Γιώργος Σκαφιδάς
«Σε περίπτωση (σ.σ. ελληνοτουρκικής) κρίσης, οι ΗΠΑ θα πρέπει να κάνουν περισσότερα από το να είναι απλώς παρούσες», αναφέρει σε συνέντευξη που παραχώρησε στην Καθημερινή της Κυριακής (φύλλο 8ης Ιανουαρίου) ο Ράιαν Τζιντζέρας, καθηγητής στο τμήμα Εθνικής Ασφαλείας (Department of National Security Affairs) της αμερικανικής Σχολής Ναυτικών Μεταπτυχιακών Σπουδών (Naval Postgraduate School – NPS).
Κάτι ανάλογο είχε υπογραμμίσει ο ίδιος και σε άρθρο του που δημοσιεύθηκε στον ιστοχώρο War on the Rocks στις αρχές Ιανουαρίου με τον τίτλο «An honest broker no longer: the United States between Turkey and Greece».
Σύμφωνα με τον Τζιντζέρας (και όσα έγραφε στο War on the Rocks), οι Ηνωμένες Πολιτείες ενδέχεται, σε περίπτωση μεγάλης ελληνοτουρκικής κρίσης, «να μην έχουν άλλη επιλογή παρά να δράσουν ως de facto εγγυητής της ελληνικής εδαφικής ακεραιότητας».
Σε μια τέτοια περίπτωση, η αμερικανική διοίκηση θα έπρεπε να ξαναφανταστεί/επανασυλλάβει (reimagine/reconceive) την Τουρκία, πλέον όχι ως νατοϊκό σύμμαχο αλλά με ανταγωνιστικούς όρους (in antagonistic terms), ως άμεσο ανταγωνιστή ή αντίπαλο (a direct competitor or adversary).
«Η κυβέρνηση των ΗΠΑ, το διπλωματικό σώμα, ο στρατός και κάθε υπηρεσία που ασχολείται με την εξωτερική πολιτική, λειτουργούν σήμερα με το βασικό δεδομένο ότι η Τουρκία είναι σύμμαχος. Για να γίνει ένας σύμμαχος πιθανός αντίπαλος ή δυνητικός ανταγωνιστής, θα πρέπει να υπάρξουν σοβαρότατες διεργασίες σε κάθε δυνατό επίπεδο της κυβέρνησης των ΗΠΑ.
Σε ένα τέτοιο σενάριο θα έπρεπε να υπάρξει επαναχάραξη της στρατηγικής στη Μέση Ανατολή, στην Ευρώπη, στην ανατολική Μεσόγειο, στη Μαύρη Θάλασσα. Επανατοποθέτηση των αμερικανικών δυνάμεων, επανεκτίμηση στις σχέσεις των ΗΠΑ διμερώς με κράτη της Ευρώπης, αλλά κυρίως εντός του ΝΑΤΟ», εξηγεί ο Τζιντζέρας, μιλώντας στην Καθημερινή και στη Λένα Αργύρη.
Ο ίδιος υπογραμμίζει ωστόσο και κάτι άλλο: Ότι «η κατάσταση εξαρτάται από τον Ερντογάν», ότι «το πραγματικό ερώτημα είναι πού ακριβώς είναι διατεθειμένος να φθάσει ο Ερντογάν».
Με άλλα λόγια, σύμφωνα με τη συγκεκριμένη ανάλυση/εκτίμηση, οι ΗΠΑ ακόμη δεν έχουν φτάσει στο σημείο να θέλουν να χάσουν την Τουρκία από σύμμαχο.
Εάν – κάποια στιγμή – όντως την χάσουν, αυτό θα γίνει επειδή θα έχουν αναγκαστεί. Επειδή, δηλαδή, το καθεστώς Ερντογάν, το οποίο έχει ως φαίνεται και την πρωτοβουλία των κινήσεων, δεν θα τους έχει αφήσει άλλη επιλογή μέσα από τους επιθετικούς του ελιγμούς…
Πίσω στην Ουάσιγκτον ωστόσο, τα ελληνοτουρκικά προβληματίζουν μεν χωρίς όμως να βρίσκονται στην κορυφή της ατζέντας.
