Τσιλιόπουλος Ευθύμιος
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη για τη στρατηγική κουλτούρα από το Πανεπιστήμιο Διακλαδικών Ειδικών Επιχειρήσεων των ΗΠΑ, «η μακρά ιστορία της Κίνας, η καινοτόμος κοινωνία και η κυριαρχία στην περιοχή, ενισχύουν την φιλοδοξία της να γίνει μεγάλη δύναμη και την επιθυμία της να κατακτήσει μια εξέχουσα θέση». Το αυταρχικό καθεστώς στην Κίνα, σε συνδυασμό με μια κοινωνία που ιστορικά είναι πατριαρχική, ιεραρχική και συλλογική, έχει διαμορφώσει ιστορικά μία κλίση προς το status quo και ενάντια στην αλλαγή.
Αυτή η προτίμηση επιτρέπει στην κυβέρνηση να ωθήσει την κοινωνία προς επιλεγμένες κατευθύνσεις. Για παράδειγμα, στην περίπτωση της τεχνολογικής ανάπτυξης, η κινεζική κυβέρνηση είναι σε θέση να κινητοποιήσει τεράστιους πόρους γρήγορα. Σε γενικές γραμμές ο κινεζικός λαός είναι πρόθυμος να θυσιάσει λίγη από την προσωπική ελευθερία και το ιδιωτικό συμφέρον γι’ αυτό που έχει πειστεί ότι είναι το γενικότερο καλό.
Μετά την άνοδο του Ντενγκ Χσιάοπινγκ στην εξουσία, το κράτος εγκατέλειψε πολλές από τις βάναυσες μεθόδους που είχε υιοθετήσει το ΚΚΚ (Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα) επί Μάο. Η ελάφρυνση της καταστολής, μάλιστα, επέτρεψε ένα άλμα στον τομέα της τεχνολογικής ανάπτυξης που εξυπηρετεί και οικονομικούς και στρατιωτικούς σκοπούς. Σε συγκρούσεις τρίτων, το ΚΚΚ έχει δείξει ότι συνήθως συμμαχεί με την πλευρά που συγκρούεται με τον πιο ισχυρό δρώντα, επειδή θεωρεί ότι έτσι αποδυναμώνεται ο βασικός αντίπαλος και άρα ενισχύεται η Κίνα. Αυτό συνέβη και στον πόλεμο της Κορέας και στον πόλεμο του Βιετνάμ. Το Πεκίνο υποστήριξε τους Βορειοκορεάτες και τους Βορειοβιετναμέζους εναντίον των Αμερικανών. Ωστόσο, οι συμμαχίες της Κίνας έχουν προσωρινό και συμφεροντολογικό χαρακτήρα. Χαρακτηριστική είναι η σύγκρουση Κίνας-Βιετνάμ το 1979.
Στον τομέα των στρατιωτικών επιχειρήσεων, ο κινεζικός στρατός δίνει έμφαση στις ιδέες του Κομφούκιου και του Σουν Τζου που σχετίζονται με στρατηγήματα και έμμεσες προσεγγίσεις στον πόλεμο. Το ΚΚΚ ακολουθεί μακροπρόθεσμη στρατηγική. Για παράδειγμα, η πρωτοβουλία για το “Νέο Δρόμο του Μεταξιού” (Belt and Road Initiative – BRI), που ξεκίνησε ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ, έχει σχεδιαστεί για να δημιουργήσει αγορές για τα κινεζικά προϊόντα και ταυτόχρονα για να αναπτύξει την επιρροή της Κίνας πολύ πέρα από τα σύνορά της με μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Οι κινεζικές ένοπλες δυνάμεις
Οι τακτικές κινεζικές ένοπλες δυνάμεις (Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός) αριθμούν συνολικά περίπου δύο εκατομμύρια άτομα. Τα τελευταία χρόνια γίνεται έντονη προσπάθεια να εκσυγχρονίσουν τις δυνατότητές τους και να βελτιώσουν τις επιχειρησιακές ικανότητές τους σε όλους τους τομείς, ενισχύοντας την διακλαδικότητα και το αξιόμαχο στον κυβερνοχώρο. Στόχος του Πεκίνου είναι οι ένοπλες δυνάμεις του να μπορούν να πολεμήσουν και να κερδίσουν ακόμα και τον πιο ισχυρό εχθρό, δηλαδή τις ΗΠΑ. Παράλληλα, δεν έχει παραιτηθεί από τον στόχο να υποτάξει την Ταϊβάν και βέβαια να θέσει υπό τον έλεγχό του τη Νότια Σινική Θάλασσα.
Οι κινεζικές ένοπλες δυνάμεις εφαρμόζουν εκτεταμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, αναπτύσσουν εγχώρια υπερσύγχρονα οπλικά συστήματα, ενισχύοντας την ικανότητά τους να διεξαγάγουν διακλαδικές επιχειρήσεις. Σύμφωνα με δυτικούς αναλυτές, ωστόσο, έχουν πολύ δρόμο να διανύσουν μέχρι να πετύχουν ευελιξία στην λήψη αποφάσεων και στην προσαρμογή σε ταχέως εναλλασσόμενες επιχειρησιακές συνθήκες.
Αν και όλοι οι κλάδοι των κινεζικών ενόπλων δυνάμεων υπάγονται στον Στρατό, η δομή τους είναι αυστηρά ιεραρχική, γεγονός που στην πράξη εμποδίζει επιχειρησιακά τη διακλαδικότητα. Προβλήματα υπάρχουν και στον τομέα της επιμελητείας και του ανεφοδιασμού. Όπως φάνηκε στην Ουκρανία αντίστοιχα προβλήματα αντιμετωπίζει και ο ρωσικός στρατός. Αν και είναι ακόμη νωρίς για να εξαχθούν οριστικά συμπεράσματα, η επιτυχής άμυνα των Ουκρανών δεν μπορεί παρά να παρακολουθείται με προσοχή από την Κίνα.
Αντιμετωπίζοντας έναν ποσοτικά μεγαλύτερο και καλύτερα εξοπλισμένο ρωσικό στρατό, οι ουκρανικές δυνάμεις έχουν αποδειχθεί πεισματικά ανθεκτικές παρά τις εκτιμήσεις ότι δεν θα μπορούσαν να σταματήσουν την ταχεία κίνηση των Ρώσων. Αυτή η υποτίμηση της ικανότητας και της βούλησης των Ουκρανών να πολεμήσουν είχε αρνητικότατες συνέπειες για τη Ρωσία. Η ίδια “ύβρις” θα μπορούσε να καταστρέψει μια κινεζική εισβολή στην Ταϊβάν.
Η Ταϊβάν δεν είναι Ουκρανία
Όπως και στην Ουκρανία, η εθνική ταυτότητα είναι σημαντικός παράγοντας. Κατά κανόνα, οι πολίτες της Ταϊβάν βλέπουν τους εαυτούς τους ως Ταϊβανέζους, δηλαδή διαφορετικούς από τους Κινέζους που ζουν στην ηπειρωτική Κίνα. Αυτό μπορεί να αποτελέσει ισχυρό κίνητρο για σοβαρή άμυνα. Η εκπαίδευση των Ταϊβανέζων σε κάποιο είδος στατικής άμυνας θα μπορούσε να τους καταστήσει επικίνδυνους σε περίπτωση κινεζικής εισβολής.
Σε τακτικό επίπεδο, προχωρώντας από τη δυτική ακτή της Ταϊβάν προς την πρωτεύουσα Ταϊπέι, μια κινεζική δύναμη εισβολής θα μπορούσε να συναντήσει πολυάριθμους αντάρτες έτοιμους να στήσουν ενέδρες και να καταστρέψουν οχήματα με αντιαρματικά όπλα, όπως στην Ουκρανία. Αντί να εμπλακεί σε τακτική μάχη με τον κινεζικό στρατό, η Ταϊβάν θα ήταν σε καλύτερη θέση εάν υιοθετούσε έναν ασύμμετρο ανταρτοπόλεμο, στον οποίο οι ένοπλες δυνάμεις, αλλά και πολίτες πολεμούν μέσα στις αστικές περιοχές, όπου θα μπορούσαν να κρύβονται, να ανασυντάσσονται και να ανεφοδιάζονται με πυρομαχικά και προμήθειες.
Οι ίδιες δυνάμεις θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν αντάρτικες τακτικές για να υπερασπιστούν στρατηγικά σημεία, χρησιμοποιώντας βουνά και ποτάμια ως εμπόδια. Όσο πιο αποτελεσματικά συνεργάζονται ομάδες πολιτών με τον στρατό, τόσο μεγαλύτερη πρόκληση θα αντιμετωπίσουν οι επιτιθέμενοι. Στην Ουκρανία, η Ρωσία αντιμετωπίζει ήδη αυτές τις προκλήσεις, συμπεριλαμβανομένων των προβλημάτων ανεφοδιασμού. Όσο περισσότερο αντέχουν οι Ουκρανοί, τόσο περισσότερα προβλήματα αντιμετωπίζει η Ρωσία. Ακόμα δυσκολότερα θα ήταν τα πράγματα για την Κίνα, αφού ο στρατός της θα πρέπει να αναφοδιάζεται δια θαλάσσης και αέρος.
Όπως οι αμυνόμενοι δεν πρέπει να υποτιμώνται, έτσι και οι επιτιθέμενοι δεν πρέπει να υπερεκτιμώνται. Η Ρωσία έχει μεγάλο στρατό, αλλά αποδείχθηκε ανίκανη να αναγκάσει το Κίεβο σε ταχεία συνθηκολόγηση. Υπάρχουν ακόμη πολλά που δεν γνωρίζουμε για το επιχειρησιακό σχέδιο του Πούτιν. Δεν είναι ακόμη σαφές ποιες από τις υποθέσεις των στρατηγών του σχετικά με την ετοιμότητα και την εκπαίδευση αποδείχθηκαν εσφαλμένες. Η Ουκρανία, πάντως, έδειξε ότι ακόμη και μια προετοιμασμένη εισβολή, μπορεί να εκτροχιαστεί.
Το σενάριο εισβολής στην Ταϊβάν
Ο κινεζικός στρατός –όπως και ο ρωσικός πριν ένα μήνα– θεωρείται γίγαντας. Αλλά αν οι ρωσικές δυνάμεις, που είχαν πρόσφατη επιχειρησιακή εμπειρία στην Τσετσενία και τη Συρία, έχουν βαλτώσει, γιατί πρέπει να υποθέσουμε ότι ο κινεζικός στρατός θα τα πάει καλύτερα στην πρώτη του επιχείρηση από τον πόλεμο με το Βιετνάμ το 1979; Από την άλλη πλευρά, βέβαια, η Κίνα μπορεί να επιλέξει μια πιο επιθετική και θανατηφόρα προσέγγιση από την αρχή για να εξασφαλίσει τη νίκη με οποιοδήποτε κόστος. Δεν υπάρχει, ωστόσο, προδιαγεγραμμένη κατάληξη ακόμη και με αυτό το σενάριο.
Οι παράγοντες από τους οποίους εξαρτάται η επιτυχία μιας μεγάλης κλίμακας αμφίβιας εισβολής σε ένα θαλάσσιο στενό είναι πάρα πολλοί. Επομένως πάρα πολλά πράγματα μπορούν να πάνε στραβά. Είτε πρόκειται για καιρικές συνθήκες σε ένα θαλάσσιο πέρασμα, αστοχίες στην απόβαση, εκτενείς γραμμές ανεφοδιασμού ή λάθη στο πεδίο της μάχης, ο κινεζικός στρατός μπορεί σε τακτικό επίπεδο να βρεθεί σε δυσμενή θέση. Όσο περισσότερο η Δύση βοηθήσει την Ταϊβάν, τόσο περισσότερες ευκαιρίες θα υπάρχουν για επιτυχή άμυνα. Και όσο περισσότερο οι Δυτικοί προετοιμάζονται για ένα τέτοιο ενδεχόμενο, τόσο πιο αποτελεσματική θα είναι η βοήθειά τους όταν έρθει η ώρα.
Η Ταϊβάν μπορεί να προετοιμαστεί για να αντιμετωπίσει μία κινεζική εισβολή, επιλέγοντας τη σωστή αμυντική στρατηγική. Αυτή μπορεί να συμπεριλαμβάνει αμυντικά συστήματα μικρής εμβέλειας, ικανά να επιβιώσουν από έναν αρχικό βομβαρδισμό. Εφόσον η εισβολή θα έρθει σε μεγάλο βαθμό από τη θάλασσα, θα μπορούσε να δοθεί έμφαση στους αντιπλοϊκούς πυραύλους.
Πέραν των αεραποβατικών επιχειρήσεων, η αεροπορική υπεροχή είναι κρίσιμη για να πετύχει μία κινεζική αμφίβια εισβολή. Άρα, οι αντιαεροπορικές ικανότητες της Ταϊβάν θα έχουν κρίσιμη σημασία. Πέραν όμως των συμβατικών μέσων μπορεί να χρειαστούν μέτρα παθητικής άμυνας και βέβαια μια πληθώρα πυρομαχικών. Όπως διαφαίνεται και από τις επιχειρήσεις στην Ουκρανία, η Ταϊβάν χρειάζεται να έχει αποθηκεύσει μεγάλο αριθμό μικρών και φθηνών οπλικών συστημάτων, όπως πύραυλοι παράκτιας άμυνας, κινητά συστήματα αεράμυνας μικρού βεληνεκούς, ναυτικές νάρκες και drones. Κι αυτό, διότι σε αντίθεση με την Ουκρανία όπου υπάρχουν εκτενή χερσαία σύνορα με φίλιες χώρες που στέλνουν εφόδια, η Ταϊβάν κείται μακριά.
Η Κίνα διδάσκεται από την Ουκρανία
Παρά τις διαφορές, οι επιχειρήσεις της Ρωσίας στην Ουκρανία επηρεάζουν τα όποια σχέδια του Πεκίνου για την Ταϊβάν. Εάν οι ρωσικές δυνάμεις παραμείνουν κολλημένες στην Ουκρανία για μεγάλο χρονικό διάστημα, ή αντιμετωπίσουν παρατεταμένο και εκτεταμένο αντάρτικο, το Πεκίνο θα σκεφτεί δύο και τρεις φορές πριν επιτεθεί στην Ταϊβάν. Σε τελική ανάλυση, μια εισβολή στην Ουκρανία είναι σχετικά απλή, αφού εφάπτεται γεωγραφικά με τη Ρωσία, με εκτεταμένα χερσαία σύνορα σε ομαλό έδαφος. Αντίθετα, μια εισβολή στο νησί της Ταϊβάν είναι μια πολύ πιο περίπλοκη επιχείρηση. Θα περιλαμβάνει, πέραν των μαχών σε αστικά συγκροτήματα, αμφίβιες επιχειρήσεις, αλλά και επιχειρήσεις σε απόκρημνο ορεινό έδαφος.
Ο κινεζικός στρατός μελετάει προσεκτικά τον πόλεμο στην Ουκρανία και θα αντλήσει διδάγματα, όπως έχει μελετήσει εκστρατείες άλλων μεγάλων δυνάμεων. Η κινεζική ηγεσία παίρνει πολύ σοβαρά τέτοιες αναλύσεις, επειδή οι ένοπλες δυνάμεις της δεν έχουν πολεμήσει σε μεγάλο πόλεμο από το 1979 και δεν έχουν πραγματοποιήσει μεγάλη αποβατική ενέργεια σε νησί από το 1950 (εναντίον του νησιού Χαϊνάν).
Από την άλλη πλευρά η Κίνα του Σι δεν είναι η Ρωσία του Πούτιν. Η εμπλοκή της στο διεθνές εμπόριο είναι τόσο μεγάλη που το ρίσκο από μια απερίσκεπτη στρατιωτική περιπέτεια δεν αντισταθμίζει τα όποια οφέλη από μια εισβολή στην Ταϊβάν. Στο Πεκίνο, εξάλλου, δεν μελετούν μόνο το επιχειρησιακό σκέλος του πολέμου στην Ουκρανία, αλλά και τις στρατηγικές επιπτώσεις, κυρίως τον τρόπο που αντέδρασε η Δύση.
Δημοσίευση σχολίου