Λυγερός Σταύρος
Η δήλωση Συρίγου ότι συμφέρει τον Ελληνισμό να πουλήσουν οι ΗΠΑ σε βάθος χρόνου και με όρους F-16 στην Τουρκία προκάλεσε κύμα αντιδράσεων. Ο Συρίγος έχει μία ομολογουμένως αναμφισβήτητη από πατριωτικής απόψεως δημόσια παρουσία δεκαετιών, η οποία καθιστά απαράδεκτη τη αντίδραση Ζεμενίδη. Άλλο οξεία κριτική κι άλλο να αποδίδεις μία λάθος δήλωση με αυτά που λένε “Τούρκοι πράκτορες”!
Αντικείμενο αυτού του άρθρου, όμως, δεν είναι οι διάφορες αντιδράσεις, αλλά το κεντρικό επιχείρημα του υφυπουργού Παιδείας ότι συμφέρει τον Ελληνισμό η Τουρκία να παραμείνει στο δυτικό στρατόπεδο, επειδή έτσι μπορεί ως ένα βαθμό να συγκρατείται η επιθετικότητά της. Πριν, όμως, το εξετάσουμε, υπενθυμίζω ότι η Άγκυρα έχει δηλώσει πως δεν αποδέχεται κανέναν περιορισμό στη χρήση των προς αγορά (και αναβάθμιση) F-16. Ακόμα, όμως, κι αν οι Τούρκοι έκαναν κάποιου είδους αμφίσημη δήλωση, κατά πάσα πιθανότητα θα την παραβίαζαν στην πράξη.
Ακόμα και έτσι, όμως, η μάχη που δίνει η ομογένεια –μέσω του γερουσιαστή Μενέντεζ– για να εμποδίσει αυτή την αγορά κόντρα στην εκπεφρασμένη βούληση της κυβέρνησης Μπάιντεν, έχει μεγάλη σημασία, ανεξαρτήτως έκβασης. Πρώτον, επειδή προσφέρει χρόνο στην Ελλάδα σε ό,τι αφορά στο συσχετισμό στρατιωτικών δυνάμεων στο Αιγαίο. Δεύτερον, επειδή η εν λόγω ελληνική σφήνα στο αμερικανικό πολιτικό σύστημα υποχρεώνει τον Λευκό Οίκο, όταν λαμβάνει μία απόφαση που αφορά άμεσα την Ελλάδα, να συνυπολογίζει –περισσότερο από ό,τι στο παρελθόν– το εθνικό συμφέρον της.
Αυτός είναι ο λόγος που η δήλωση Συρίγου –δήλωση μέλους της ελληνικής κυβέρνησης κι όχι ενός καθηγητή– ήταν κατά τη γνώμη μου λανθασμένη. Όχι μόνο, επειδή θα την επικαλεστούν οι Τούρκοι, αλλά και κυρίως επειδή εξ αντικειμένου προκάλεσε ρήγμα στην άμυνα που έχουν υψώσει το ελληνικό λόμπι με τον Μενέντεζ στην υπόθεση των F-16. Πολύ περισσότερο που ο κυβερνητικός εκπρόσωπος εμμέσως κάλυψε τον υφυπουργό Παιδείας, με αποτέλεσμα η πολιτική της Αθήνας επί του ζητήματος τουλάχιστον να θολώσει.
Πολιτική ερμηνεία
Επειδή δεν μου αρέσει να κάνω ανίχνευση προθέσεων δεν θα ασχοληθώ με τα όσα γράφονται με ευκολία για το κίνητρο του Συρίγου. Η στάση του Μαξίμου, όμως, υποχρεώνει να αναζητήσουμε πολιτική ερμηνεία. Σε πρώτο επίπεδο, ο πρωθυπουργός θα έπρεπε να είναι ενοχλημένος με την επίμαχη δήλωση, επειδή –σε μία σχεδόν προεκλογική περίοδο– έδωσε την ευκαιρία στον ΣΥΡΙΖΑ να υπερκεράσει την κυβέρνηση σε πατριωτισμό, τη στιγμή που οι “γαλάζιοι” κατηγορούν συστηματικά –κι όχι παντελώς αβάσιμα– την Κουμουνδούρου για τουλάχιστον μειωμένη εθνική ευαισθησία.
Από τη δήλωση του κυβερνητικού εκπροσώπου, όπως κι από το γεγονός ότι κανένας “γαλάζιος” δεν σχολίασε ούτε θετικά ούτε αρνητικά τη δήλωση Συρίγου, συνάγεται ότι το Μαξίμου ή δεν θέλησε να εκδηλώσει την ενόχλησή του ή ότι έχει υπέρτερο λόγο να τηρεί αυτή τη στάση. Πριν πιθανολογήσουμε τον “υπέρτερο λόγο” υπογραμμίζω ότι ο μεγάλος φόβος του Μητσοτάκη (κι όχι μόνο) αυτή την περίοδο είναι το ενδεχόμενο ο Ερντογάν να επιχειρήσει στρατιωτικό τυχοδιωκτισμό εναντίον της Ελλάδας με σκοπό να πουλήσει μία “εύκολη νίκη” στους Τούρκους ψηφοφόρους, όπου ο άκρατος εθνικισμός σαρώνει.
