημοσίου χρέους – επομένως στη δημιουργία πλεονασμάτων στον προϋπολογισμό (εδώ απλά σημειώνουμε ότι, μία τέτοια «πραγματική δημοκρατία» θα μπορούσε να «εξαχθεί» και σε άλλες χώρες, οι οποίες ενδεχομένως θα διαπίστωναν ότι θα μπορούσαν ανάλογα να χειριστούν αποτελεσματικότερα τις εσωτερικές και διεθνείς σημερινές προκλήσεις).
Εκτός από τα έσοδα που προκύπτουν από την έντιμη, ανταποδοτική φορολόγηση (θεωρούμε ότι όλες οι παραπάνω ενέργειες «εκδημοκρατισμού» θα συνέβαλλαν σημαντικά στη δημιουργία μίας υγιούς φορολογικής συνείδησης, αρκεί βέβαια να γινόταν ορθολογική, «ανταποδοτική» δηλαδή χρήση των φορολογικών εσόδων από το κράτος), καθώς επίσης από τη μείωση των δαπανών (κυρίως λόγω των οργανωμένων ελέγχων των οργανισμών του δημοσίου εκ μέρους της δικαστικής εξουσίας), θα μπορούσαν να εξασφαλιστούν μεγάλα πλεονάσματα από τα κέρδη των ζημιογόνων σήμερα κρατικών επιχειρήσεων (ΔΕΚΟ κλπ). Για τις εισηγμένες εξ αυτών στο χρηματιστήριο υπάρχουν ήδη οι προϋποθέσεις – αρκεί η κυβέρνηση να διαθέτει πάντοτε άτομα για την καλύτερη δυνατή στελέχωση τους. Όλες οι υπόλοιπες θα πρέπει επίσης να εισαχθούν στο χρηματιστήριο, όπου όμως το κράτος θα διατηρεί την απαιτούμενη πλειοψηφία.
Για να μπορέσουν βέβαια να εισαχθούν, θα πρέπει να γίνουν κερδοφόρες – κάτι όχι και τόσο δύσκολο, αφού πρόκειται κυρίως για κοινωφελείς, σχετικά μονοπωλιακές επιχειρήσεις. Κανένας πραγματικός Πολίτης δεν θα είχε αντίρρηση, για παράδειγμα, να αυξηθούν τα εισιτήρια των μέσων μαζικής μεταφοράς, εάν βέβαια οι αυξήσεις αυτές συνοδευόταν από ενέργειες σωστής διαχείρισης τους (μελλοντική εισαγωγή τους στο χρηματιστήριο, ικανό management, μείωση του προσωπικού στους απολύτως απαραίτητους, ανοιχτοί Ισολογισμοί – ετήσιες και τριμηνιαίες λογιστικές καταστάσεις - στο διαδίκτυο, «τεμαχισμός» τους σε profit center κλπ).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Στην ίδια λογική των «προτεραιοτήτων», θα πρέπει να ακολουθήσουν όλες εκείνες οι απαραίτητες ενέργειες, καθώς επίσης μία ευρύτερη αναδιοργάνωση, η οποία θα δημιουργήσει μία ακόμη πιο αποτελεσματική, οργανωμένη αλλά όχι «αστυνομική» δημόσια διοίκηση. Η επαρκής αυτή δημόσια διοίκηση, η οποία ουσιαστικά καταργεί τη γραφειοκρατία (και όχι τα Νομοσχέδια, τα οποία αποτελούν μάλλον «ασκήσεις επί χάρτου»), θα συνδράμει με τη σειρά της ενεργητικά στην δυναμική ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα, ο οποίος τότε μόνο θα μπορέσει επί τέλους να αποτελέσει την «ατμομηχανή» της προόδου της χώρας μας, καθώς επίσης την πλέον υγιή φορολογική της βάση.