«Στις 27 Οκτωβρίου, έπειτα από μήνες καθυστερήσεων, η διοίκηση Μπάιντεν έδωσε στη δημοσιότητα τη μη-διαβαθμισμένη εκδοχή της νέας αμερικανικής Εθνικής Αμυντικής Στρατηγικής (National Defense Strategy – 2022 NDS) που, παρά τον πόλεμο στην Ουκρανία, παραμένει προσανατολισμένη όχι στη Ρωσία αλλά στην Κίνα […] Εάν η αμερικανική Εθνική Αμυντική Στρατηγική του 2018 αποτελούσε για το Πεντάγωνο μια στροφή από την μεσανατολική αντιτρομοκρατία στον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων, η Στρατηγική του 2022 οδηγεί αυτήν τη στροφή περισσότερο εμφατικά προς την κατεύθυνση της Κίνας του Σι Τζινπίνγκ», γράφαμε στο Α&Δ τον περασμένο Νοέμβριο.
Στην ανάλυσή του για όσα θα πρέπει να περιμένουμε το 2023 («Conflicts to Watch in 2023»), το αμερικανικό Council on Foreign Relations – CFR αξιολογεί ως «μικρή» την πιθανότητα μιας ελληνοτουρκικής σύρραξης μέσα στη χρονιά που διανύουμε, αναγνωρίζοντας ωστόσο ότι οι επιπτώσεις από μια τέτοια σύρραξη θα είναι «μεγάλες».
Σε πρόσφατο άρθρο του που δημοσιεύθηκε στο the American Conservative με τον τίτλο «Against undiplomatic diplomacy», ο Ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής Ραντ Πολ (υιός του Ρον Πολ) παίρνει θέση ενάντια σε όσους «υποστηρίζουν τις ατελείωτες επεμβάσεις των ΗΠΑ σε κάθε ξένο πόλεμο στον πλανήτη».
Μέσα από το ίδιο άρθρο, ο Πολ αμφισβητεί την αποτελεσματικότητα των αμερικανικών κυρώσεων, αποκηρύττει τη χρήση του όρου «γενοκτονία» για όσα συμβαίνουν στην Ουκρανία, και ζητά διαπραγματεύσεις με τη Μόσχα αλλά και με το Ιράν.
Με άρθρο της στους New York Times, η Μπόνι Κρίστιαν της δεξαμενής σκέψης Defense Priorities επιχειρεί να αναλύσει την εξωτερική πολιτική του Ρον Ντε Σάντις («Ron DeSantis Could Decide Republicans’ Foreign Policy»), του Ρεπουμπλικάνου κυβερνήτη της Φλόριντα που αναδύεται πια ως φαβορί για το προεδρικό χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων απέναντι στον Ντόναλντ Τραμπ ενόψει των εκλογών του 2024.
«Σκληρός» απέναντι στο Ιράν αλλά και απέναντι στον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν, ο Ντε Σάντις δεν έχει μέχρι στιγμής αφήσει να εννοηθεί ότι θα μπορούσε να επιφυλάσσει εκπλήξεις (υπό την έννοια των μεγάλων ανατροπών ή αλλαγών πλεύσης) στο μέτωπο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.
Έχει ενδιαφέρον, ωστόσο, κάτι που ο ίδιος είχε δηλώσει παλαιότερα στο πλαίσιο ομιλίας του: ότι έχουν πια κουράσει τους Αμερικανούς όλες εκείνες οι αποστολές που ξεκινούν χωρίς συνεκτική στρατηγική (missions launched without a coherent strategy) αλλά και εκείνες οι εμπλοκές που παράγουν ασαφή αποτελέσματα αντί για ξεκάθαρες νίκες (engagements that produce inconclusive results rather than clear-cut victory).
Πίσω στα καθ’ ημάς, κάποια από εκείνα τα λόγια του Ντε Σάντις θα μπορούσαν να θεωρηθούν επίκαιρα καθώς η Ελλάδα ακόμη αναζητά μια συνεκτική, υπερκομματική, μεσομακροπρόθεσμη εθνική στρατηγική, μια στρατηγική που δεν μπορεί βέβαια σε καμία περίπτωση να περιορίζεται σε όσα θα έκαναν ή δεν θα έκαναν τρίτες χώρες στην περίπτωση ελληνοτουρκικής κρίσης…
Δημοσίευση σχολίου