Οι εντάσεις μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης παραμένουν υψηλές μετά την άρνηση των ΗΠΑ να υποχωρήσουν στις απαιτήσεις του Ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν, αλλά αναλυτές λένε - σύμφωνα με το CNBC - ότι δεν είναι πολύ αργά για να υποχωρήσει από μια στρατιωτική αντιπαράθεση με την Ουκρανία.
Ο κόσμος αναμένει την απάντηση της Μόσχας μετά την άρνηση της Ουάσινγκτον να υποκύψει στις απαιτήσεις της Μόσχας σχετικά με την Ουκρανία, μεταξύ των οποίων είναι να μην γίνει ποτέ δεκτή η χώρα στο ΝΑΤΟ και να μειωθεί η ανάπτυξη της στρατιωτικής συμμαχίας στην ανατολική Ευρώπη.
Ενώ η Ρωσία εξετάζει την επόμενη κίνησή της, εξακολουθούν να υπάρχουν αυξημένες ανησυχίες ότι ο Πούτιν θα μπορούσε να είναι έτοιμος να δώσει στα ρωσικά στρατεύματα το "πράσινο φως" για να εισβάλουν στην Ουκρανία.
Παρά το γεγονός ότι επιμένει επανειλημμένα στο ότι δεν σχεδιάζει στρατιωτική εισβολή, η Ρωσία έχει συγκεντρώσει περίπου 100.000 στρατιώτες σε διάφορες τοποθεσίες κατά μήκος των συνόρων με την Ουκρανία, ενώ παράλληλα έχει συγκεντρώσει στρατεύματα και στη γειτονική Λευκορωσία.
Τις τελευταίες εβδομάδες έχουν διεξαχθεί δεκάδες διπλωματικές συνομιλίες μεταξύ Ρώσων και Δυτικών αξιωματούχων με στόχο τη λύση του αδιεξόδου σχετικά με την Ουκρανία και τη μείωση του ενδεχόμενου στρατιωτικής αντιπαράθεσης, αλλά μέχρι στιγμής δεν είναι σαφές ποια πλευρά θα υποχωρήσει.
Το πόσο μακριά θα φτάσει ο Πούτιν - και αν θα υποχωρήσει - όταν διακυβεύονται η υπερηφάνεια και τα γεωπολιτικά συμφέροντα της Ρωσίας (ή τουλάχιστον θεωρείται ότι διακυβεύονται στη Μόσχα) είναι αβέβαιο.
Ο Πούτιν μπορεί να υποχωρήσει, αν το θελήσει
Ο Πούτιν είναι γνωστός για την εικόνα του ισχυρού άνδρα στη Ρωσία, και με την καταπίεση των αντίθετων φωνών και των ανεξάρτητων μέσων ενημέρωσης, το Κρεμλίνο ελέγχει την εγχώρια αφήγηση για την εικόνα του Ρώσου προέδρου.
Επομένως, οι αναλυτές υποστηρίζουν ότι ο Πούτιν έχει περιθώρια κινήσεων χωρίς να χαλάσει η εικόνα του, αλλά μόνο αν το επιλέξει.
Ο Maximilian Hess, συνεργάτης του Foreign Policy Research Institute, δήλωσε στο CNBC ότι "ο Πούτιν έχει καλλιεργήσει μια εικόνα ισχυρού άνδρα, αλλά έχει επαρκή έλεγχο της εικόνας και της ικανότητας διαμόρφωσης αφηγήσεων που σημαίνει ότι η αποκλιμάκωση δεν θα εκληφθεί ως αδυναμία από την πλειοψηφία του ρωσικού κοινού".
Κατά ειρωνικό τρόπο, υποστήριξε ο Hess, όσο περισσότερο στρατιωτικό εξοπλισμό και δυνάμεις αναπτύσσει το ΝΑΤΟ στην ανατολική Ευρώπη και όσο περισσότερο η Δύση απειλεί τη Ρωσία με κυρώσεις, τόσο πιο δύσκολο είναι για τον Πούτιν να υποχωρήσει.
"Ο Πούτιν μπορεί ακόμα να υποχωρήσει χωρίς σημαντικές εγχώριες επιπτώσεις, αν και όσο περισσότερο εξοπλισμό και δυνάμεις μεταφέρει η Δύση στην Ανατολική Ευρώπη γενικά, αναμφισβήτητα αυτό γίνεται κάπως πιο δύσκολο", τόνισε.