Τελειώνοντας, υπενθυμίζουμε ακόμη μία φορά ότι, η ανταγωνιστικότητα μας, η παραγωγικότητα και η δυναμικότητα μας, είναι αδύνατον ποτέ να αναπτυχθούν, εάν προηγουμένως δεν τοποθετηθούν τα απαιτούμενα θεμέλια. Τα συμφέροντα μας, υπό υγιείς βέβαια προϋποθέσεις, είναι απολύτως συνυφασμένα με τα συμφέροντα της χώρας μας, ενώ δεν μπορούμε να είμαστε ασφαλείς, επιτυχημένοι και ευτυχισμένοι, παρά μόνο εάν προηγηθεί η χώρα μας. Ειδικά δε ο μέσος άνθρωπος, σε πλήρη αντίθεση με το «χαρισματικό», μπορεί να μεγαλουργήσει μόνο μέσω του μεγαλείου της χώρας του. «Όμως, μόνο μέσα σε μία δημοκρατία είναι πρόθυμοι οι άνθρωποι να υποστούν τις απαραίτητες θυσίες για την ευημερία της χώρας τους αφού, περισσότερο από ότι στα άλλα καθεστώτα, κατανοούν απόλυτα και αντιμετωπίζουν άφοβα την πραγματικότητα».
ευκολία με την οποία μπορεί να επιτευχθεί, ουσιαστικά την αποφεύγουν, νοιώθοντας ότι είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον αντίστοιχο περιορισμό των ελευθεριών τους. Αντίθετα με αυτούς, οι λαοί των βόρειων κυρίως χωρών, οι οποίοι ζουν κάτω από σκληρές κλιματολογικές συνθήκες, ενδιαφέρονται πολύ περισσότερο για τον υλικό πλούτο, παρά για την ελευθερία τους και δεν φοβούνται τόσο τη σκλαβιά (αστυνόμευση κλπ), όσο τη φτώχεια.
Όμως η Ελλάδα, μέλος πλέον της Ε.Ε., στην οποία υπερτερούν οι Βόρειες Ευρωπαϊκές χώρες, είναι υποχρεωμένη εκ των πραγμάτων να συμβαδίζει με τις δικές τους ανάγκες και προϋποθέσεις, έτσι ώστε να διατηρείται η απαιτούμενη ισορροπία. Έχοντας λοιπόν ένα αρκετά υψηλό δημόσιο χρέος και ένα έλλειμμα διαρκώς αυξανόμενο, οφείλει να τα μειώσει, αφού πρέπει να ξεφύγει από τα προβλήματα που προκαλούν τόσο στην ίδια, όσο και στην ενωμένη Ευρώπη. Η δυσκολία όμως, όσο μεγάλη και αν είναι, δεν περιορίζεται μόνο σε αυτό. Όπως μπορούμε να συμπεράνουμε, η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να τα καταφέρει (και θα το επιτύχει μόνο όταν κάποια Κυβέρνηση της συνειδητοποιήσει απόλυτα την ιδιαιτερότητα της «αποστολής» της) εντελώς μόνη της, εξισορροπώντας τις δικές της ανάγκες (κυρίως μία οργάνωση του δημοσίου βίου που δεν θα περιορίζει αισθητά την ελευθερία των Πολιτών της) και αντιμετωπίζοντας τις χειρότερες δυνατές συγκυρίες. Για παράδειγμα,
(α) μία παγκόσμια οικονομική κρίση άνευ προηγουμένου (για σύγκριση, η κατάσταση για τη Μ. Βρετανία είναι τόσο δραματική, ώστε η κυβέρνηση της ανακοίνωσε σχέδια για ιδιωτικοποίηση των τελευταίων περιουσιακών στοιχείων που της έχουν απομείνει: μίας γέφυρας στον Τάμεση, της υποθαλάσσιας σιδηροδρομικής γραμμής στη Μάγχη και μίας αλυσίδας στοιχημάτων. Άρθρο μας: Β! Μέρος - Πρώτος παγκόσμιος οικονομικός πόλεμος: Ενδιάμεσος απολογισμός της θηριώδους μάχης στο χρηματοπιστωτικό κυβερνοχώρο! 29/3/2009),
(β) μία Ε.Ε. που μάλλον δεν προσπαθεί ιδιαίτερα για την απόκτηση της ισορροπίας που απαιτεί η συνοχή της, αποφεύγοντας όχι μόνο να τη «χρηματοδοτήσει», αλλά και να εγγυηθεί γι’ αυτήν (ευρωπαϊκά αντί εθνικά ομολογιακά δάνεια κλπ),
(γ) ένα κοινό νόμισμα που συνεχώς ανατιμάται, δυσχεραίνοντας κατά πολύ τις αναπτυξιακές της προϋποθέσεις (εξαγωγές, τουρισμό κλπ),
(δ) μία αντιπληθωριστική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που εμποδίζει εκείνες τις ενέργειες (πληθωριστική μείωση του δημοσίου χρέους κλπ), οι οποίες θα διευκόλυναν τις διαρθρωτικές κινήσεις της Ελλάδας και
(ε) κάποιες χώρες-εταίρους της που, επωφελούμενες από την αυξημένη ισχύ τους, προσπαθούν να «καθυποτάξουν» όλες τις υπόλοιπες.
