Του Ζαχαρία Μίχα
Οι εκλογές στην Τουρκία πλησιάζουν. Οι ανάγκες εσωτερικής πολιτικής αυξάνουν και μαζί ανεβαίνει το θερμόμετρο στα ελληνοτουρκικά. Είναι ωστόσο κεφαλαιώδους σημασίας σφάλμα η ερμηνεία ότι η τουρκική ρητορική έξαρση οφείλεται αποκλειστικά στις προεκλογικές σκοπιμότητες του Ερντογάν. Στο προεκλογικό τοπίο στην Τουρκία προκύπτουν ισχυρά στοιχεία που δείχνουν στροφή της Τουρκίας προς τον Ευρασιανισμό.
Πρόκειται για στρατηγική απόφαση που αφορά τον προσανατολισμό της Τουρκίας. Απόφαση που δεν θα μπορούσε να επιβάλει από μόνος του ακόμα κι ένας ισχυρός ηγέτης, όπως ο Ερντογάν. Κατά συνέπεια, το ερώτημα, που αποκτά ολοένα και μεγαλύτερο ενδιαφέρον, είναι το πώς θα αντιδράσει η Δύση σε αυτή την εξέλιξη. Με αφορμή την παρουσίαση “τουρκικού αυτοκινήτου”, διοργανώθηκε άλλη μία φιέστα. Το ενδιαφέρον, όμως, δεν ήταν τόσο ο Τούρκος πρόεδρος, αλλά οι πολιτικοί που βρέθηκαν μαζί του για να εορτάσουν ένα γεγονός που εντάσσεται στην ρητορική Ερντογάν περί “αιώνα της Τουρκίας”.
Στην τελετή, λοιπόν, παραβρέθηκαν, φωτογραφήθηκαν και… προσευχήθηκαν μαζί με τον Ερντογάν, υπό την καθοδήγηση του επικεφαλής θρησκευτικών υποθέσεων της χώρας ιμάμη, ορισμένοι παλαιοί γνώριμοι. Πρόκειται για την πρωθυπουργό των Ιμίων, Τανσού Τσιλέρ και τον Ντογού Περιντσέκ, πολιτικό πρόσωπο που θεωρείται πως εκπροσωπεί στο “βαθύ κράτος” την εθνικιστική Αριστερά. Έναν δεδηλωμένο υποστηρικτή της θέσης ότι η Τουρκία πρέπει να αυτονομηθεί από τη Δύση και να στραφεί προς τον Ευρασιανισμό. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτός ήταν ο πρώτος Τούρκος πολιτικός που επισκέφθηκε ο Κινέζος πρεσβευτής στην Άγκυρα, τρεις μόλις ημέρες μετά την επίδοση των διαπιστευτηρίων του στο Ερντογάν, στα τέλη του 2020.
Σε επίπεδο εσωτερικής πολιτικής, η συνύπαρξη της Τσιλέρ με τον Περιντσέκ στο πλευρό του Ερντογάν και του εταίρου του “Γκρίζου Λύκου” Ντεβλέτ Μπαχτσελί αποτυπώνει μια νέα συναίνεση που έχει διαμορφωθεί στην Τουρκία και κάθε μέρα που περνά καθίσταται ολοένα και πιο ευδιάκριτη. Η συναίνεση αυτή αφορά τη βιωσιμότητα της συμμαχίας μεταξύ του τουρκικού εθνικισμού και της ισλαμικής ταυτότητας.
Ο συνδυασμός αυτός δείχνει να θεωρείται ως η βέλτιστη διαθέσιμη λύση απέναντι στις εγγενείς φυγόκεντρες τάσεις της Τουρκίας. Χονδρικά, ο εθνικισμός καλύπτει την κεμαλική παράδοση της χώρας. Με την προσθήκη του Ισλάμ επιχειρείται η ενσωμάτωση σημαντικού μέρους του κουρδικού πληθυσμού της χώρας, με μόνη εξαίρεση την θεωρούμενη “ακροαριστερή έκφανση”, η οποία για τους Τούρκους εκφράζεται από το PKK και τα παρακλάδια του στις γειτονικές χώρες.
