Λυγερός Σταύρος
Το συγκλονιστικό βίντεο με την δολοφονία του σμηναγού Κώστα Ηλιάκη, έφερε στο προσκήνιο την τραγωδία που συνέβη το 2006 στον εναέριο χώρο της Καρπάθου. Ας θυμηθούμε το περιστατικό. Τα ελληνικά ραντάρ είχαν εντοπίσει τα ίχνη του τουρκικού φωτογραφικού Φάντομ και των δύο F-16 που το συνόδευαν. Επειδή περίπου κάθε μήνα οι Τούρκοι πραγματοποιούσαν αυτού του είδους την κατασκοπευτική επιχείρηση φωτογράφισης με σκοπό να ελέγχουν και το βαθμό ετοιμότητας των ρωσικών αντιαεροπορικών πυραύλων S-300, το ελληνικό Κέντρο Επιχειρήσεων γνώριζε την τουρκική αποστολή.
Γι’ αυτό και δόθηκε εντολή σ’ ένα ζεύγος ελληνικών F-16 να πάει στην περιοχή για αναγνώριση, καθ’ ότι τα τουρκικά πετούσαν στο FIR Αθηνών χωρίς να έχουν υποβάλλει σχέδιο πτήσης. Πραγματική αποστολή των ελληνικών F-16 ήταν να αποτραπεί η είσοδος στον ελληνικό εναέριο χώρο των τουρκικών και η φωτογράφιση από κοντινή απόσταση. Όταν ο αρχηγός της ελληνικού ζεύγους Κώστας Ηλιάκης πλησίασε το τουρκικό φωτογραφικό για αναγνώριση (και για να διαπιστώσει το είδος του φωτογραφικού εξοπλισμού), όπως είχε δικαίωμα, το ένα τουρκικό F-16 με το φτερό συνέτριψε την καλύπτρα του ελληνικού F-16 με αποτέλεσμα τα δύο μαχητικά να καταπέσουν, ο Ηλιάκης να σκοτωθεί, ενώ ο Τούρκος να διασωθεί πέφτοντας με αλεξίπτωτο.
Το δεύτερο ελληνικό F-16, ενώ είχε κλειδώσει τα δύο άλλα τουρκικά και μπορούσε να τα καταρρίψει, έλαβε αντίθετη εντολή. Στα αρχεία της ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας υπήρχαν πολλές εκθέσεις, οι οποίες επιβεβαίωναν ότι Τούρκοι πιλότοι πραγματοποιούσαν κατά την διάρκεια εμπλοκών τέτοιους άκρως επικίνδυνους επιθετικούς ελιγμούς. Ως εκ τούτου, η ελληνική πλευρά όφειλε να είχε προετοιμάσει σενάριο αντίδρασης.
Όταν έγινε γνωστό το επεισόδιο στα δύο αρχηγεία, οι Τούρκοι σήκωσαν τρία ζεύγη F-16 για να τα στείλουν στην περιοχή με σκοπό να αποκτήσουν πλεονέκτημα. Το ίδιο ήταν έτοιμη να πράξει και η ελληνική Πολεμική Αεροπορία. Μεσολάβησε, όμως, η επικοινωνία αφενός του αρχηγού ΓΕΕΘΑ ναυάρχου Χηνοφώτη με τον Τούρκο ομόλογό του στρατηγό Οζκιόκ, αφετέρου των υπουργών Εξωτερικών Αμπντουλάχ Γκιούλ και Ντόρας Μπακογιάννη, στις οποίες αποφασίσθηκε να δοθεί τέλος και να τηρηθούν χαμηλοί τόνοι. Μπορεί και οι δύο πλευρές να έχασαν από ένα αεροσκάφος, αλλά η ελληνική είχε ένα νεκρό. Όπως αποδεικνύει και το βίντεο, Ηλιάκης κυριολεκτικά δολοφονήθηκε από τον Τούρκο πιλότο, ο οποίος, όταν οι Έλληνες τον πλησίασαν στο πλαίσιο της επιχείρησης διάσωσης, έβγαλε το πιστόλι του και τους απείλησε!
Το φοβικό σύνδρομο
Εάν προσπαθήσουμε να συνοψίσουμε την ελληνική αντίδραση σ’ εκείνο το επεισόδιο, οι κατάλληλες λέξεις είναι φόβος και πάλι φόβος. Την πρώτη ημέρα, η κυβέρνηση ήταν τόσο φοβισμένη κι αμήχανη, που είχε αποφύγει επιμελώς κάθε καταγγελία και της κατασκοπευτικής επιχείρησης που πραγματοποιούσαν οι Τούρκοι με φωτογραφικό αεροσκάφος και του επιθετικού ελιγμού με το γνωστό τραγικό αποτέλεσμα.
Κι όχι μόνο αυτό. Μαρτυρά έλλειμμα εθνικού αυτοσεβασμού το γεγονός ότι την ώρα που είχε χαθεί ο Ηλιάκης πάνω στην εκτέλεση του καθήκοντός του, οι επίσημες δηλώσεις είχαν έναν αυτοεπαινετικό, σχεδόν θριαμβικό χαρακτήρα! Ο ισχυρισμός ότι με υπεύθυνους χειρισμούς απετράπη η επαπειλούμενη κρίση(!) ήταν θλιβερό. Στην πραγματικότητα, οι πιθανότητες να προέκυπτε ευρύτερο θερμό επεισόδιο ήταν εξαρχής αμελητέες.
Η Άγκυρα δεν χαρακτηρίζεται από τυχοδιωκτισμό, ούτε αντιδρά σπασμωδικά. Συντηρεί την ένταση για πολιτικούς λόγους, αλλά ευρύτερη κρίση προκαλεί μόνο όταν το έχει σχεδιάσει για να εγείρει επεκτατικές διεκδικήσεις και να εγγράψει σχετικές πολιτικές υποθήκες. Τέτοιες περιπτώσεις ήταν και η κρίση του 1987 και –με διαφορετικό τρόπο– η κρίση στα Ίμια το 1996. Το επεισόδιο στην Κάρπαθο, αντιθέτως, ήταν αποτέλεσμα της τουρκικής επιθετικότητας, αλλά όχι προσχεδιασμένο. Γι’ αυτό και Αθήνα-Άγκυρα δεν δυσκολεύθηκαν καθόλου να συμφωνήσουν.
Ο Ηλιάκης κι ο αυτοεγκλωβισμός της Αθήνας
Η άμεση συνεννόηση για αποτροπή κλιμάκωσης ήταν επιβεβλημένη, αλλά θα ήταν διαφορετικά τα πράγματα εάν το δεύτερο ελληνικό F-16 θα είχε καταρρίψει το δεύτερο τουρκικό. Το πρόβλημα, λοιπόν, βρίσκεται στο γεγονός ότι υπό το κράτος του φοβικού συνδρόμου της, η Αθήνα αυτοεγκλωβίστηκε –όπως συνεχίζει να αυτοεγκλωβίζεται– σ’ ένα πολιτικοψυχολογικό κλίμα, το οποίο συρρικνώνει την γκάμα των ρεαλιστικών επιλογών της και την καθιστά απελπιστικά εύκολο αντίπαλο στις τουρκικές επεκτατικές πιέσεις.
Η Άγκυρα άκουγε και ακούει με ειρωνικά χαμόγελα τις επαναλαμβανόμενες ανούσιες κι αμήχανες ελληνικές παροτρύνσεις να αλλάξει πολιτική. Είναι αλήθεια ότι η τουρκική συμπεριφορά δεν συνάδει με την ιδιότητα της υποψήφιας προς ένταξη χώρας κι ότι έρχεται σε αντίθεση με την ευρωπαϊκή αρχή των σχέσεων καλής γειτονίας. Δεν παράγεται, όμως, πολιτικό αποτέλεσμα με διαπιστώσεις, ακόμα και τότε που ο Ερντογάν επεδίωκε πραγματικά την ένταξη στην ΕΕ.
Όταν η τότε κυβέρνηση Καραμανλή είδε ότι η προσπάθεια υποβάθμισης του θέματος δεν είχε περάσει στην κοινή γνώμη, είχε διαφοροποιήσει την ρητορική της. Έστω και με καθυστέρηση, ο πρωθυπουργός είχε αφήσει να αιωρείται η απειλή ότι η Ελλάδα ενδέχεται να σταματήσει να υποστηρίζει την ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας. Επειδή, όμως, παρόμοιες προειδοποιήσεις διατυπώνονταν κάθε φορά που εκδηλώνονταν τουρκικές προκλήσεις, είχαν χάσει την πολιτική τους εμβέλεια. Ηχούσαν σαν λόγια χωρίς αντίκρισμα. Εκτός κι αν θεωρηθεί ότι στόχο είχαν όχι να στείλουν μήνυμα στην Άγκυρα, αλλά να κατευνάσουν την ελληνική κοινή γνώμη.
Εξαγορά της ύφεσης
Η ελληνική πολιτική ελίτ δεν έχανε ευκαιρία να δηλώνει ότι είναι στρατηγικός της στόχος η πλήρης εξομάλυνση των σχέσεων με την Τουρκία. Η επιδίωξη αυτή, όμως, λειτουργούσε ως υποκατάστατο πολιτικής. Για τη βελτίωση των διμερών σχέσεων δεν αρκεί η πρόθεση της μιας πλευράς. Απαιτείται και η βούληση της άλλης. Και εκεί ακριβώς ήταν και παραμένει το κρίσιμο έλλειμμα. Η Άγκυρα συνέχισε την εξαναγκαστική της διπλωματία, συστατικό στοιχείο της οποίας είναι οι προκλήσεις.
Οι καλές σχέσεις είναι προς όφελος και των δύο κρατών κι όχι μόνο της Ελλάδας. Η επισήμανση έπρεπε να είναι αυτονόητη, αλλά δυστυχώς δεν είναι. Ορισμένοι πολιτικοί, δημοσιογραφικοί και ακαδημαϊκοί κύκλοι έχουν την τάση να θεωρούν ότι η Αθήνα πρέπει να εξαγοράζει την ύφεση και να προωθεί την προσέγγιση, προσαρμοζόμενη στις τουρκικές απαιτήσεις, με φαινομενικά ανώδυνες υποχωρήσεις.
Η πολιτική αυτή επικαλείται ένα μεταμοντέρνο ιδεολόγημα για τις διεθνείς σχέσεις, που έχει ελάχιστη σχέση με την πραγματικότητα. Επί της ουσίας, υποδηλώνει ότι οι υποστηρικτές της αντιλαμβάνονται τις ελληνοτουρκικές σχέσεις με όρους ανισοτιμίας. Κι ακριβώς γι’ αυτό –όπως με αναμφισβήτητο τρόπο έχουν όλα αυτά τα χρόνια αποδείξει τα γεγονότα– το μόνο αποτέλεσμα είναι η όξυνση της τουρκικής επιθετικότητας, η οποία με την σειρά της καθιστά πιθανότερη την κρίση. Ο Ηλιάκης, λοιπόν, σκοτώθηκε χωρίς η θυσία του να έχει πολιτικό αντίκρισμα.
Η “εξημέρωση του θηρίου”
Το επεισόδιο στην Κάρπαθο πριν 16 χρόνια μπορεί να ήταν κατά μία έννοια στατιστικώς αναμενόμενο, αλλά έφερε με δραματικό τρόπο στο προσκήνιο το χρόνιο πρόβλημα των τουρκικών προκλήσεων και κυρίως το υφιστάμενο έλλειμμα στον τρόπο αντιμετώπισής τους εκ μέρους της Ελλάδας. Επιβεβαίωσε για μία ακόμα φορά τότε πόσο λάθος ήταν το τότε δόγμα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής ότι η έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Tουρκίας θα αποτελούσε την αφετηρία μίας διαφοροποίησης στην συμπεριφορά της. Κι αυτή η επιβεβαίωση συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
H αλήθεια είναι ότι η Άγκυρα δεν έκρυψε ποτέ τις προθέσεις της. Στόχος της ήταν τότε να διανύσει την ενταξιακή της πορεία μ’ όλες τις επεκτατικές διεκδικήσεις της στο τραπέζι. Eπειδή, όμως, η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, το ελληνικό πολιτικό σύστημα παρέμενε στην ίδια γραμμή πλεύσης, διακατεχόμενο από τον ίδιο φόβο και την ίδια αμηχανία. Σε τέτοιο σημείο, μάλιστα, που παραβίαζε το άλφα-βήτα των διεθνών σχέσεων: η Αθήνα είχε δεσμευθεί εκ των προτέρων και χωρίς λόγο να υποστηρίξει ενθέρμως και άνευ όρων την τουρκική ένταξη! Το ελληνικό “ναι” τον Δεκέμβριο 2004, μάλιστα, δεν είχε διασυνδεθεί ούτε καν με την άρση της απόφασης του τουρκικού Κοινοβουλίου να χαρακτηρίσει casus belli (αιτία πολέμου) την επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων!
Όπως είναι γνωστό, η στρατηγική της ¨”εξημέρωσης του θηρίου” είχε δρομολογηθεί και εφαρμοσθεί πρώτα από το δίδυμο Κώστας Σημίτης-Γιώργος Παπανδρέου. H κυβέρνηση Καραμανλή δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να την συνεχίσει με τον δικό της τρόπο, εγκαταλείποντας, όμως, την αμφιλεγόμενη πρόβλεψη περί διαπραγμάτευσης και παραπομπής στη Χάγη των “συνοριακών διαφορών” που υπήρχε στην απόφαση του Ελσίνκι (Δεκέμβριος 1999).
O απολογισμός εκείνης της πορείας αποδείχθηκε στην πράξη πενιχρός. Aκόμα και οι θερμοί υποστηρικτές εκείνης της πολιτικής δεν μπορούσαν να το αρνηθούν. Γι’ αυτό και σύστηναν υπομονή, παραπέμποντας στις θετικές αλλαγές, οι οποίες θα προκύψουν στο μέλλον. Tο μέλλον, άλλωστε, έχει το πλεονέκτημα ότι δεν διαψεύδει εκ των προτέρων καμία προσδοκία! Κάπως έτσι φθάσαμε στο σήμερα. Κανείς βεβαίως δεν ποντάρει πλέον στις παγωμένες ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Τουρκίας, αλλά η Αθήνα φροντίζει να βρίσκει κάποια άλλη προσχηματική δικαιολογία κι αν δεν βρίσκει ούτε τέτοια να βολεύεται με έναν κραυγαλέο κατευνασμό που οδηγεί βεβαίως στο ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα.
Δημοσίευση σχολίου