Επί πλέον αυτών η χώρα μας, μη διαθέτοντας αρκετές μεγάλες επιχειρήσεις που να μπορούν να επεκταθούν με επιτυχία τουλάχιστον στην Ευρώπη, είναι εκτεθειμένη στις κυριαρχικές διαθέσεις των πολυεθνικών, οι οποίες καταστρέφουν μεθοδικά ακόμη και τα τελευταία κατάλοιπα της ανταγωνιστικότητας της.
Ειδικά όσον αφορά το κοινό νόμισμα, είναι γνωστό ότι η Γερμανία (ευτυχώς όχι η Γαλλία) «συνηγορεί» υπέρ του ισχυρού Ευρώ, αφού έχει τη δυνατότητα να εξάγει μηχανήματα υψηλής προστιθέμενης αξίας, χωρίς ταυτόχρονα να εκθέτει την αγορά της στις ανεξέλεγκτες εισαγωγές (οι ίδιοι οι πολίτες της μποϋκοτάρουν τόσο τα ξένα προϊόντα, όσο και τις ξένες επιχειρήσεις που τελικά αποχωρούν – μεγάλο παράδειγμα η αμερικανική Wal-Mart). Κερδίζοντας λοιπόν πολύ περισσότερα από όσα «χάνει», δεν έχει λόγο να ενδιαφέρεται για κάποια, έστω και υποτυπώδη, «δασμολογική άμυνα» της Ε.Ε. απέναντι στην Κίνα - οι εξαγωγές της στην αχανή αυτή χώρα είναι κατά πολύ πιο κερδοφόρες και βέβαια δεν θέλει να τεθούν σε κίνδυνο από αντίστοιχους «προστατευτικούς» δασμούς.
Περαιτέρω, οι επιχειρήσεις της επεκτείνονται με επιτυχία στην Ευρώπη (αυξάνουν τη φορολογική της βάση, «απορροφώντας» τα εισοδήματα άλλων λαών), η ίδια εισπράττει έμμεσα πολλά από τα χρηματικά «πακέτα στήριξης» που δίνονται στις «ελλειμματικές» χώρες (μέσω των εταιρειών της που δραστηριοποιούνται σε αυτές, καθώς επίσης των προμηθειών του δημοσίου – εξοπλισμός κλπ), ενώ η «πολιτική» θέση της, με τη «βοήθεια» της κρίσης, γίνεται μέρα με την ημέρα όλο και πιο «ηγεμονική».
Αντίθετα, η Ελλάδα «υποφέρει» από το ισχυρό Ευρώ, μαστίζεται από τις κινεζικές εισαγωγές, μη έχοντας τη δυνατότητα να τις αντισταθμίσει με δικές της εξαγωγές ή, έστω, με ορθολογικούς δασμούς, αντιμετωπίζει την πλήρη καταστροφή του παραγωγικού της ιστού (άρα της υγιούς φορολογικής της βάσης), αγωνιά για την εξέλιξη των επιτοκίων λόγω του υψηλού χρέους της (η Γερμανία επιδιώκει την αύξηση τους), πιέζεται για τη μεγαλύτερη φορολόγηση των πολιτών της εν μέσω ύφεσης (συνθήκες ΔΝΤ), υποχρεώνεται, λόγω της ανάγκης της για δάνεια, στην αγορά διαφόρων υπερτιμολογημένων προϊόντων (εξοπλιστικά προγράμματα κλπ), πουλάει τις επιτυχημένες κοινωφελείς εταιρείες της για να εξοφλήσει τα χρέη της (ακόμη μία μείωση» της φορολογικής της βάσης) και βρίσκεται διαρκώς σε μία άμυνα «υποτέλειας» απέναντι στην Ευρώπη.
Επί πλέον αυτών, η όποια Κυβέρνηση της είναι δυστυχώς σταθερά αντιμέτωπη με μία απίστευτη «σαδομαζοχιστική» κριτική εκ μέρους των πολιτών της, οι οποίοι την ενοχοποιούν δημόσια για όλα όσα δεινά πιστεύουν ότι τους προκαλεί «μονομερώς», χωρίς την παραμικρή διάθεση να τη βοηθήσουν ή, έστω, να πάψουν να την επικρίνουν συνεχώς.
