Τσιλιόπουλος Ευθύμιος
Πριν ένα χρόνο, ο Αμερικανός πτέραρχος Γκλεν Βαν Χερκ, διοικητής της Βόρειας Διοίκησης που είναι επιφορτισμένη με την υπεράσπιση των ΗΠΑ από επίθεση, είχε αναφέρει ότι η Ρωσία παραμένει η πιο «οξεία πρόκληση για την άμυνα της πατρίδα μας», ακόμη και όταν η προσοχή της Ουάσιγκτον έχει εδώ και καιρό επικεντρωθεί στην Κίνα ως τη μεγαλύτερη αναδυόμενη απειλή.
«Οι Ρώσοι ηγέτες επιδιώκουν να διαβρώσουν την επιρροή μας, να διεκδικήσουν την περιφερειακή τους κυριαρχία και να ανακτήσουν το καθεστώς τους ως παγκόσμιας δύναμης μέσω μιας συνολικής στρατηγικής που περιλαμβάνει επιχειρήσεις πληροφοριών, εξαπάτηση, οικονομικό εξαναγκασμό και απειλή στρατιωτικής ισχύος», είχε αναφέρει ο πτέραρχος στην Επιτροπή Ένοπλων Δυνάμεων της Γερουσίας.
Οι συνεχιζόμενες στρατιωτικές προκλήσεις που θέτει η Ρωσία μπήκαν “στο ψυγείο” κατά τη διάρκεια της προεδρίας Τραμπ. Η δε Κίνα συνεχίζει να χαρακτηρίζεται από τον νυν υπουργό Άμυνας Λόιντ Όστιν ως “απειλή βηματοδότησης”, δηλαδή είναι ο αντίπαλος βάσει του οποίου καθορίζονται οι επόμενες κινήσεις των ΗΠΑ και ο οποίος θα καθορίσει τις δυνατότητες που χρειάζονται οι Αμερικανοί για να την αντιμετωπίσουν.
Αυτή δεν είναι μια ρητορική η οποία εξέλειπε την προηγούμενη τετραετία. Απλά, ο Τραμπ είχε διαφορετική άποψη από το αμερικανικό κατεστημένο της εθνικής ασφάλειας. Η πεποίθηση ότι η Ρωσία αποτελεί τη μεγαλύτερη άμεση απειλή για την γεωστρατηγική υπόσταση των ΗΠΑ είναι διάχυτη στις ΗΠΑ. Μια δημοσκόπηση στα τέλη του 2020 από το περιοδικό Economist κατέδειξε ότι 51% των Αμερικανών πιστεύουν ότι η Ρωσία ενεπλάκη στις εκλογές του 2016, ενώ πάνω από 30% θεωρούν τη Μόσχα ως το Νο 1 αντίπαλο.
Μια μελέτη της δεξαμενής σκέψης RAND εξετάζει διεξοδικά τις μη βίαιες επιλογές που οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους έχουν μπροστά τους σε οικονομικούς, πολιτικούς και στρατιωτικούς τομείς για να περιορίσουν την «υπερβολική επέκταση και ανισορροπία» της Ρωσίας, πλήττοντας την οικονομία, τις ένοπλες δυνάμεις της και την πολιτική ισχύ του καθεστώτος εντός της ρωσικής επικράτειας και στο εξωτερικό.
Ψυχροπολεμικές αντιλήψεις για Ρωσία
Αναγνωρίζοντας ότι κάποιο επίπεδο ανταγωνισμού με τη Ρωσία είναι αναπόφευκτο, οι ερευνητές της RAND διεξήγαγαν μια ποιοτική αξιολόγηση των «επιλογών επιβολής κόστους» που θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν υπεροχή έναντι της Ρωσίας. Τέτοιες επιλογές που επιβάλλουν κόστος θα μπορούσαν να φέρουν νέα βάρη στη Ρωσία, κατά το δυνατόν μεγαλύτερα βάρη από όσα θα υποστούν οι ΗΠΑ με την εφαρμογή αυτών των επιλογών.
Η μελέτη βασίζεται στην έννοια του μακροπρόθεσμου στρατηγικού ανταγωνισμού που αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και η οποία είχε προταθεί τότε από την RAND. Μια έκθεσή της του 1972 πρότεινε ότι οι ΗΠΑ έπρεπε να μετατοπίσουν τη στρατηγική τους σκέψη από την προσπάθεια να παραμείνουν μπροστά από τη Σοβιετική Ένωση σε όλους τους τομείς.
