GuidePedia

0


Χρίστος Καλουντζόγλου
Τα αδιέξοδα της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας αναδεικνύονται με αφορμή την κρίση στην Ουκρανία. Αδιέξοδα στα οποία βρίσκονται οι πολιτικοί ηγέτες που πρέπει να ισορροπήσουν ανάμεσα στην πολιτική λογική και τους οικονομικούς δείκτες.

Οι συμπληγάδες του Μπάιντεν

Ο Αμερικανός πρόεδρος, Τζο Μπάιντεν, δέχεται εισηγήσεις να απαγορεύσει τις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου. «Γιατί να πληρώνουμε ρωσικό πετρέλαιο και να δίνουμε χρήματα που τροφοδοτούν την ρωσική στρατιωτική μηχανή;» αναρωτιούνται οι εισηγητές αυτών των προτάσεων. Ακούγεται λογικό- τουλάχιστον σε επίπεδο πολιτικής διακυβέρνησης στο επίπεδο μίας υπερδύναμης.

Αν όμως ο Μπάιντεν πάρει μια τέτοια απόφαση τότε οι τιμές των καυσίμων θα ανέβουν σε δυσθεώρητα ύψη, οι Αμερικανοί θα πληρώνουν «χρυσή» την βενζίνη, το κόστος των μεταφορών θα αυξήσει και τις τιμές βασικών αγαθών, θα τροφοδοτήσει τον πληθωρισμό και ο μέσος Αμερικανός θα πάει στις κάλπες τον Νοέμβριο έχοντας κατά νου ότι πληρώνει ακριβά έναν πόλεμο που γίνεται πολύ μακριά από το σπίτι του.

Το γνωρίζει αυτό ο πρόεδρος Μπάιντεν, που βρίσκεται στις συμπληγάδες των κομματικών συμφερόντων, της πολιτικής διαχείρισης μίας μείζονος κρίσης και της λογικής της αγοράς.

Κι αν οι ΗΠΑ «κόψουν» το ρωσικό πετρέλαιο μήπως πρέπει να στραφούν στη Βενεζουέλα, δηλαδή να πέσουν στην ανάγκη του… Μαδούρο; Πως θα δικαιολογηθεί αυτή η στροφή; Πολιτικά τουλάχιστον, είναι αδύνατο. Εκτός κι αν παραδεχτεί ο πρόεδρος Μπάιντεν ότι τον τελικό λόγο τον έχουν οι αγορές…

Τα γερμανικά διλήμματα

Αντίστοιχα είναι τα διλήμματα στην Γερμανία. Θέλει να απεξαρτηθεί από το ρωσικό πετρέλαιο και κυρίως από το φυσικό αέριο, αλλά χρειάζεται χρόνος.

Στο μεταξύ η Γερμανία πρέπει να επιδείξει αποφασιστικότητα απέναντι στην Ρωσία. Μπορεί να το αντέξει η γερμανική οικονομία, που ορκίζεται πίστη στην αέναη οικονομική ανάπτυξη και στην δημοσιονομική αυστηρότητα;

Είναι εύκολη η επίκριση της πολιτικής Μέρκελ που οδήγησε στην ενεργειακή εξάρτηση της Γερμανίας από την Ρωσία, αλλά υπάρχει και ο αντίλογος: Αυτή η ενεργειακή πολιτική εδραίωσε την οικονομική ευρωστία της Γερμανίας.

Το βρετανικό παράδοξο

Η σκέψη και μόνο ότι οι ΗΠΑ μπορεί να απαγορεύσουν τις ρωσικές εισαγωγές πετρελαίου οδήγησε το πετρέλαιο τύπου Μπρεντ στις υψηλότερες τιμές από το 2008.

