Γράφει ο Cihan Tugal.
Το ΝΑΤΟ, που έχει συναινέσει επί μακρόν στις διώξεις των Κούρδων, απέχει πολύ από το να είναι μια δύναμη ειρήνης. Και η Τουρκία, μέλος του από το 1952, το αποδεικνύει.
Τον Απρίλιο, που ο κόσμος ήταν απασχολημένος με την εισβολή του Βλαντιμίρ Πούτιν στην Ουκρανία, ένα μέλος του ΝΑΤΟ εξαπέλυσε επίθεση σε δύο από τις γειτονικές του χώρες. Η Τουρκία στόχευσε με βομβαρδισμούς τα στρατόπεδα Κούρδων μαχητών στο Ιράκ και τη Συρία, επιφέροντας πλήγματα σε καταφύγια, αποθήκες πυρομαχικών και βάσεις.
Η ειρωνεία πέρασε σε μεγάλο βαθμό απαρατήρητη. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη: Για πολύ καιρό, ο δυτικός κόσμος έκανε τα στραβά μάτια στη σκληρή μεταχείριση των Κούρδων από την Τουρκία. Εδώ και δεκαετίες, το τουρκικό κράτος καταδιώκει την κουρδική μειονότητα (περίπου το 18% του πληθυσμού της) με καταστροφικό ζήλο. Χιλιάδες Κούρδοι έχουν εξοντωθεί και περίπου ένα εκατομμύριο έχουν εκτοπιστεί σε μια εκστρατεία σκληρής καταστολής στο εσωτερικό. Ωστόσο, τα δυτικά έθνη, πέρα από μια σύντομη περίοδο κατά την οποία η κουρδική αντίσταση συγκρατούσε το ανερχόμενο Ισλαμικό Κράτος, σπάνια έδειξαν να νοιάζονται.
Η μεταχείριση των Κούρδων από την Τουρκία έχει βρεθεί σήμερα στο επίκεντρο - αλλά όχι επειδή οι σύμμαχοι αφυπνίστηκαν από την αδικία της συστηματικής καταπίεσης των Κούρδων. Απεναντίας, είναι επειδή η Τουρκία απειλεί αποτελεσματικά να μπλοκάρει την είσοδο της Φινλανδίας και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, εκτός εάν συμφωνήσουν να πατάξουν τους Κούρδους μαχητές. Για τον Πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, που είδε μια ευκαιρία να εδραιώσει περαιτέρω την εθνικιστική του ατζέντα, ήταν ένα τολμηρό ποντάρισμα. Η χλιαρή μέχρι τώρα αντίδραση των συμμάχων του ΝΑΤΟ υποδηλώνει ότι μπορεί να είναι επιτυχημένο.
Όπως και να καταλήξει η κατάσταση, είναι βαθιά κατατοπιστική. Για την Τουρκία, υπογραμμίζει για ακόμα μία φορά το σθένος με το οποίο ο κ. Ερντογάν επιθυμεί να εξοντώσει τους Κούρδους, την ώρα που διεκδικεί για τη χώρα του θέση περιφερειακής δύναμης. Για την ίδια τη συμμαχία, το αδιέξοδο φέρνει στο φως γεγονότα που συγκαλύπτονταν επί του παρόντος από τον μετασχηματισμό της σε αμιγώς αμυντικό οργανισμό. Το ΝΑΤΟ, που έχει συναινέσει επί μακρόν στις διώξεις των Κούρδων, απέχει πολύ από το να είναι μια δύναμη ειρήνης. Και η Τουρκία, μέλος του από το 1952, το αποδεικνύει.
Η σύγκρουση της Τουρκίας με τους Κούρδους χρονολογείται τουλάχιστον από τα τέλη του 19ου αιώνα, όταν ο οθωμανικός συγκεντρωτισμός οδήγησε σε φυλετικές εξεγέρσεις. Οι πρώτες δύο δεκαετίες της Τουρκικής Δημοκρατίας, που ιδρύθηκε το 1923, περιλάμβαναν την άρνηση κουρδικής ταυτότητας, αυτονομίας και γλώσσας, που ήταν όλα θεμελιωμένα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ακολούθησαν εξεγέρσεις αλλά καταπνίγηκαν βίαια. Αφότου παρέμεινε κατά βάση αδρανής στις δεκαετίες του 1940 και του 1950, η κουρδική μαχητικότητα είδε μια αναβίωση, κάτω από επαναστατικά σύμβολα. Το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν, ή P.K.K., αναδύθηκε μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα.