Αντ’ αυτού να προσπαθήσουν να ελέγξουν τον ανταγωνισμό και να τον διοχετεύσουν σε τομείς που οι ΗΠΑ είχαν πλεονέκτημα. Εάν αυτή η μετατόπιση μπορούσε να γίνει επιτυχώς, κατέληγε η έκθεση, οι Αμερικανοί θα μπορούσαν να ωθήσουν την τότε Σοβιετική Ένωση να στρέψει τους περιορισμένους οικονομικούς και άλλους πόρους της σε τομείς που αποτελούσαν μικρότερες απειλές για τις ΗΠΑ.
Ο φόβος της “αρκούδας”
Αυτή η προσέγγιση διαπότισε βαθειά την αμερικανική στρατηγική σκέψη, με αποτέλεσμα να επανέλθει εύκολα στην μετά-Γέλτσιν εποχή, επί προεδρία Πούτιν. Το χάος στο οποίο βυθίστηκε η Ρωσία μετά την κατάρρευση του “υπαρκτού σοσιαλισμού” προκάλεσε κρυφή ικανοποίηση στην Ουάσιγκτον. Η ανάδυση ενός ισχυρού καθεστώτος υπό τον Πούτιν έφερε ξανά στην επιφάνεια την αμερικανική φοβία για τη “ρωσική αρκούδα”. Η φοβία αυτή, την οποία ο Τραμπ είχε εν μέρει καταστείλει, τέμνει την αμερικανική κοινωνία, αλλά είναι ιδιαίτερα διάχυτη στους κόλπους των Δημοκρατικών, οι οποίοι έχουν και ένα ιστορικό πιο δυναμικών παρεμβάσεων στην εξωτερική πολιτική και εμπλοκών σε υπερπόντιες πολεμικές περιπέτειες.
Η ιδέα “περικύκλωσης” της Ρωσίας ποτέ δεν έφυγε από το μυαλό του αμερικανικού βαθέως κράτους. Ακόμη και όταν ο Τραμπ διέταζε την CIA να βρει ένα modus vivendi με την Ρωσία, τμήματα της αμερικανικής γραφειοκρατίας, όπως το Πεντάγωνο και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ακόμα και ο διορισμένος από τον ίδιο Μάικ Πομπέο συνέχιζαν να καταγγέλλουν τη Ρωσία και τον ρόλο που παίζει παγκοσμίως. Το ίδιο και το Κογκρέσο.
Το αμερικανικό κατεστημένο ποτέ δεν εγκατέλειψε την ιδέα της περαιτέρω επέκτασης της κυριαρχίας των ΗΠΑ είτε ευθέως, είτε μέσω αντιπροσώπων (π.χ. ΝΑΤΟ). Με τον τρόπο αυτό η Πολωνία και χώρες των Βαλκανίων μπήκαν στην Συμμαχία, ενώ με μια σειρά από “βελούδινα” πραξικοπήματα ή “πορτοκαλί επαναστάσεις” οι ΗΠΑ προσεταιρίστηκαν την Ουκρανία και αποσταθεροποίησαν το μαλακό υπογάστριο της Ρωσίας σε χώρες του Καυκάσου. Αυτό συνεχίστηκε ακόμη και υπό την προεδρία Τραμπ, παρόλη την ρητορική του τελευταίου που για δικούς του λόγους έβγαζε τον Πούτιν από το κάδρο.
Γεωπολιτική από τον 19ο αιώνα
Δεν θα ήταν άδικο να πούμε ότι το αμερικανικό κατεστημένο δεν έχει απογαλακτιστεί από τις γεωπολιτικές θεωρίες του ναυάρχου Alfred Thayer Mahan και του Sir Halford John Mackinder. Θέτοντάς το απλουστευτικά, από τη μια θεωρούν ότι η παγκόσμια κυριαρχία μπορεί να επιτευχθεί μέσω της θαλάσσιας ισχύος και της εφαρμογής αποκλεισμών για τον πειθαναγκασμό όσων αμφισβητούν την αμερικανική ισχύ κι από την άλλη ότι η ευρασιατική ήπειρος αποτελεί την “καρδιά” του παγκοσμίου συστήματος.