Το πετρέλαιο τύπου Μπρεντ είναι βρετανικό προϊόν, άρα οι βρετανικές εταιρίες επωφελούνται από την κρίση. Γιατί, λοιπόν, να μην τρίβει τα χέρια του από ικανοποίηση ο Μπόρις Τζόνσον; Είναι σαφές ότι η βρετανική πετρελαϊκή βιομηχανία βγαίνει κερδισμένη. Είναι όμως αυτός λόγος να «επενδύει» στην συνέχιση της κρίσης;

Ο ρωσικός εκβιασμός

Η Ρωσία είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας αργού πετρελαίου και πετρελαϊκών προϊόντων, με περίπου 7 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως. Αν το ρωσικό πετρέλαιο λείψει από την αγορά θα δούμε τιμές που δεν τις έχουμε φανταστεί, κάτι που θα προκαλέσει ένα πληθωριστικό σοκ στην δυτική οικονομία. Το γνωρίζει αυτό ο Βλαντίμιρ Πούτιν και εκβιάζει.

Η JP Morgan εκτιμά ότι το πετρέλαιο μπορεί να φτάσει στα 185 δολάρια το βαρέλι μέχρι το τέλος του χρόνου. Ακόμα και ως σενάριο εργασίας αυτή η εκτίμηση είναι εφιαλτική.
Το πληθωριστικό σοκ στις δυτικές οικονομίες

Με τις τιμές του φυσικού αερίου να ξεπερνούν κάθε προηγούμενο, η αύξηση του ενεργειακού κόστους θα οδηγήσει τον πληθωρισμό πάνω από το 7% και στις δύο ακτές του Ατλαντικού, επηρεάζοντας τον προϋπολογισμό των νοικοκυριών σε όλες τις χώρες.

Ο κανόνας είναι απλός- κάθε φορά που αυξάνεται κατά 10% η τιμή του πετρελαίου, αυξάνεται και ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη κατά 0,1-0,2%. Η επιβάρυνση στον αμερικανικό πληθωρισμό είναι 0,2% για κάθε 10 δολάρια που ανεβαίνει η τιμή του βαρελιού.

Πέρα από την ενεργειακή αγορά η Ρωσία είναι κυρίαρχη και σε άλλους τομείς: Είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας σιτηρών και λιπασμάτων, ο μεγαλύτερος παραγωγός αλουμινίου, νικελίου και άνθρακα.

Γίνεται αντιληπτό ότι ο αποκλεισμός της από την παγκόσμια αγορά πλήττει την βιομηχανική παραγωγή σε πολλούς τομείς, μεταξύ των οποίων και η διατροφική αλυσίδα.

Αφαιρώντας από την παραγωγή βασικών ειδών διατροφής τα ρωσικά σιτηρά, δηλαδή σχεδόν το 1/3 των αλεύρων, προκαλείται τόσο μεγάλη έλλειψη, που υπάρχουν εκτιμήσεις ακόμα και για διπλασιασμό της τιμής του ψωμιού!



Με την ζήτηση ορυκτών καυσίμων να αυξάνεται μετά την πανδημία και τον φόβο αποκλεισμού της Ρωσίας από την ενεργειακή αγορά, οι πολιτικοί ηγέτες δέχονται πιέσεις να αφήσουν τα σχέδια για πράσινη ενέργεια για καλύτερες μέρες.

Κάτι που πλήττει τις χώρες που έχουν επενδύσει σε αυτή την πολιτική. Μεταξύ αυτών τα κράτη της ΕΕ, όπου ούτως ή άλλως η αύξηση της παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές είναι μεσο-μακροπρόθεσμη προοπτική.

Η εξίσωση πολιτικής και οικονομίας με παρονομαστή την παγκοσμιοποιημένη αγορά είναι δύσκολη. Κι αυτό το γνωρίζουν οι πρωταγωνιστές αυτής της κρίσης, που μας οδηγεί σε μια διαφορετική κούρσα ανταγωνισμού, που τελικό στόχο έχει την αέναη ανάπτυξη –όπως αυτή νοείται στη φιλελεύθερη οικονομία. 

πηγή


Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

 
Top