Βέβαια, τα «διαχειριστικά» προβλήματα της χώρας μας (σπάταλη και διεφθαρμένη δημόσια διοίκηση, σχεδόν παντελής έλλειψη οργάνωσης, αδυναμία μηχανισμών, ανεπαρκής στελέχωση των δημοσίων υπηρεσιών κλπ), είναι ασφαλώς υπαρκτά και οφείλουν να καταπολεμηθούν γρήγορα. Εν τούτοις, για να μπορέσει να γίνει κάτι τέτοιο σωστά και μεθοδικά, απαιτείται χρόνος αφού, όπως γνωρίζουμε, οι όποιες διαρθρωτικές αλλαγές είναι πάντοτε μακροπρόθεσμου χαρακτήρα. Επομένως, πριν από όλα, θα πρέπει να σταματήσουν οι έντονες επικρίσεις - τουλάχιστον μέχρι να εξασφαλισθεί ο απαιτούμενος χρόνος για τις «αλλαγές» που οφείλουν να γίνουν.
Η εξασφάλιση του απαιτούμενου χρόνου τώρα και οι απαραίτητες αλλαγές για την επίλυση των προβλημάτων της χώρας, προϋποθέτουν τα παρακάτω «βήματα»:
(Α) ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΠΟΙΗΣΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓΟΡΕΣ
Είμαστε της άποψης ότι, η πρώτη προτεραιότητα της χώρας μας για να ξεφύγει από το «τέλμα» και να «ηγηθεί» των εξελίξεων (μέχρι στιγμής προσπαθεί να τις προλάβει), είναι η κατά το δυνατόν μεγαλύτερη ανεξαρτητοποίηση της από τις διεθνείς χρηματαγορές. Κατά τα παράδειγμα της Ιαπωνίας λοιπόν, της οποίας το δημόσιο χρέος είναι πολύ υψηλότερο από το Ελληνικό (περί το 170% του ΑΕΠ), η Ελλάδα οφείλει να χρηματοδοτήσει ένα μεγάλο μέρος του δημοσίου χρέους της «εσωτερικά» - μέσω της έκδοσης «λαϊκών» ομολόγων.
Πρέπει δηλαδή να εκδώσει ομόλογα με επιτόκιο αντίστοιχο με αυτό που ήδη πληρώνει (περί το 5%), να τα διαθέσει στην εσωτερική αγορά και να εξοφλήσει τις υποχρεώσεις της στο εξωτερικό (αναχρηματοδότηση). Έτσι η Ελλάδα, αφενός μεν θα πάψει να είναι σε τέτοιο βαθμό «υπόλογος» στην Ε.Ε. (πρόσφατη προσβλητική αντιμετώπιση μας από την ηγεσία της), ανακτώντας την εθνική της υπερηφάνεια, αφετέρου δε θα προσφέρει στους Πολίτες της μία καλή επενδυτική τοποθέτηση - ενώ θα τους «αναγκάσει» ταυτόχρονα να συμμετάσχουν ενεργά στη διαδικασία «αναστροφής της τάσης» (αφού θα επενδύουν πλέον τα δικά τους χρήματα).
Για όσους τυχόν τοποθετηθούν αρνητικά στην αγορά ομολόγων του δημοσίου, ενδεχομένως λόγω μειωμένης εμπιστοσύνης τους προς το κράτος (σε σχέση με τις τράπεζες που διατηρούν τις καταθέσεις ή τις επενδύσεις τους - ομόλογα κλπ), θα απαντούσαμε απλά ότι, σε τελική ανάλυση, το κράτος εγγυήθηκε πρόσφατα τις καταθέσεις τους και όχι οι τράπεζες. Αρκεί δηλαδή να αναρωτηθούμε ποια εγγύηση μας δίνουν οι τράπεζες για τα χρήματα που καταθέτουμε, για να καταλάβουμε ότι το αίσθημα ασφαλείας που «προσλαμβάνουμε» είναι σε μεγάλο βαθμό ουτοπικό.