Η οργάνωση έχει χαρακτηριστεί τρομοκρατική από την Τουρκία, τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρωπαϊκή Ένωση - και οι μέθοδοί της είναι πράγματι βίαιες. Σε τέσσερις δεκαετίες συγκρούσεων, το PKK έχει συμβάλει στην αιματοχυσία και ευθύνεται για τους θανάτους αμάχων καθώς και στελεχών σωμάτων ασφαλείας. Ωστόσο, η μιλιταριστική προσέγγιση της Τουρκίας στο κουρδικό ζήτημα έχει αφήσει ελάχιστο χώρο για άλλες, πιο διαλλακτικές κουρδικές οργανώσεις.
Η χώρα βίωσε μια άνθιση του κουρδικού ακτιβισμού στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και του 1970, όταν πολλά αριστερά τουρκικά κινήματα και οργανώσεις εξέφρασαν επίσης την αλληλεγγύη τους στους Κούρδους. Αλλά ένα πραξικόπημα το 1980 συνέτριψε τις δυνάμεις αυτές, με εξαίρεση το PKK, του οποίου τα περισσότερα στρατόπεδα βρίσκονταν ήδη εκτός Τουρκίας. Στα χρόνια μετά το πραξικόπημα, τα σκληρά βασανιστήρια που υπέστησαν Κούρδοι ακτιβιστές διαφόρων οργανώσεων διόγκωσαν τις τάξεις του PKK. Πιο πικραμένοι από ποτέ απέναντι στο τουρκικό κράτος, πολλοί ακτιβιστές δεν έβλεπαν άλλη αποτελεσματική εστία για τον αγώνα τους.
Τα πράγματα σήμερα δεν είναι πολύ καλύτερα. Ειρηνικές μορφές κουρδικού ακτιβισμού - όπως αυτές που οργανώνονται από το νόμιμο Δημοκρατικό Κόμμα του Λαού ή H.D.P. - βρίσκονται υπό διαρκή επίθεση, με κατηγορίες για δεσμούς με το PKK. Η κυβέρνηση υποστηρίζει επίσης ότι το PKK βρίσκεται σε σύμπραξη με το κίνημα του Γκιουλέν, πρώην σύμμαχο του κυβερνώντος κόμματος που η κυβέρνηση κατηγορεί για ενορχήστρωση της αποτυχημένης απόπειρας πραξικοπήματος του 2016. Πρόκειται για μέλη αυτών των δύο ομάδων που ο κ. Ερντογάν απαιτεί να παραδώσουν η Σουηδία και η Φινλανδία.
Πού ήταν το ΝΑΤΟ σε όλα αυτά; Της στρατιωτικής επέμβασης του 1980, που επιδοκιμάστηκε τουλάχιστον έμμεσα από τη συμμαχία, ηγήθηκε ο Κενάν Εβρέν, διοικητής δυνάμεων του ΝΑΤΟ απέναντι στο αντάρτικο. Οι δυτικές χώρες συνέχισαν να παρέχουν άφθονη υποστήριξη σε επιχειρήσεις κατά των Κούρδων τα επόμενα χρόνια, ακόμη και κατά τη διάρκεια των εξαιρετικά βίαιων συγκρούσεων του 1993-95. Όταν επαναλήφθηκαν οι εχθροπραξίες τη δεκαετία του 2010, η Δύση αγνόησε σε μεγάλο βαθμό τα κύματα καταστολής στο εσωτερικό και τις επανειλημμένες εισβολές της Τουρκίας στη Συρία και το Ιράκ, όπου Κούρδοι είχαν αναζητήσει καταφύγιο από καιρό.
Εφόσον μια τέτοια ένοχη σιωπή είναι τόσο επίμονη, γιατί ο κ. Ερντογάν επέλεξε αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή για να κλιμακώσει τις στρατιωτικές του περιπέτειες; Η απάντηση είναι απλή: Οι εκλογές είναι προ των πυλών και η κυβέρνηση, που ηγείται της χειρότερης οικονομικής κρίσης της χώρας εδώ και δύο δεκαετίες, ποντάρει στον επιθετικό εθνικισμό για την αποκατάσταση των εθνικών πληγών. Το κυβερνών κόμμα έχει εντείνει αντίστοιχα τις κινήσεις του κατά των Κούρδων, με φυλακίσεις πολιτικών και δημοσιογράφων, με στρατιωτικές επιχειρήσεις στο εξωτερικό και με απαγορεύσεις συναυλιών και παραστάσεων στο εσωτερικό.
