Του ΒΑΣΙΛΗ ΝΕΔΟΥ
Δύο δρόμους με τεράστιο διπλωματικό κόστος και σημαντικές αντικειμενικές δυσκολίες στην υλοποίηση έχει μπροστά της αυτή τη στιγμή η Αθήνα, προκειμένου να αντιμετωπίσει τα αρνητικά τετελεσμένα που προέκυψαν από τα Τίρανα μετά την πολιτική απόφαση της αλβανικής Δικαιοσύνης να καταδικάσει τον εκλεγμένο δήμαρχο Χειμάρρας Φρέντι Μπελέρη, ουσιαστικά πειθαρχώντας στη γραμμή που είχε τραβήξει από την αρχή ο πρωθυπουργός της χώρας Εντι Ράμα.
Ο πρώτος δρόμος είναι εκείνος που λίγο – πολύ είναι προεξοφλημένος και αφορά την ενταξιακή προοπτική της Αλβανίας. Υπενθυμίζεται ότι από τις 29 Νοεμβρίου η Αθήνα σε γραπτή δήλωση που κατατέθηκε στο Συμβούλιο Μόνιμων Αντιπροσώπων της Ε.Ε. (COREPER) σημείωνε ότι «η Ελλάδα δεν θα είναι σε θέση να συμφωνήσει στα επόμενα στάδια της ενταξιακής διαδικασίας», σε περίπτωση που η Αλβανία δεν σεβαστεί τρεις προϋποθέσεις: την ανάληψη καθηκόντων του κ. Μπελέρη ως δημάρχου, τον σεβασμό στο δικαίωμα για δίκαιη δίκη και το τεκμήριο αθωότητας.
Στην αργόσυρτη ενταξιακή διαδικασία η Ελλάδα θα έχει τη δυνατότητα να θέσει βέτο σε αρκετές φάσεις, δίχως, πάντως, ιδιαίτερη κατανόηση από τους εταίρους της στην Ε.Ε., ούτε όμως και από την Ουάσιγκτον, η οποία με διάφορους τρόπους έχει διαμηνύσει προς την Αθήνα ότι η υπόθεση Μπελέρη δεν μπορεί να τίθεται ως εμπόδιο στις σχέσεις ανάμεσα σε δύο συμμάχους στο ΝΑΤΟ.
Διμερείς κυρώσεις
Ο δεύτερος δρόμος είναι ακόμη πιο τραχύς, καθώς με βάση διάφορες εισηγήσεις, που έχουν φθάσει ακόμη και στο Μέγαρο Μαξίμου, η ευρωπαϊκή απειλή στην πράξη δεν εκφόβισε τον κ. Ράμα, ο οποίος έως αυτή τη στιγμή έχει υλοποιήσει το σχέδιο πολιτικής εξουδετέρωσης και ηθικής εξόντωσης του κ. Μπελέρη κατά γράμμα.
Με βάση αυτόν τον δρόμο γίνονται προτάσεις για διμερείς κυρώσεις (οικονομία, αυστηρότεροι έλεγχοι στις συνοριακές διαβάσεις κ.ά.), οι οποίες, ωστόσο, θα μπορούσαν στην παρούσα φάση να εκτραχύνουν εντελώς τις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, δίχως κατ’ ανάγκην να προσφέρουν κάποιο αποτέλεσμα.
Οι θιασώτες του συγκεκριμένου δρόμου θεωρούν ότι κατ’ αρχάς ο κ. Ράμα φαίνεται να πιστεύει πως η πρόσβαση που έχει στην Ουάσιγκτον, στο Βερολίνο και σε άλλες δυτικές πρωτεύουσες τού εξασφαλίζει την ασυλία έναντι της Αθήνας, ως εκ τούτου το μόνο που απομένει είναι η τήρηση σκληρής στάσης από την Αθήνα.
Και στις δύο περιπτώσεις, πολύ περισσότερο στη δεύτερη, η Αθήνα θα αντιμετωπίσει πολύ σημαντικές πιέσεις από τους εταίρους της στην Ε.Ε. και στο ΝΑΤΟ, καθώς ο κ. Ράμα είναι πρωθυπουργός της πιο αντι-ρωσικής χώρας των Δυτικών Βαλκανίων, μιας περιοχής που στις ευρωατλαντικές δομές αντιμετωπίζεται ως εξαιρετικά ευάλωτη έναντι της ρωσικής επιρροής για λόγους ιστορικούς αλλά και αντικειμενικούς.