Στη βάση αυτών των θεωριών στηρίζεται η θεώρηση ότι εφόσον η Ρωσία κατέχει το μεγάλο μέρος της Ευρασίας, κάπως πρέπει να ποδηγετηθεί από τις ΗΠΑ. Ο Πούτιν αποτελεί φραγμό στα αμερικανικά αυτά σχέδια. Αντίθετα με το τι λένε οι Αμερικανοί ιθύνοντες, στην προκειμένη περίπτωση, δεν εφαρμόζουν φιλελεύθερη πολιτική εμπορικών-οικονομικών σχέσεων, με την οποία να συνδέσουν τα συμφέροντα της Ρωσίας με εκείνα της Δύσης, κάτι που η Γερμανία, έχει καταλάβει καλύτερα μετά από δύο αποτυχημένες εκστρατείες εναντίον της Ρωσίας.
Προφανώς, οι ΗΠΑ θέλουν να αποκόψουν την Ρωσία από τις αγορές και να οδηγήσουν το καθεστώς Πούτιν (και όποιο το διαδεχθεί) σε αδιέξοδο, μέσω του οικονομικού μαρασμού. Όπως έχει με επανειλημμένα άρθρα καταδείξει το Slpress.gr αυτή η στρατηγική το μόνο που θα επιτύχει είναι να σπρώξει τη Ρωσία προς την Κίνα, παρά τις μεταξύ τους σημαντικές διαφορές.
Το αμερικανικό κατεστημένο
Το αμερικανικό κατεστημένο είναι ένα γραφειοκρατικό τέρας με πλοκάμια σε όλη την δημόσια και ιδιωτική ζωή. Οι πολυεθνικές πλέον εταιρείες χρηματοδοτούν και τα δύο κόμματα εξουσίας για να προωθήσουν τα συμφέροντά τους. Από την πλευρά τους, και τα δύο κόμματα βρίσκονται σε αγαστή συνεργασία με τα συμφέροντα αυτά και οι επαγγελματίες λομπίστες κρατούν όλες τις πλευρές σε επαφή, ώστε το δούναι και λαβείν να μην διακόπτεται ασχέτως του ποιος βρίσκεται στον Λευκό Οίκο.
Οι κυβερνητικές θέσεις χρησιμοποιούνται σαν περιστρεφόμενη πόρτα από την οποία μπαινοβγαίνουν στελέχη από τον ιδιωτικό τομέα στο κράτος και επιστρέφουν σ’ αυτόν άμα τη λήξει της θητείας τους. Πρόκειται για κοινή δεξαμενή, η οποία τροφοδοτεί κράτος και ιδιωτικό τομέα, μεταφέροντας πληροφορίες προς τις δύο κατευθύνσεις. Σίγουρα δεν λείπουν οι μεμονωμένες φωνές μέσα στο σύστημα, οι οποίες καλούν για κοινωνική δικαιοσύνη και ικανοποίηση λαϊκών αιτημάτων. Αυτές, όμως, είναι μειοψηφικές και τελικώς δίνουν μια επίφαση ότι το “αμερικανικό όνειρο” δεν έχει πεθάνει.
Η ιδέα, ή ψευδαίσθηση, ότι με σκληρή δουλειά και αφοσίωση ο κάθε πολίτης μπορεί να προοδεύσει, χρησιμοποιείται κατά κόρον για να δικαιολογήσει τις κατά τα άλλα αντιλαϊκές πολιτικές που εφαρμόζουν και τα δύο κόμματα. Αυτό το αίσθημα πρόθυμα καλλιεργεί η τεράστια βιομηχανία του θεάματος που με τεράστια κέρδη υπηρετεί στο ιδεολογικό επίπεδο το αφήγημα του αμερικανικού κατεστημένου.
Το αμερικανικό κατεστημένο είναι ένα γραφειοκρατικό τέρας με πλοκάμια σε όλη την δημόσια και ιδιωτική ζωή. Οι πολυεθνικές πλέον εταιρείες χρηματοδοτούν και τα δύο κόμματα εξουσίας για να προωθήσουν τα συμφέροντά τους. Από την πλευρά τους, και τα δύο κόμματα βρίσκονται σε αγαστή συνεργασία με τα συμφέροντα αυτά και οι επαγγελματίες λομπίστες κρατούν όλες τις πλευρές σε επαφή, ώστε το δούναι και λαβείν να μην διακόπτεται ασχέτως του ποιος βρίσκεται στον Λευκό Οίκο.