Υπενθυμίζω ακόμα ότι μετά το σε φιλική ατμόσφαιρα γεύμα Μητσοτάκη-Ερντογάν στην Κωνσταντινούπολη τον περασμένο Μάρτιο, το κλίμα χάλασε όταν ο Έλληνας πρωθυπουργός έκανε στο Κογκρέσο μία έμμεση αναφορά στο ζήτημα των F-16. Από τότε έχουμε μία πολεμική ρητορική εκ μέρους της Άγκυρας. Το ερώτημα που εγείρεται, λοιπόν, είναι εάν η δήλωση Συρίγου εντάσσεται στο πλαίσιο μίας προσπάθειας του Μητσοτάκη να κατευνάσει τον Ερντογάν, στέλνοντάς του έμμεσο μήνυμα ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν είναι εναντίον της πώλησης F-16 στην Τουρκία. Απάντηση δεν μπορεί να δοθεί. Από τη μία πλευρά η στάση του Μαξίμου δικαιολογεί τέτοια εκτίμηση, αλλά από την άλλη, όπως είναι γνωστό, ο Συρίγος δεν ανήκει στον στενό κύκλο του πρωθυπουργού.
Τι μας λέει μισός αιώνας για τη δήλωση Συρίγου
Ας πάμε, όμως, στο βασικό επιχείρημα του Συρίγου, ότι συμφέρει τον Ελληνισμό η Τουρκία να παραμείνει στο δυτικό στρατόπεδο, επειδή έτσι μπορεί ως ένα βαθμό να συγκρατείται η επιθετικότητά της. Παράγωγο αυτού είναι και η θέση του ότι είναι προτιμότερο οι Τούρκοι να αγοράσουν αμερικανικά μαχητικά, παρά ρωσικά. Η πείρα, όμως, μισού αιώνα ελληνοτουρκικής διένεξης –με τις δύο χώρες στο ΝΑΤΟ και με κοινό “προστάτη” τις ΗΠΑ– οδηγεί σε άλλο συμπέρασμα.
Για δεκαετίες, Αμερικανοί και ΝΑΤΟ αντιμετώπιζαν Ελλάδα και Τουρκία σαν ετεροβαρές δίδυμο. Γι’ αυτούς, η δύσκολη Τουρκία είχε μεγαλύτερο γεωπολιτικό βάρος από την Ελλάδα. Εξ ου και ανέχονταν τον χρόνιο τουρκικό επεκτατισμό. Λόγω της γεωπολιτικής αυτονόμησης της νεοοθωμανικής Τουρκίας, οι σχέσεις Δύσης-Άγκυρας έχουν την τελευταία δεκαετία δυσκολέψει. Το αποτυχημένο πραξικόπημα και η αγορά των S-400 τις επιδείνωσαν.
Από όταν ο Ερντογάν κέρδισε τον εσωτερικό πόλεμο εναντίον του κεμαλικού βαθέως κράτους, επιδιώκει και έχει καταφέρει να μετατρέψει την Τουρκία σε αυτόνομη περιφερειακή δύναμη, η οποία πορεύεται με βάση σχεδόν αποκλειστικά το εθνικό της συμφέρον, χωρίς να συνυπολογίζει το συμφέρον της Δύσης. Εξ ου και ο γεωπολιτικός μερικός εναγκαλισμός με τη Μόσχα. Αυτό είναι το υπόβαθρο της δυτικής δυσφορίας.
Το τζίνι έχει βγει από το μπουκάλι
Παρόλα αυτά, οι ΗΠΑ αποφεύγουν τη ρήξη με το καθεστώς Ερντογάν, φοβούμενες ότι θα χάσουν οριστικά την Τουρκία. Περιορίζονται σε πλαγιοκοπήσεις (π.χ. υπονόμευση της τουρκικής λίρας). Μη έχοντας –λόγω των εκκαθαρίσεων– μοχλούς πίεσης, οι Αμερικανοί ελπίζουν ότι στις ερχόμενες εκλογές θα ξεφορτωθούν τον Ερντογάν και οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις θα επανέλθουν σε γενικές γραμμές στο 2002. Με άλλα λόγια, έχουν την τάση να θεωρούν πως όταν νεοσουλτάνος φύγει από την εξουσία, ή από τη ζωή, η Τουρκία θα επιστρέψει –με τον έναν ή τον άλλο τρόπο– στο δυτικό μαντρί.