Με τον τρόπο αυτό το βαθύ τουρκικό κράτος, εφαρμόζοντας τη συνταγή του διαίρει και βασίλευε, δείχνει να πιστεύει ότι ο βαθμός ενσωμάτωσης και αφομοίωσης των Κούρδων στην τουρκική κοινωνία διαφέρει, αναλόγως του βαθμού της επιτυχίας στην προσπάθεια κοινωνικής ανέλιξης. Όσο μεγαλύτερη η επιτυχία σε όρους επαγγελματικούς και οικονομικούς, τόσο χαμηλότερο το κίνητρο ροπής στον “κουρδικό εθνικισμό”. Παράλληλα, το Ισλάμ θέλγει τους κοινωνικά αποκλεισμένους τουρκικούς πληθυσμούς της Ανατολίας. Κατά συνέπεια, επιχειρεί να τους συσπειρώσει κατά τρόπον που θα τους κάνει να λειτουργούν ως επιπλέον ανάχωμα στις απόπειρες κουρδικής εθνικής χειραφέτησης.
Η συνύπαρξη του διδύμου Ερντογάν-Μπαχτσελί με την Τσιλέρ και τον Περιντσέκ συνιστά μια άτυπη συμμαχία που ενισχύει θεαματικά την προοπτική παραμονής του Ερντογάν στην εξουσία. Καλλιεργεί την προοπτική οριστικού διχασμού της ενιαίας αντιπολίτευσης, καθώς η επικεφαλής του “Καλού Κόμματος” Μεράλ Ακσενέρ δύσκολα θα μπορούσε να επιβιώσει διαφοροποιούμενη από τη γενική κατεύθυνση που παίρνει το εθνικιστικό μέτωπο στην Τουρκία. Πρόκειται για μια λεπτομέρεια που θα μπορούσε την κρίσιμη στιγμή, ακόμα και να κρίνει το τελικό αποτέλεσμα.
Αυτή η εσωτερική κατάσταση στην Τουρκία απειλεί να καταστήσει όνειρα θερινής νυκτός τις προσδοκίες πολλών στη Δύση για μια πολιτική αλλαγή στην Τουρκία, με την απομάκρυνση από την εξουσία του Ερντογάν, η οποία θα διευκολύνει την ολική επαναφορά της Τουρκία σε δυτική τροχιά. Με αυτά ως δεδομένα, το μεγάλο ερώτημα για την Ελλάδα είναι πώς θα μετεξελιχθεί η δυτική στρατηγική απέναντι στην Τουρκία, καθώς οι αποφάσεις που θα ληφθούν θα επηρεάσουν καθοριστικά τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα.
Το συμπέρασμα ότι η Δύση θα ταχθεί απέναντι στην Τουρκία, με το ΝΑΤΟ να προσαρμόζεται στη νέα πραγματικότητα, προχωρώντας σε οχύρωση στον ελληνικό χώρο, στην καλύτερη περίπτωση αποτελεί μισή αλήθεια και θα ήταν επικίνδυνα αβασάνιστο και πρόωρο. Παρόλο που η απώλεια, επί της ουσίας, της Τουρκίας θα μεγιστοποιήσει την αξία της Ελλάδας, θα ήταν κεφαλαιώδες σφάλμα να θεωρηθεί ότι η στάση της Δύσης θα αλλάξει άρδην και θα υποστηρίξει άνευ όρων τη Ελλάδα. Διότι αυτό δείχνει να διαμορφώνεται ασυναίσθητα ως η νέα πεποίθηση της ελληνικής ελίτ.
Το επιχείρημα του γράφοντος είναι ότι η Δύση και πάλι θα διστάσει να διαρρήξει τις σχέσεις της με την Τουρκία. Η λογική που θα επικρατήσει είναι ότι το μέγεθος και ο ρόλος της Τουρκίας μετά και την ευρασιανική της στροφή, θα είναι τέτοιος που το συμφέρον της Δύσης θα υπαγορεύει να “καταπιεί” για μια ακόμη φορά το τετελεσμένο και να αναζητήσει τρόπο διατήρησης ουσιωδών διαύλων επικοινωνίας, στην προσπάθεια να ασκείται επιρροή επί της τουρκικής πολιτικής.
Προφανώς, εάν συμβεί αυτό θα αποτελέσει νίκη για τον Ερντογάν και δικαίωση της ρητορικής του, ότι η Τουρκία είναι πολύ μεγάλο μέγεθος για να αγνοηθεί από τον οποιονδήποτε. Ταυτόχρονα, θα παγιώσει –ακόμα και για τους πιο αισιόδοξους για την αμερικανική πρωτοκαθεδρία ατλαντιστές– την εξάρτηση της δυτικής γεωστρατηγικής από τον τουρκικό χώρο. Αυτό θα συνιστούσε ουσιαστικά μια μοιρολατρική αντιμετώπιση της Τουρκίας.
Είναι πολύ πιθανό το ΝΑΤΟ να διαβάσει αντίστροφα την εξέλιξη, επιχειρώντας να κεφαλαιοποιήσει τη στενή σχέση εφτά δεκαετιών με την Τουρκία, για να αποκτήσει στάτους προνομιακού συνομιλητή της Άγκυρας! Αυτό είναι ισχυρή πιθανότητα. Μια τέτοια στάση, όμως, θα δικαίωνε και πάλι τον Ερντογάν, καθώς θα δημιουργούσε ανταγωνισμό ανάμεσα στη Ρωσία και στις ΗΠΑ για τα “μάτια” του Ερντογάν. Αυτός είναι, άλλωστε, ο εξόφθαλμα κομβικός στόχος της εξωτερικής πολιτικής του, με βασικό κίνητρο τη σταδιακή αποδέσμευση της Τουρκίας από το δυτικό άρμα.
Εάν εκτίμηση αυτή επαληθευθεί θα έχει προφανείς συνέπειες για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα. Θα διαψεύσει την εκτίμηση ορισμένων αναλυτών για ολοκληρωτική ευθυγράμμιση των ΗΠΑ με την Ελλάδα με σκοπό την “τιμωρία της απείθαρχης Τουρκίας”. Όλα στην εξωτερική πολιτική κινούνται σε ένα απέραντο γκρίζο. Προφανώς η γεωστρατηγική αξία της Ελλάδας θα αυξηθεί. Τα ανταλλάγματα, όμως, που θα αποσπάσει η χώρα, θα είναι ευθέως ανάλογα με τη διαπραγματευτική διάθεση που θα επιδείξει…
Η απόλυτη ταύτιση με την αμερικανική στρατηγική διαβιβάζει το λάθος μήνυμα. Όταν δίνουμε την εντύπωση ότι η εξυπηρέτηση του συμμαχικού συμφέροντος αυτομάτως εξυπηρετεί και το ελληνικό είναι διπλωματικά αυτοκτονία. Εξίσου επιβλαβής εικόνα είναι και η στρατηγική του “καλού παιδιού”. Όταν η Ελλάδα υποχωρεί δήθεν για το κοινό καλό, η στάση της ερμηνεύεται πως είναι διατεθειμένη να κάνει εκπτώσεις στα ελληνικά εθνικά συμφέροντα. Κι αυτό οδηγεί σε μεγαλύτερες υποχωρήσεις.
Μόνο αφελείς δεν αντιλαμβάνονται πλέον το πραγματικό εύρος των τουρκικών επεκτατικών διεκδικήσεων σε βάρος της Ελλάδας. Και οι δυτικοί, βέβαια, δεν είναι καθόλου αφελείς. Η Άγκυρα διεκδικεί ανοιχτά το μισό Αιγαίο αμφισβητώντας ακόμα και την ελληνική κυριαρχία επί των νήσων του ανατολικού Αιγαίου, με πρόσχημα την αποστρατιωτικοποίηση. Προαναγγέλλει γεωτρήσεις με τη Λιβύη σε ελληνική υφαλοκρηπίδα-ΑΟΖ παρά την αντίθετη θέση των μεγάλων της Δύσης κλπ. Προσπαθεί να “καταπιεί” την Κύπρο και να αποσπάσει το ήμισυ τουλάχιστον των υδρογονανθράκων της.
Κατά συνέπεια, ας φροντίσουμε να κάνουμε και εμείς το ίδιο στο άλλο επίπεδο της διαπραγμάτευσης, το ενδοσυμμαχικό, μαζί με τη συνέχιση και την εντατικοποίηση της ενίσχυσης των Ενόπλων Δυνάμεων. Διότι το παραδοσιακό πρόβλημα της εξεύρεσης δυτικών ανταλλαγμάτων για τον κατευνασμό της Τουρκίας θα στραφεί εναντίον της Ελλάδας για το κοινό καλό! Άρα δεν είναι δύσκολο να μαντέψει κάποιος σε ποιανού τον μύλο ρίχνει νερό η στρατηγική του “καλού παιδιού”…
Δημοσίευση σχολίου