Βέβαια, δεν φτάνει μόνο η αναφορά μας στη εγγύηση των τραπεζικών καταθέσεων εκ μέρους του δημοσίου. Για να μπορέσει η Κυβέρνηση να «πουλήσει» ομόλογα σε τέτοια έκταση, θα πρέπει να εξασφαλίσει την αυξημένη εμπιστοσύνη των Ελλήνων. Εκτός αυτού, επειδή αυτά τα ομόλογα θα χρηματοδοτηθούν από τις αποταμιεύσεις των πολιτών και των επιχειρήσεων της στις τράπεζες (υπολογίζονται στα 232 δις €, πηγή: ΤτΕ), οφείλει ταυτόχρονα να αποδεσμευθεί από αυτές – οπότε να στηριχθεί στις κρατικές τράπεζες (αν πρέπει να χρεωνόμαστε τοκογλυφικά επιτόκια της τάξης του 17,50%, όπως συμβαίνει σήμερα με τις πιστωτικές κάρτες των ιδιωτικών τραπεζών, τότε καλύτερα να τα πληρώνουμε στο κράτος μας).
Εν πρώτοις λοιπόν, θα πρέπει η Κυβέρνηση να «μεταφέρει» σωστά στους Πολίτες της το γεγονός ότι, ένα κράτος δεν είναι τίποτα άλλο από μία υπερμεγέθη, δική τους «επιχείρηση», στην οποία ουσιαστικά ο λαός, όλοι τους δηλαδή, επενδύουν όλα όσα διαθέτουν (την εργασία τους, τις οικονομίες τους, το μέλλον τους, τα παιδιά τους κλπ). Επομένως ότι έχουν, ότι έχουμε όλοι μας καλύτερα, κάθε λόγο να επιθυμούμε η επιχείρηση αυτή, η κατά κάποιον τρόπο «Ελλάδα Α.Ε.», να είναι όσο το δυνατόν περισσότερο υγιής και ισχυρή σε διεθνή κλίμακα.
Στη συνέχεια, οφείλει να «μεταλλάξει» τους υπηκόους της (αυτούς που απλά υπακούουν στους νόμους του κράτους), σε «μετόχους» – άρα σε πραγματικούς Πολίτες, όπου Πολίτες είναι αυτοί που συμμετέχουν ενεργά στην ανώτατη εξουσία. Για να το επιτύχει, οφείλει να ξεκινήσει μία διαδικασία «δημοκρατικοποίησης» της χώρας - μία πραγματική «πολιτική ρήξη» με το παρελθόν με στόχο, αργά αλλά σταθερά, την πλήρη συμμετοχή των Πολιτών στις αποφάσεις, στη νομοθεσία, στην απονομή Δικαίου και στον έλεγχο της χώρας τους. Η διαδικασία αυτή θα πρέπει να καταλήξει σταδιακά στην πλήρη ανεξαρτησία της Νομοθετικής, της Εκτελεστικής, της Ελεγκτικής και της Δικαστικής εξουσίας, όπου για κάθε μία τα παρακάτω:
(α) Η πρώτη από αυτές, η Νομοθετική, εξασφαλίζεται ουσιαστικά όταν όλες οι σημαντικές αποφάσεις (πόσο μάλλον οι νόμοι) λαμβάνονται από τους Πολίτες, είτε με δημοψηφίσματα (με τη βοήθεια του διαδικτύου, ενδεχομένως με το ΑΦΜ του κάθε Πολίτη και με «μυστικό» κωδικό), είτε με δημοσκοπήσεις (με τη βοήθεια των αντίστοιχων εταιρειών), είτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, ο οποίος θα οδηγεί σε ασφαλή συμπεράσματα. Η λήψη αυτών των αποφάσεων από τους Πολίτες, όχι μόνο διευκολύνει την εκάστοτε κυβέρνηση στη λειτουργία της, αφού έτσι ενεργεί στο όνομα της πραγματικής (και όχι της κομματικής) πλειοψηφίας, αλλά και συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό στην τήρηση αυτών που αποφασίζονται - εθελοντικά και χωρίς αντιδράσεις.
Μόνο όταν ο εντολέας (οι Πολίτες) ενημερώνει τον εντολοδόχο (την Κυβέρνηση) για τις αληθινές επιθυμίες του, μπορεί να διασφαλισθεί η κοινωνική συνοχή και η έννομη τάξη. Στα πλαίσια αυτά, θεωρούμε ότι η επιλογή των Πολιτών που στελεχώνουν το εκάστοτε Κοινοβούλιο όχι μέσω κομματικών εκλογών, αλλά με κλήρο μέσα από τους Πολίτες εκείνους που θα έχουν τις απαραίτητες προϋποθέσεις (ικανότητες, δεξιότητες κλπ) και θα το επιθυμούν οι ίδιοι (θα υποβάλλουν «υποψηφιότητα» δηλαδή, με βιογραφικά), είναι ένα πολύ σημαντικό βήμα προς το μέλλον. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο κάθε πολίτης που διαθέτει τα «προσόντα». θα χει τη δυνατότητα, την πιθανότητα καλύτερα να κυβερνήσει τη χώρα του, χωρίς την προηγούμενη «υποταγή» του σε οποιονδήποτε κομματικό μηχανισμό εξουσίας.
Φυσικά, για να μπορούν οι Πολίτες να αποφασίζουν σωστά (η Κοινή Βούληση δεν κάνει ποτέ λάθος, επιθυμεί πάντοτε το κοινό καλό και βέβαια δεν «διαφθείρεται» – μπορεί όμως να ξεγελασθεί), θα πρέπει και να ενημερώνονται σωστά – δηλαδή, όσο το δυνατόν καλύτερα, λεπτομερέστερα και αντικειμενικότερα.
Επ’ αυτού λοιπόν, η πρώτη ευθύνη της εκάστοτε Κυβέρνησης θα πρέπει να είναι η ενημέρωση των Πολιτών για όλα όσα θα καλούνται να αποφασίζουν - καθώς επίσης η απαγόρευση τυχόν «στρεβλής», ιδιοτελούς ενημέρωσης τους εκ μέρους των ΜΜΕ ή οποιασδήποτε άλλης «πηγής». Η αμέσως επόμενη είναι η εκπαίδευση των Πολιτών, ιδιαίτερα όσον αφορά τη «λογική» της «εκλογικής» ψήφου (οφείλουμε να ψηφίζουμε με κριτήριο αυτό που πιστεύουμε ότι επιθυμεί το σύνολο της κοινωνίας - ποια ακριβώς είναι δηλαδή η Κοινή Βούληση και όχι με κριτήριο το τι εξυπηρετεί τα ιδιωτικά μας συμφέροντα ή τα συμφέροντα του κόμματος που ανήκουμε).
(β) Η Εκτελεστική εξουσία τώρα δεν είναι τίποτα άλλο από την Κυβέρνηση η οποία, σε συνθήκες Δημοκρατίας, ενεργεί στο όνομα και κατ’ εντολή των Πολιτών της, εφαρμόζοντας στην πράξη τη δύναμη των νόμων που οι Πολίτες ψήφισαν.
Η Κυβέρνηση, η οποία οφείλει πάντοτε να εκλέγεται από τους Πολίτες (σε αντίθεση με τη Βουλή, η οποία θα μπορούσε κάποτε να προέλθει μετά από κλήρωση), θα πρέπει να επιδιώκει την εκλογή της μέσω της στελέχωσης της με ικανά, επαρκή και άριστα εκπαιδευμένα άτομα, καθώς επίσης με τη βοήθεια του προγράμματος διακυβέρνησης που παρουσιάζει.
Όλα τα άτομα αυτά (κυρίως οι Υπουργοί, ίσως και οι διοικητές των μεγάλων δημοσίων επιχειρήσεων), θα πρέπει να υποβάλλονται σε μία ετήσια αξιολόγηση τους από τους Πολίτες μέσω του διαδικτύου, έτσι ώστε ο εκάστοτε Πρωθυπουργός να γνωρίζει απ’ ευθείας (και όχι από τα ΜΜΕ ή από αλλού) την αποδοχή του έργου τους εκ μέρους του συνόλου της κοινωνίας.
(γ) Η επόμενη, η Ελεγκτική εξουσία δηλαδή, «υπεισέρχεται» (δημιουργείται και διαχωρίζεται από τις υπόλοιπες), όταν η Κυβέρνηση δίνει στους Πολίτες τη δυνατότητα του ελέγχου των «πεπραγμένων» της. Στην περίπτωση που οι βουλευτές δεν θα εκλεγόταν, αλλά θα «κληρωνόταν» τυχαία (ως γνωστόν, η Βούληση των Πολιτών δεν αντιπροσωπεύεται, όπως ατυχώς συμβαίνει στις σημερινές, μη δημοκρατικές κοινωνίες), ο έλεγχος της εκάστοτε εκλεγμένης Κυβέρνησης θα μπορούσε να είναι ένα από τα σημαντικότερα καθήκοντα του Κοινοβουλίου (η προετοιμασία των νόμων για απ’ ευθείας ψήφιση τους από τους Πολίτες ένα δεύτερο κλπ).
Όσο όμως παραμένουμε στο σημερινό πολίτευμα (αντιπροσωπευτική δημοκρατία) και δεν υιοθετούμε την πραγματική Δημοκρατία («άμεση»), θα πρέπει να υπάρξει ένας άλλος τρόπος ελέγχου των πεπραγμένων της Κυβέρνησης. Μία σκέψη θα ήταν ίσως μία επιτροπή «κληρωτών» Πολιτών, ενδεχομένως υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας - ο οποίος οφείλει σίγουρα να έχει ευρύτερες αρμοδιότητες, όπως τουλάχιστον την επίβλεψη και τον έλεγχο της Κυβέρνησης.
Για να γίνει κατανοητή η εγγενής «δυσλειτουργία» των σημερινών, εκλεγμένων Κοινοβουλίων, αρκεί να αναφέρουμε ότι, ο ετήσιος προϋπολογισμός που κατατίθεται από την κάθε Κυβέρνηση, η οποία έχει και την πλειοψηφία των βουλευτών, είναι μία τυπική διαδικασία - αντί να είναι ουσιαστική, ως όφειλε. Επομένως, η ψήφιση του (όπως και η ψήφος εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση κλπ), στην καλύτερη περίπτωση αντιπροσωπεύει τη βούληση του κυβερνώντος κόμματος (το 40-45% δηλαδή των Ελλήνων) - συνήθως δε μόνο των βουλευτών του και ποτέ την Κοινή Βούληση.
(δ) Η Δικαστική εξουσία τώρα οφείλει, κατά την άποψη μας, όχι μόνο να ασχολείται με την απονομή του Δικαίου ευρύτερα (να συμπεριλαμβάνει δηλαδή τυχόν παραπτώματα των πολιτικών), αλλά και να ελέγχει τις δημόσιες υπηρεσίες μέσω ενός ειδικού σώματος, όπως το ΣΔΟΕ.
Για παράδειγμα, το σώμα αυτό (με το οποίο θα μπορούν διαδικτυακά να «επικοινωνούν» οι Πολίτες, καταγγέλλοντας τυχόν άδικη αντιμετώπιση τους από το Δημόσιο), θα πρέπει να ελέγχει τη διαχείριση των κοινωφελών ιδρυμάτων του δημοσίου (νοσοκομεία, συνταξιοδοτικά ταμεία κλπ), τα οποία οφείλουν παράλληλα να διατηρούν πλήρη εικόνα των πεπραγμένων τους (ισολογισμούς κλπ) στο διαδίκτυο. Έτσι δεν θα αισθάνονται πλέον οι Πολίτες ότι αδικούνται, όταν το αντίστοιχο για αυτούς ΣΔΟΕ ελέγχει τα δικά τους πεπραγμένα.
(Β) ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΠΛΕΟΝΑΣΜΑΤΩΝ
Η δεύτερη προτεραιότητα τώρα της Κυβέρνησης (αφού δηλαδή καταφέρει να αποκτήσει την εμπιστοσύνη των Πολιτών της – «εγκαθιδρύοντας» τις παραπάνω ανεξάρτητες εξουσίες - να εκδώσει ομόλογα, να τα πουλήσει στο εσωτερικό της και να αναχρηματοδοτήσει το δημόσιο χρέος), είναι η ασχολία της με όλες εκείνες τις ενέργειες που θα συμβάλλουν στην μείωση του δημοσίου χρέους – επομένως στη δημιουργία πλεονασμάτων στον προϋπολογισμό (εδώ απλά σημειώνουμε ότι, μία τέτοια «πραγματική δημοκρατία» θα μπορούσε να «εξαχθεί» και σε άλλες χώρες, οι οποίες ενδεχομένως θα διαπίστωναν ότι θα μπορούσαν ανάλογα να χειριστούν αποτελεσματικότερα τις εσωτερικές και διεθνείς σημερινές προκλήσεις).