Αυτό που δεν κατανοούν στην Ουάσινγκτον είναι ότι η αυτονόμηση της Τουρκίας από τη Δύση δεν αποτελεί εκτροπή. Δεν είναι πρόκειται για ιστορικό ατύχημα. Μπορεί στο νεοοθωμανικό ρεύμα να συμμετείχαν στελέχη που θεωρούν τυχοδιωκτισμό τη διάρρηξη των δεσμών με τη Δύση, αλλά η βαθύτερη ροπή του νεοοθωμανισμού ωθεί την Τουρκία προς την Ασία. Η μετάλλαξη του AKP στο σημερινό αυταρχικό καθεστώς Ερντογάν υπαγορεύθηκε ουσιαστικά από αυτήν ακριβώς τη ροπή.
Ο Ερντογάν εξέφρασε τη “βαθιά Τουρκία”, τη συντηρητική, θρησκευόμενη, οθωμανίζουσα και πολιτισμικά αντιδυτική πλειονότητα. Όχι μόνο την εξέφρασε εκλογικά, κερδίζοντας αλλεπάλληλες νίκες, αλλά και την έβαλε στο κέντρο της πολιτικής σκηνής, εκτοπίζοντας την παραδοσιακή δυτικότροπη κεμαλική μειονότητα. Η εποχή Ερντογάν, λοιπόν, είναι ιστορική καμπή, όχι ιστορική παρένθεση. Προφανώς, όταν αυτός φύγει από το προσκήνιο πολλά θα αλλάξουν. Η Τουρκία, όμως, δεν θα επιστρέψει ποτέ σ’ αυτό που ήταν πριν βρεθεί στο τιμόνι ο Ερντογάν.
Το τζίνι έχει βγει από το μπουκάλι και δεν θα ξαναμπεί ακόμα κι αν εκλεγεί κεμαλιστής. Το γεγονός ότι η Τουρκία έχει ήδη “αποπλεύσει” δεν σημαίνει πως θα εγκαταλείψει το ΝΑΤΟ. Αντιθέτως, θα εκμεταλλευθεί ότι είναι μέλος του για να ισορροπεί μεταξύ Δύσης και Ανατολής, κατά τρόπο που να εξυπηρετεί κάθε φορά τα εθνικά της συμφέροντα. Άλλοτε θα συμπλέει με τη Δύση, άλλοτε με τη Ρωσία, με άλλα λόγια, θα κάνει παιχνίδι για λογαριασμό της.
“Χώρα πρώτης γραμμής”
Όπως προαναφέραμε, το βασικό επιχείρημα του Συρίγου είναι ότι συμφέρει τον Ελληνισμό η Τουρκία να παραμείνει προσδεδεμένη στη Δύση για να αυτοσυγκρατείται, ή Αμερικανοί και Ευρωπαίοι να συγκρατούν την επιθετικότητά της. Εξετάζοντάς το υπό το πρίσμα της ανωτέρω ανάλυσης, φαίνεται ότι η σαθρότητά του. Στο σημείο που έχουν φθάσει τα πράγματα στο τρίγωνο Ελλάδα-Δύση-Τουρκία, η καλύτερη εξέλιξη για τα εθνικά μας συμφέροντα είναι να διαψευσθούν στην πράξη οι προσδοκίες των Δυτικών και ως εξ αυτού να εξαντληθεί η υπομονή τους.
Ακόμα κι αν διατηρήσουν την Τουρκία στο ΝΑΤΟ, εκ των πραγμάτων η Ελλάδα από “χώρα δεύτερης γραμμής” που ήταν παραδοσιακά, θα μετατραπεί σε “χώρα πρώτης γραμμής” για τη Δύση. Αυτό συνεπάγεται ότι η εθνική ασφάλειά της δεν θα είναι μόνο υπόθεση των Ελλήνων, αλλά εν μέρει και των Δυτικών. Με άλλα λόγια η παραδοσιακή ισορροπία στο τρίγωνο Ελλάδα-Δύση-Τουρκία, που έχει ήδη μετατοπισθεί, θα ανατραπεί υπέρ της Ελλάδας με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ισχύει δηλαδή το ακριβώς αντίθετο από αυτό που ισχυρίζεται ο Συρίγος.
Ούτε “δώρα”, όπως τα F-16, ούτε η πλήρης επάνοδος της Τουρκίας στο “δυτικό μαντρί” πρόκειται να ανασχέσουν την τουρκική επιθετικότητα. Το αποδεικνύει ο τελευταίος μισός αιώνας. Αντιθέτως, όσο πιο πολύ βαθαίνει το ρήγμα στις σχέσεις Δύσης-Τουρκίας και μετατρέπεται σε ρήξη, τόσο περισσότερο θα καθίσταται απαγορευτικός ένας τουρκικός στρατιωτικός τυχοδιωκτισμός εναντίον της Ελλάδας. Ο Συρίγος φοβάται μήπως οι Τούρκοι αγοράσουν ρωσικά μαχητικά, αλλά αν συμβεί αυτό η ρήξη θα συντελεστεί, ή τουλάχιστον θα έλθει πολύ πιο κοντά.
Δημοσίευση σχολίου