"Οι μεγάλες νέες κυρώσεις θα το έκαναν επίσης πολύ πιο δύσκολο και λιγότερο επιθυμητό από την άποψη του Πούτιν, αν και μέχρι στιγμής η Δύση έχει τονίσει ότι αυτές θα είναι μια απάντηση στη ρωσική δράση, όχι προληπτικές (το επιχείρημα γίνεται πιο περίπλοκο γύρω από τον Nord Stream 2 φυσικά)".
Ο Hess πρόσθεσε ότι θα μπορούσαν να υπάρχουν θύλακες εντός του μηχανισμού εξουσίας της Ρωσίας που προτιμούν τον πόλεμο με την Ουκρανία, "αλλά το σύστημα του Πούτιν είναι αρκετά ανθεκτικό στις πολιτικές διαφωνίες μεταξύ της ελίτ".
Όπως είναι φυσικό, η πίστη της Δύσης στη Ρωσία είναι πολύ χαμηλή, δεδομένης της προσάρτησης της Κριμαίας από την Ουκρανία το 2014 και της υποστήριξής της προς τους φιλορώσους αυτονομιστές στο Ντονμπάς στα ανατολικά της Ουκρανίας, μια κίνηση που ενισχύει περαιτέρω τη δυσπιστία.
Πολλοί αναλυτές πιστεύουν ότι μια μικρότερη εισβολή της Ρωσίας στο Ντονμπάς είναι πιθανή. Κάτι τέτοιο και θα έσωζε τα προσχήματα και θα αποσταθεροποιούσε την Ουκρανία, ενώ ενδεχομένως θα κέρδιζε φιλορωσικά εδάφη. Ο Hess σημείωσε επίσης ότι μια απόπειρα προσάρτησης του Ντονμπάς αποτελεί το βασικό του σενάριο.
"Νομίζω ότι ο Πούτιν μπορεί να ανταποκριθεί σε μια αποτυχία των συνομιλιών ή σε άλλο "αρνητικό" πολιτικό αποτέλεσμα (από την οπτική ματιά του Κρεμλίνου) περιορίζοντας τη δράση στο Ντονμπάς χωρίς να προκαλέσει τις πιο δραματικές κυρώσεις που έχει σχεδιάσει η Δύση", τόνισε ο Hess.
Μικρή η όρεξη για πόλεμο
Φαινομενικά, οι στόχοι της Ρωσίας είναι να διατηρήσει τη σφαίρα επιρροής της στα πρώην σοβιετικά κράτη και να σταματήσει την επέκταση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά. Η Ρωσία τονίζει ξανά και ξανά από την πλευρά της ότι δεν έχει καμία πρόθεση να εισβάλει στην Ουκρανία και θέλει απλώς να προστατεύσει τα δικά της συμφέροντα περί ασφάλειας.
Ο Πούτιν εξάλλου έχει περιγράψει την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης ως μία από τις μεγαλύτερες καταστροφές του 20ού αιώνα και έχει εκθειάσει την ενότητα της Ρωσίας και της Ουκρανίας, τονίζοντας τους κοινούς ιστορικούς, γλωσσικούς και πολιτιστικούς δεσμούς των δύο χωρών.
Αυτή η φαινομενική "εγγύτητα" των δύο χωρών θα μπορούσε να είναι ένας λόγος για τον οποίο φαίνεται να υπάρχει μικρή όρεξη για πόλεμο στο ρωσικό κοινό.
"Δεν υπήρχε καμία κοινωνική απαίτηση για τον Πούτιν να ασκήσει τόσο σκληρή εξωτερική πολιτική όπως κάνει από την αρχή, δεν υπήρχε καθόλου απαίτηση για κλιμάκωση. Οπότε οποιαδήποτε αποκλιμάκωση θα ήταν ευπρόσδεκτη από τους Ρώσους πολίτες", δήλωσε στο CNBC ο Anton Barbashin, διευθυντής σύνταξης του περιοδικού για ρωσικές υποθέσεις Riddle.
"Είναι αυτονόητο ότι η επίσημη ρητορική και τα μέσα ενημέρωσης μπορούν να παρουσιάσουν σχεδόν οποιαδήποτε επίλυση της σύγκρουσης ως νίκη του Πούτιν, χωρίς να αμφισβητηθεί η θέση του στο εσωτερικό, τουλάχιστον μεταξύ του ρωσικού κοινού", πρόσθεσε.
Ωστόσο, ο Barbashin σημείωσε ότι υπάρχει ένας διχασμός μεταξύ της ρωσικής κοινής γνώμης που δεν επιθυμεί να δει έναν πόλεμο με την Ουκρανία (ιδιαίτερα αν αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε θάνατο Ρώσων κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε σύγκρουσης) και των στρατιωτικών και συντηρητικών ελίτ της Ρωσίας. "Για τους στρατιωτικούς και γενικά τις συντηρητικές ελίτ της Ρωσίας, το να υποχωρήσουν τώρα δεν θα είχε νόημα αν κανένας από τους μεγάλους στόχους δεν έχει επιτευχθεί. Τείνουν να περιμένουν από τον Πούτιν να συνεχίσει να παραμένει σταθερός ή ακόμη και να ανεβάζει τους τόνους", συμπλήρωσε.
Ο Hess συμφωνεί ότι, σε αντίθεση με την προετοιμασία για την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014, όταν το ρωσικό δημόσιο αίσθημα υποστήριξε την εισβολή, αυτή τη φορά έχει υπάρξει λιγότερη αντι-ουκρανική προπαγάνδα.
"Δεν νομίζω ότι η ρωσική κοινή γνώμη επιθυμεί πόλεμο, ούτε η προπαγάνδα του Κρεμλίνου έχει επικεντρωθεί στη δαιμονοποίηση των Ουκρανών στον ίδιο βαθμό όπως το 2014, ακόμη και αν παραμένει πολύ εχθρική προς την κυβέρνηση του Κιέβου", σημείωσε ο Hess.
Προς το παρόν, ο κόσμος μένει να μαντεύει πώς θα αντιδράσει ο Πούτιν στις γραπτές απαντήσεις των ΗΠΑ για τα αιτήματα της Ρωσίας, που παραδόθηκαν στο Κρεμλίνο την περασμένη εβδομάδα από τον πρέσβη των ΗΠΑ στη Μόσχα. Αν και οι ακριβείς λεπτομέρειες της απάντησης των ΗΠΑ προς τη Ρωσία δεν έχουν δημοσιευτεί, η Μόσχα τόνισε ότι δεν ικανοποιήθηκαν τα αιτήματά της.
Ωστόσο, οι δύο πλευρές συνεχίζουν τις συζητήσεις. Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Άντονι Μπλίνκεν πρόκειται να μιλήσει με τον Ρώσο ομόλογό του Σεργκέι Λαβρόφ την Τρίτη, ενώ και άλλοι δυτικοί ηγέτες προσπαθούν να πείσουν τον Πούτιν να μειώσει τις εντάσεις αυτή την εβδομάδα.
Δεν πιστεύουν όμως όλοι ότι ο Πούτιν είναι έτοιμος να υποχωρήσει όσον αφορά την Ουκρανία.
Ο Ian Bremmer, ιδρυτής και διευθυντής του Eurasia Group, εξέφρασε την πεποίθηση ότι ο Πούτιν προετοιμάζει το ρωσικό κοινό για μια εισβολή δαιμονοποιώντας την Ουκρανία και τη Δύση.
"Ο Πούτιν ελέγχει την αφήγηση στο εσωτερικό (ιδίως δεδομένης της δύναμης των κρατικών μέσων ενημέρωσης), οπότε δεν είναι πραγματικά θέμα του τι μπορεί να πουλήσει", δήλωσε στο CNBC και συμπλήρωσε: "Αλλά αυτό τον διευκολύνει επίσης να πάρει την απόφαση για κλιμάκωση. Έχει πείσει τους Ρώσους ότι έρχεται πόλεμος και για όλα φταίνε η Ουκρανία και το ΝΑΤΟ".
Ο Bremmer σημείωσε επίσης ότι ο Πούτιν θα χάσει την αξιοπιστία του σε παγκόσμιο επίπεδο αν υποχωρήσει, ιδίως μεταξύ ορισμένων κύκλων, όπως οι χώρες που παραδοσιακά συμμαχούν με τη Ρωσία.
Για το λόγο αυτό, είπε, "είναι σημαντικό για τον Πούτιν να έχει επιλογές κλιμάκωσης που δεν αφορούν μόνο την εισβολή στην Ουκρανία". Αυτές θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν την αποστολή μόνιμης στρατιωτικής παρουσίας και πυρηνικών όπλων στη Λευκορωσία, ή ακόμη και τη δημιουργία βάσεων στο δυτικό ημισφαίριο (Κούβα, Βενεζουέλα), όπως πρότεινε ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών".
Δημοσίευση σχολίου