Τα περιθώρια για την ελληνική διπλωματία είναι, πάντως, εξαιρετικά περιορισμένα, καθώς ακόμη και τα πιο έμπειρα στελέχη του υπουργείου Εξωτερικών που έχουν αναλάβει τους τελευταίους μήνες τη συγκεκριμένη υπόθεση δεν είναι σε θέση να αντιστρέψουν τη μάλλον προβληματική διαχείριση του ζητήματος στα πρώτα στάδια εξέλιξής του, όταν προεξοφλείτο ότι υφίσταται έδαφος συνεννόησης με τον κ. Ράμα.
Οι επιπτώσεις αυτής της υπόθεσης είναι εξαιρετικά τραυματικές για την Αθήνα όχι μόνο για την εικόνα της Ελλάδας ως παλαιότερης και ισχυρότερης χώρας του ευρωατλαντικού μπλοκ στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, αλλά και επί της ουσίας.
Κατ’ αρχάς ακυρώνεται το άνοιγμα των προηγούμενων χρόνων, το οποίο η κυβέρνηση φιλοδοξούσε ότι θα οδηγούσε κάποια στιγμή σε συμφωνία για την οριοθέτηση αποκλειστικής οικονομικής ζώνης (ΑΟΖ) ανάμεσα σε Ελλάδα και Αλβανία.
Η στάση της κυβέρνησης Ράμα δικαιώνει όλους όσοι υποστηρίζουν ότι ο Αλβανός πρωθυπουργός δεν θα προχωρούσε ποτέ σε μια συμφωνία η οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως επιχείρημα στην ελληνική φαρέτρα για το Αιγαίο. Υπενθυμίζεται ότι η διαφορά αφορά την οριοθέτηση ΑΟΖ ανάμεσα σε ελληνικά νησιά (Διαπόντια) και την αλβανική ακτή, μια μικρογραφία, δηλαδή, της κατάστασης που επικρατεί στο Αιγαίο.
Σε κάθε περίπτωση, η σημερινή κατάσταση μεταθέτει στις ελληνικές καλένδες όχι μόνο την ευρωπαϊκή προοπτική της Αλβανίας, αλλά και, μαζί με αυτήν, τη φιλοδοξία της Αθήνας να κλείσει μακροχρόνιες διαφορές με τα Τίρανα.
Η Βόρεια Μακεδονία
Οι πιο απαισιόδοξοι αντιμετωπίζουν την εξέλιξη της υπόθεσης Μπελέρη και ως σήμα για προβλήματα και στις σχέσεις με τις γειτονικές χώρες. Η πιθανή επικράτηση των εθνικιστών του VMRO-DPMNE στη γειτονική Βόρεια Μακεδονία δημιουργεί ανησυχίες σχετικά με την υλοποίηση της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Ηδη στις 12 Φεβρουαρίου εξέπνευσε και η τελευταία παράταση της μεταβατικής περιόδου, εντός της οποίας οι Αρχές της Βόρειας Μακεδονίας έπρεπε να έχουν αντικαταστήσει τα παλιά ταξιδιωτικά έγγραφα των πολιτών της χώρας στα οποία αναγραφόταν ως κράτος η «Δημοκρατία της Μακεδονίας» με νέα.
Μπορεί να προκύψει σημαντικό πρόβλημα, καθώς ακόμη και αν η Ελλάδα επέτρεπε στους πολίτες της χώρας να ταξιδέψουν με τα παλιά, άλλα κράτη (π.χ. της Ε.Ε.) είναι πιθανόν να μην το πράξουν. Η δικαιολογία που έχει δοθεί από τα Σκόπια περί τεχνικής δυνατότητας έκδοσης νέων διαβατηρίων αριθμού 30.000-35.000 ανά έτος αποτελεί παραδοχή αδυναμίας υλοποίησης της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Σημειώνεται ότι o πρόεδρος του VMRO και ενδεχομένως νέος πρωθυπουργός από τον Μάιο, Χρίστιαν Μίτσκοσκι, έχει ήδη προαναγγείλει ότι σκοπεύει να διαπραγματευθεί με τον Κυριάκο Μητσοτάκη τη Συμφωνία των Πρεσπών. Ακόμη και αν η εξαγγελία του κ. Μίτσκοσκι αποδειχθεί γράμμα κενό περιεχομένου, είναι απολύτως σαφές ότι η Ελλάδα βρίσκεται ξανά μπροστά στο δυσάρεστο σταυροδρόμι της μακρόσυρτης εμπλοκής σε νέες βαλκανικές περιπέτειες.
πηγή
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Δημοσίευση σχολίου