Οι κυβερνητικές θέσεις χρησιμοποιούνται σαν περιστρεφόμενη πόρτα από την οποία μπαινοβγαίνουν στελέχη από τον ιδιωτικό τομέα στο κράτος και επιστρέφουν σ’ αυτόν άμα τη λήξει της θητείας τους. Πρόκειται για κοινή δεξαμενή, η οποία τροφοδοτεί κράτος και ιδιωτικό τομέα, μεταφέροντας πληροφορίες προς τις δύο κατευθύνσεις. Σίγουρα δεν λείπουν οι μεμονωμένες φωνές μέσα στο σύστημα, οι οποίες καλούν για κοινωνική δικαιοσύνη και ικανοποίηση λαϊκών αιτημάτων. Αυτές, όμως, είναι μειοψηφικές και τελικώς δίνουν μια επίφαση ότι το “αμερικανικό όνειρο” δεν έχει πεθάνει.
Η ιδέα, ή ψευδαίσθηση, ότι με σκληρή δουλειά και αφοσίωση ο κάθε πολίτης μπορεί να προοδεύσει, χρησιμοποιείται κατά κόρον για να δικαιολογήσει τις κατά τα άλλα αντιλαϊκές πολιτικές που εφαρμόζουν και τα δύο κόμματα. Αυτό το αίσθημα πρόθυμα καλλιεργεί η τεράστια βιομηχανία του θεάματος που με τεράστια κέρδη υπηρετεί στο ιδεολογικό επίπεδο το αφήγημα του αμερικανικού κατεστημένου.
Ο ρόλος του Μπάιντεν
Ο Μπάιντεν έχει ένα παρελθόν ψήφισης νομοσχεδίων κατά των παροχών προς τις χαμηλότερες τάξεις, εναντίον της αύξησης των μισθών, εναντίον των δικαιωμάτων των γυναικών και των ΛΟΑΤΚΙ, κατά της δημόσιας δωρεάν υγείας, κλπ. Σήμερα προβάλλεται σαν προστάτης των αδυνάτων. Δίνει μαθήματα δημοκρατίας στο εξωτερικό πλαισιωμένος από τις προτομές αγωνιστών για τα δικαιώματα του αμερικανικού λαού.
Το Δημοκρατικό Κόμμα είναι κόμμα-ομπρέλα, που έχει υπό την σκέπη του οργανώσεις εθνοτικών ομάδων που έχουν καταπιεστεί από την Ρωσία (κυρίως Πολωνοί, Ουκρανοί και Ασκεναζί Εβραίοι). Επίσης, οργανώσεις που δραστηριοποιούνται πολιτικά με “δικαιωματικές” πλατφόρμες. Όλες αυτές οι οργανώσεις δεν είναι σχεδιαστές πολιτικής, αλλά η κοινωνική βάση, στην οποία “πουλιέται” εύκολα το αφήγημα της “κακής Ρωσίας” που παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Οι δεξαμενές σκέψης, οι οποίες ζουν από δωρεές και αναθέσεις εκ μέρους μεγάλων εταιρειών και του κράτους προτείνουν τρόπους για την προώθηση των αμερικανικών στόχων, αλλά σπανίως ασκούν δημοσίως κριτική για τη στρατηγική, για τους αντικειμενικούς σκοπούς. Έτσι, δεν εξετάζεται εάν π.χ. είναι σωστή ή όχι η δαιμονοποίηση της Ρωσίας, αλλά πως αυτή επιτυγχάνεται.
Υπό αυτό το πρίσμα, πρέπει να επανεξεταστεί η προσπάθεια της Ουάσινγκτον να χρησιμοποιήσει τα ανθρώπινα δικαιώματα σαν όχημα για την προώθηση της αμερικανικής στρατηγικής. Η Ρωσία του Πούτιν, όμως, είναι ένα συμπαγές και στιβαρό καθεστώς, το οποίο δεν κλονίζεται από τροφοδοτούμενη “πορτοκαλί” επανάσταση. Το αμερικανικό κατεστημένο, όμως, δεν πτοείται. Γι’ αυτό και η κυβέρνηση Μπάιντεν θα συνεχίσει να ερεθίζει τη “ρωσική αρκούδα”, ελπίζοντας ότι έτσι θα την υποχρεώσει να σπαταλήσει τους περιορισμένους πόρους της.
Δημοσίευση σχολίου