Εκτός από τα έσοδα που προκύπτουν από την έντιμη, ανταποδοτική φορολόγηση (θεωρούμε ότι όλες οι παραπάνω ενέργειες «εκδημοκρατισμού» θα συνέβαλλαν σημαντικά στη δημιουργία μίας υγιούς φορολογικής συνείδησης, αρκεί βέβαια να γινόταν ορθολογική, «ανταποδοτική» δηλαδή χρήση των φορολογικών εσόδων από το κράτος), καθώς επίσης από τη μείωση των δαπανών (κυρίως λόγω των οργανωμένων ελέγχων των οργανισμών του δημοσίου εκ μέρους της δικαστικής εξουσίας), θα μπορούσαν να εξασφαλιστούν μεγάλα πλεονάσματα από τα κέρδη των ζημιογόνων σήμερα κρατικών επιχειρήσεων (ΔΕΚΟ κλπ). Για τις εισηγμένες εξ αυτών στο χρηματιστήριο υπάρχουν ήδη οι προϋποθέσεις – αρκεί η κυβέρνηση να διαθέτει πάντοτε άτομα για την καλύτερη δυνατή στελέχωση τους. Όλες οι υπόλοιπες θα πρέπει επίσης να εισαχθούν στο χρηματιστήριο, όπου όμως το κράτος θα διατηρεί την απαιτούμενη πλειοψηφία.
Για να μπορέσουν βέβαια να εισαχθούν, θα πρέπει να γίνουν κερδοφόρες – κάτι όχι και τόσο δύσκολο, αφού πρόκειται κυρίως για κοινωφελείς, σχετικά μονοπωλιακές επιχειρήσεις. Κανένας πραγματικός Πολίτης δεν θα είχε αντίρρηση, για παράδειγμα, να αυξηθούν τα εισιτήρια των μέσων μαζικής μεταφοράς, εάν βέβαια οι αυξήσεις αυτές συνοδευόταν από ενέργειες σωστής διαχείρισης τους (μελλοντική εισαγωγή τους στο χρηματιστήριο, ικανό management, μείωση του προσωπικού στους απολύτως απαραίτητους, ανοιχτοί Ισολογισμοί – ετήσιες και τριμηνιαίες λογιστικές καταστάσεις - στο διαδίκτυο, «τεμαχισμός» τους σε profit center κλπ).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Στην ίδια λογική των «προτεραιοτήτων», θα πρέπει να ακολουθήσουν όλες εκείνες οι απαραίτητες ενέργειες, καθώς επίσης μία ευρύτερη αναδιοργάνωση, η οποία θα δημιουργήσει μία ακόμη πιο αποτελεσματική, οργανωμένη αλλά όχι «αστυνομική» δημόσια διοίκηση. Η επαρκής αυτή δημόσια διοίκηση, η οποία ουσιαστικά καταργεί τη γραφειοκρατία (και όχι τα Νομοσχέδια, τα οποία αποτελούν μάλλον «ασκήσεις επί χάρτου»), θα συνδράμει με τη σειρά της ενεργητικά στην δυναμική ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα, ο οποίος τότε μόνο θα μπορέσει επί τέλους να αποτελέσει την «ατμομηχανή» της προόδου της χώρας μας, καθώς επίσης την πλέον υγιή φορολογική της βάση.
Τελειώνοντας, υπενθυμίζουμε ακόμη μία φορά ότι, η ανταγωνιστικότητα μας, η παραγωγικότητα και η δυναμικότητα μας, είναι αδύνατον ποτέ να αναπτυχθούν, εάν προηγουμένως δεν τοποθετηθούν τα απαιτούμενα θεμέλια. Τα συμφέροντα μας, υπό υγιείς βέβαια προϋποθέσεις, είναι απολύτως συνυφασμένα με τα συμφέροντα της χώρας μας, ενώ δεν μπορούμε να είμαστε ασφαλείς, επιτυχημένοι και ευτυχισμένοι, παρά μόνο εάν προηγηθεί η χώρα μας. Ειδικά δε ο μέσος άνθρωπος, σε πλήρη αντίθεση με το «χαρισματικό», μπορεί να μεγαλουργήσει μόνο μέσω του μεγαλείου της χώρας του. «Όμως, μόνο μέσα σε μία δημοκρατία είναι πρόθυμοι οι άνθρωποι να υποστούν τις απαραίτητες θυσίες για την ευημερία της χώρας τους αφού, περισσότερο από ότι στα άλλα καθεστώτα, κατανοούν απόλυτα και αντιμετωπίζουν άφοβα την πραγματικότητα».
Δημοσίευση σχολίου