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία προφανώς ενθάρρυνε παραπάνω τον κ. Ερντογάν. Επέτρεψε στην Τουρκία να εμφανιστεί ως φίλη της Δύσης, αποσπώντας επαίνους για τον γρήγορο αποκλεισμό της Μαύρης Θάλασσας, ενώ συνεχίζει να προωθεί την κατασταλτική της ατζέντα. Ακόμα παραπάνω, σπρώχνοντας προς το ΝΑΤΟ τη Σουηδία και τη Φινλανδία - που θεωρούνται ως χρόνια καταφύγια Κούρδων μαχητών - ο πόλεμος παρείχε στην Τουρκία μια χρυσή ευκαιρία.
Εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες πιέσουν τις δύο χώρες να αποδεχθούν τις απαιτήσεις της Τουρκίας, όπως έχει υποδηλώσει ότι μπορεί να συμβεί ο υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν, αυτό θα ήταν κάτι περισσότερο από μια νίκη της καταστολής. Θα ήταν ένας σπάνιος θρίαμβος σε συμβολικό επίπεδο. Οι βομβαρδισμοί και οι πολιτιστικές απαγορεύσεις δεν θα ήταν τίποτα σε σύγκριση με μια διεθνή παραδοχή, την οποία θα έχει επισφραγίσει η πιο ισχυρή χώρα του κόσμου, ότι τα δικαιώματα των Κούρδων μπορούν να παραμεριστούν.
Είναι δελεαστικό να βλέπουμε την Τουρκία ως ένα εξαιρετικά πολεμοχαρές κράτος. Χαρακτηρισμένη ως ο "ασθενής της Ευρώπης" στις τελευταίες ημέρες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η χώρα εμφανίζεται να είναι τώρα ο φιλοπόλεμος της ηπείρου. Αλλά είναι λάθος να βλέπουμε τη χώρα μεμονωμένα. Η επιθετικότητα του κ. Ερντογάν δεν οφείλεται μόνο στον ίδιο. Καθίσταται εφικτή, ενθαρρύνεται και υποστηρίζεται από τις δυτικές χώρες, καθώς και τη Ρωσία.
Στην Τουρκία, υπάρχει μια εκνευριστική αξίωση: Οι αρχές θέλουν οι πολίτες τους και ο κόσμος να πιστεύουν ότι οι "ξένοι" και οι "εξωτερικές δυνάμεις" υποστήριζαν ανέκαθεν τον κουρδικό αυτονομισμό. Αυτή η αρκετά δημοφιλής αλλά πολύ στρεβλή αντίληψη της πραγματικότητας δεν λέει τίποτα για τα όπλα, την υλικοτεχνική υποστήριξη και τη συγκατάθεση που έχουν παράσχει αφειδώς άλλες χώρες στη δολοφονία των Κούρδων.
Όντως, οι Ηνωμένες Πολιτείες παρείχαν όπλα στους Κούρδους της Συρίας κατά τη διάρκεια του αγώνα τους εναντίον του Ισλαμικού Κράτους. Αλλά αυτό υποσκελίζεται από το επίπεδο και τον όγκο του στρατιωτικού εξοπλισμού που εξασφαλίζει η Τουρκία, η έδρα του δεύτερου μεγαλύτερου στρατού του ΝΑΤΟ, χάρη στο ότι είναι μέρος της δυτικής συμμαχίας.
Η αλήθεια είναι ότι η επιθετικότητα της Τουρκίας έχει πορευτεί χέρι - χέρι με την αποδοχή του ΝΑΤΟ, ακόμα και τη συνενοχή του. Δεν έχει νόημα οι δυτικές χώρες να επιπλήττουν την Τουρκία ή η Τουρκία να παραπονιέται για δυτική υποκρισία: Είναι στην ίδια πλευρά σε αυτό. Οτιδήποτε και αν συμβεί με την επέκταση της συμμαχίας - είτε θυσιαστούν οι Κούρδοι στο βωμό της γεωπολιτικής σκοπιμότητας είτε όχι - αυτή θα πρέπει να είναι μια στιγμή αφύπνισης. Σε έναν κόσμο πολέμου, καμία χώρα δεν έχει το μονοπώλιο της βίας.
* Ο Cihan Tugal είναι καθηγητής κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια (Μπέρκλεϋ) και συγγραφέας, μεταξύ άλλων βιβλίων, του "The Fall of the Turkish Model: How the Arab Uprisings Brought Down Islamic Liberalism.”
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου