Για την Ελλάδα, το βασικό ζήτημα δεν μπορεί παρά να είναι οι αναθεωρητικές πεποιθήσεις του τουρκικού κατεστημένου.
Κώστας Α Λάβδας*Σε τελική ανάλυση, παρά την προφανή δυσκολία να προσδιορίσει κανείς ένα κυρίαρχο σενάριο για την μετά-Ερντογάν εποχή, τέσσερις είναι οι βασικές παράμετροι που θα την επηρεάσουν καθοριστικά.
Πρώτον, ο τρόπος μετάβασης σε αυτή. Μια ομαλή μετάβαση διαμορφώνει διαφορετικές συνθήκες σε σχέση με μια αλλαγή μέσω πολιτικής κρίσης και σύγκρουσης.
Υπάρχουν πολλές ενδείξεις για την απροθυμία του Ερντογάν να εγκαταλείψει την εξουσία. Σε κάθε περίπτωση, μια φιλελεύθερη μεταρρυθμιστική κυβέρνηση που παράλληλα θα συγκρατήσει την αναθεωρητική δυναμική του τουρκικού κατεστημένου προς τα έξω είναι απίθανη μετά το 2023.
Ακόμη και αν η μετάβαση είναι ομαλή, κάτι που δεν είναι σίγουρο, το πιθανότερο σενάριο είναι αυτό μιας συμμαχίας μεταξύ των Κεμαλικών (Ρεπουμπλικανικό Κόμμα), του Καλού Κόμματος της Ακσενέρ και άλλων δεξιών και κεντροδεξιών πολιτικών ομάδων.
Με το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης αλλά και τον ακροδεξιό εθνικιστή Μπαχτσελί πιθανότατα στην αντιπολίτευση, η νέα κυβέρνηση θα υποφέρει από οξύτατη κριτική για τα διεθνή ζητήματα. Οξύτατη κριτική τόσο από την αντιπολίτευση όσο και από ισχυρούς θύλακες στο εσωτερικό της.
Διεθνές περιβάλλον και τουρκική στρατηγική
Δεύτερον, πολλά θα εξαρτηθούν από το διεθνές συστημικό περιβάλλον. Η συστημική διάσταση μετασχηματίζεται με τρόπο αργό, ενίοτε παραπλανητικό, αλλά τελικώς σαφή για όσους γνωρίζουν να αναλύουν βάσει εξηγητικών σχημάτων και όχι εντυπώσεων.
Εισερχόμαστε αργά σε έναν κόσμο παγιωμένα πολυκεντρικό, με μερικές συγκλίσεις σε επιμέρους θεματικά πεδία αλλά και τις αβεβαιότητες που είχε προ πολλών ετών επισημάνει τόσο εύστοχα ο Richard Rosecrance, αναλύοντας εν μέρει αντίστοιχες ιστορικές περιόδους και εξηγώντας ότι μια πολυπολική παγκόσμια τάξη αυξάνει τον αριθμό και την πιθανότητα των διεθνών συγκρούσεων, παρότι συνήθως μειώνει τη βαρύτητά τους. Τη μειώνει, φυσικά, ως προς τις ενδεχόμενες συστημικές επιπτώσεις τους. Όχι ως προς τις συνέπειες για τους άμεσα εμπλεκόμενους.
Δυστυχώς η Τουρκία γίνεται περισσότερο αναθεωρητική, επεκτατική και επικίνδυνη όταν ισχυροποιείται. Όχι, μόνον όταν έχει εσωτερικά προβλήματα, αλλά κυρίως όταν αποκτά ισχύ.
Σε ένα διπολικό σύστημα υπάρχει μια βασική αντιπαλότητα, λόγω της οποίας ελέγχονται ή –σε ορισμένες συγκυρίες– μέσω της οποίας διαθλώνται και επανακαθορίζονται οι υπόλοιποι ανταγωνισμοί. Ένα πολυκεντρικό σύστημα μπορεί αντίθετα να συνδυαστεί με πολλαπλές εστίες συγκρούσεων. Πολυκεντρικό είναι το νέο περιβάλλον και ας μην μας αποπροσανατολίζουν οι τάσεις πολώσεων που θα έρχονται και θα παρέρχονται κατά καιρούς.
Κρίσιμες σχέσεις της Τουρκίας που διακυβεύονται την περίοδο 2021-2023: ΕΕ και ΗΠΑ.
Ως προς την ΕΕ, παρά τις ουσιαστικές και εν πολλοίς προβλέψιμες αποκλίσεις στρατηγικών μεταξύ των βασικών δυνάμεων, η συστηματική προώθηση της «θετικής ατζέντας» απέναντι στην Άγκυρα από το Βερολίνο κερδίζει έδαφος.
Οι ουσιαστικές δυσκολίες του Ερντογάν βρίσκονται στις σχέσεις με τη νέα κυβέρνηση στην Ουάσιγκτον, όπου στο κεντρικό πρόβλημα (S-400 και Ρωσία) έχει πια προστεθεί μια συνολικότερη, κριτική αποτίμηση των προβλημάτων της Τουρκίας ως αυταρχικού καθεστώτος. Οι αυξανόμενες εντάσεις μεταξύ ΗΠΑ-Ρωσίας βάζουν την Τουρκία σε μια θέση ενός δυνητικά ριζικού διλήμματος. Το 2021-23, για λόγους που έχω εξηγήσει διεξοδικά κατά καιρούς, θα σφραγίσει τη σχέση της Τουρκίας με τη Δύση. Με πιθανότερο το σενάριο της ακόμη μεγαλύτερης απομάκρυνσης.
Τρίτον, στο εσωτερικό μέτωπο της Τουρκίας, η οικονομική κρίση σε συνδυασμό με την προϊούσα αυταρχοποίηση του καθεστώτος διαμορφώνουν πολλαπλές γραμμές συγκρούσεων.
Η οικονομική διαχείριση του καθεστώτος Ερντογάν έχει δείξει τα όρια της, όμως η τουρκική οικονομία έχει ως υπόβαθρο μια εντυπωσιακή δημογραφική δυναμική και μια εξελισσόμενη προοπτική βαθύτερων σχέσεων με την Κίνα αλλά και τις χώρες του Καυκάσου.
Παρόλα αυτά, μια άμεση οικονομική επιδείνωση μπορεί να οδηγήσει σε μια εξίσου άμεση ανάγκη ενεργοποίησης και εκμετάλλευσης του εξωτερικού μετώπου.
Η μετά Ερντογάν εποχή θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό και από τις σχέσεις μεταξύ των κοσμικών και των θρησκευτικών στοιχείων στο τουρκικό πολιτικό σύστημα.
Αυτό δεν θα συνιστά απλώς «εξαγωγή των εσωτερικών προβλημάτων», όπως ακούμε συχνά. Οι μετατοπίσεις στις εσωτερικές συνθήκες προφανώς διαδραματίζουν ρόλους, αλλά δεν αποτελούν αιτία της τουρκικής εξωτερικής συμπεριφοράς. Δυστυχώς η Τουρκία γίνεται περισσότερο αναθεωρητική, επεκτατική και επικίνδυνη όταν ισχυροποιείται. Όχι, μόνον όταν έχει εσωτερικά προβλήματα, αλλά κυρίως όταν αποκτά ισχύ.
Από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου (που όπως επισημαίνει εδώ και δεκαετίες ο François Géré της έδωσε την αίσθηση μιας νέο-οθωμανικής οπτικής) μέχρι την έκρηξη των οικονομικών μεγεθών σε μια χώρα με εντυπωσιακή δημογραφική δυναμική (το τουρκικό ΑΕΠ πλησίασε το 1 τρις δολάρια το 2013-14 και συγκρατήθηκε παρόλες τις μεγάλες δυσκολίες σχεδόν στα 700 δις το 2020), οι τουρκικές ελίτ συνάντησαν τα απωθημένα σχέδια του τουρκικού βαθέως κράτους σε ένα όραμα επέκτασης και ηγεμονικής αναρρίχησης.
Παραλλαγές της Ισλαμικής παραμέτρου
Η τέταρτη διάσταση ίσως αποδειχθεί σημαντικότερη από όλες.
Η μετά Ερντογάν εποχή θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό και από τις σχέσεις μεταξύ των κοσμικών και των θρησκευτικών στοιχείων στο τουρκικό πολιτικό σύστημα.
Το βασικό ζήτημα για το ΝΑΤΟ είναι κυρίως ο Ερντογάν. Όμως για την Ελλάδα το βασικό ζήτημα δεν μπορεί παρά να είναι οι αναθεωρητικές πεποιθήσεις του τουρκικού κατεστημένου.
Σε αυτό το πλαίσιο, το παρόν και το μέλλον του Γκιουλενικού κινήματος αποτελούν κρίσιμη παράμετρο. Μόλις προ ημερών, στην Τουρκία κυκλοφόρησε η φήμη ότι ο Γκιουλέν δολοφονήθηκε με δηλητήριο στη φάρμα του στην Πενσυλβάνια. Η φήμη διαψεύστηκε, αλλά τα συναισθήματα και η ένταση με την οποία έγινε δεκτή – ένταση θετική από κάποιους, αρνητική από άλλους – επιβεβαιώνει για μια ακόμη φορά το πόσο σημαντική και ταυτόχρονα αμφιλεγόμενη προσωπικότητα είναι ο Γκιουλέν.
Η σύγκρουση των πρώην εταίρων Ερντογάν – Γκιουλέν βεβαίως προϋπήρχε του αποτυχημένου πραξικοπήματος του 2016. Αλλά η απόπειρα πραξικοπήματος, την οποία ο Ερντογάν χωρίς αποδείξεις αποδίδει στους Γκιουλενιστές, αποτέλεσε πρόσχημα για την κατά μέτωπο επίθεση στο γκιουλενικό δίκτυο.
Στη δεκαετία του 1980, η στρατιωτική δικτατορία του Εβρέν κατηγόρησε τον Γκιουλέν ότι σχεδίαζε την εγκαθίδρυση ενός Ισλαμικού καθεστώτος. Ο Γκιουλέν συνελήφθη αλλά αφέθηκε ελεύθερος από το νέο πρωθυπουργό (και μετέπειτα πρόεδρο) Τουργκούτ Οζάλ, ο οποίος μάλιστα αργότερα υποστήριξε τις μεταψυχροπολεμικές προσπάθειες του Γκιουλέν να ανοίξει σχολεία σε τουρκικές δημοκρατίες που είχαν μόλις ανεξαρτητοποιηθεί από τη Σοβιετική Ένωση.
Το 2000, η τότε τουρκική κυβέρνηση κατηγόρησε και πάλι τον Γκιουλέν για απόπειρα υπονόμευσης της τουρκικής ανεξιθρησκίας, ενός βασικού στοιχείου του Κεμαλισμού.
Αλλά η άνοδος του Ερντογάν και του Κόμματός του έφερε πάλι τον Γκιουλέν στο προσκήνιο. Ως γνωστόν, Γκιουλέν και Ερντογάν υπήρξαν και συνεργάτες. Το 2012, το New Yorker έγραψε ότι «ενώ ο ίδιος ο Ερντογάν μάλλον δεν είναι Γκιουλενιστής, ο [τότε] πρόεδρος Abdullah Gül (Αμπντουλάχ Γκιούλ) λέγεται ότι είναι Γκιουλενιστής, όπως και πολλά άλλα στελέχη της κυβέρνησης».
Σε κάθε περίπτωση, η σχέση Ερντογάν – Γκιουλέν άρχισε να αλλάζει από τη στιγμή που ο Ερντογάν είχε παγιώσει την εξουσία του.
Η προσπάθεια του καθεστώτος Ερντογάν να εξαλείψει την παρουσία του δικτύου Γκιουλέν στην Τουρκία έχει τρεις διακριτούς αλλά και συμπληρωματικούς στόχους.
Πρώτον, στοχεύει σε ένα μονοπώλιο αντιπροσώπευσης της θρησκευτικής Σουνιστικής πολιτικότητας στην Τουρκία, σε συνεργασία με άλλες πολιτικές ομάδες που είναι πιο ριζοσπαστικές αλλά σε διάλογο με τον Ερντογάν.
Δεύτερον, αποτελεί ξεκαθάρισμα λογαριασμών και αφορμή για διώξεις ενοχλητικών προς το καθεστώς προσωπικοτήτων – στα ΜΜΕ, τα πανεπιστήμια, το διπλωματικό σώμα, τις ένοπλες δυνάμεις – με το πρόσχημα ότι είναι «Γκιουλενιστές».
Τρίτον, με δεδομένη την φυσική παρουσία του Γκιουλέν στις ΗΠΑ, αποτελεί και ένα από τα στοιχεία πίεσης που ο Ερντογάν επιθυμεί να υπάρχουν στις διαπραγματεύσεις με την εκάστοτε αμερικανική κυβέρνηση. Επί Τραμπ, ο Ερντογάν πίστευε ότι ο Γκουλέν θα εκδοθεί στην Τουρκία. Όμως η διάκριση των εξουσιών λειτούργησε στην αμερικανική δημοκρατία και ο Γκιουλέν εξακολουθεί να ζει στην Πενσυλβάνια.
Ο Γκιουλενισμός καθρεφτίζει δυο διαφορετικά στοιχεία που αποτελούν και τα δυο διαφορετικού τύπου προκλήσεις για το τουρκικό καθεστώς.
Το πρώτο αναφέρεται στη διάσταση του πλουραλισμού στο εσωτερικό της τουρκικής πολιτικής θρησκευτικότητας. Ο Γκιουλέν προωθεί ένα ανεκτικό Ισλάμ που δίνει έμφαση στον αλτρουισμό, τη σκληρή δουλειά, την εκπαίδευση και τον κεντρικό ρόλο της σύγχρονης επιστήμης.
Το δεύτερο αναφέρεται στη διεθνική (transnational) διάσταση. Το όραμα του Ερντογάν στοχεύει σε εσωτερικό μονοπώλιο και σε εξωτερικό εναγκαλισμό (προσεκτικό αλλά σαφή) μορφών του περισσότερο ή λιγότερο ριζοσπαστικοποιημένου Πολιτικού Ισλάμ.
Πέρα από την κλιμακούμενη πίεση στην Ελλάδα και την Κύπρο, η Τουρκία θα συνεχίσει να αναζητά ρόλο ως μουσουλμανική ηγεμονική παρουσία στην περιοχή και στο σουνιτικό κόσμο πέρα από αυτή. Και αυτό ανεξαρτήτως του είδους του Πολιτικού Ισλάμ που θα ασκεί επιρροή, περισσότερο ή λιγότερο ήπιου.
Αντίθετα, το όραμα του Γκιουλέν – παρά τις γκρίζες περιοχές που αφορούν τον ρόλο στελεχών με Γκουλενικές συμπάθειες στην εσωτερική πολιτική διαμάχη στην Τουρκία – υποτίθεται ότι έχει ως στόχο μεταξύ άλλων και την υποβοήθηση του Διαθρησκευτικού διαλόγου και την επικοινωνία μεταξύ διαφορετικών πεποιθήσεων και δογμάτων.
Η Τουρκία θα παραμείνει δομική απειλή
Όπως εξηγώ από χρόνια, το βασικό ζήτημα για το ΝΑΤΟ είναι κυρίως ο Ερντογάν. Όμως για την Ελλάδα το βασικό ζήτημα δεν μπορεί παρά να είναι οι αναθεωρητικές πεποιθήσεις του τουρκικού κατεστημένου. Πριν, κατά τη διάρκεια και μετά το καθεστώς Ερντογάν. Η αναζήτηση νέου ρόλου για την Τουρκία ξεκίνησε στα πρώτα χρόνια της μετα-Ψυχροπολεμικής περιόδου και συμπληρώθηκε ως προς τα ισλαμιστικά στοιχεία της αργότερα, με την άνοδο του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης.
Πέρα από την κλιμακούμενη πίεση στην Ελλάδα και την Κύπρο, η Τουρκία θα συνεχίσει να αναζητά ρόλο ως μουσουλμανική ηγεμονική παρουσία στην περιοχή και στο σουνιτικό κόσμο πέρα από αυτή. Και αυτό ανεξαρτήτως του είδους του Πολιτικού Ισλάμ που θα ασκεί επιρροή, περισσότερο ή λιγότερο ήπιου.
Με δυο λόγια, η Τουρκία διεκδικεί:
(α) ζωτικό χώρο στην περιοχή και
(β) μερίδιο στην πολιτισμική ηγεμονία του σουνιτικού Ισλάμ σε παγκόσμιο επίπεδο.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Άγκυρα αμφισβητεί συνολικά τη Συνθήκη της Λωζάνης. Ακόμη και η ημέρα που καθορίστηκε για την τελετή αλλαγής του χαρακτήρα της Αγίας Σοφίας, η 24η Ιουλίου, επελέγη για να θυμίσει την ημέρα υπογραφής της Συνθήκης της Λωζάννης το 1923.
Η Τουρκία θα εξακολουθήσει να επιχειρεί να ισορροπήσει μεταξύ Δύσης και Ανατολής και παράλληλα να προβάλλει τον ρόλο της ως περιφερειακή μουσουλμανική δύναμη με ηγεμονικές τάσεις στο σουνιτικό κόσμο, ενισχύοντας παράλληλα την ετοιμότητα στο εσωτερικό εθνικιστικό μέτωπο.
Στον αναδυόμενο πολυκεντρικό κόσμο, που διαθέτει ταυτόχρονα χαρακτηριστικά μιας εν εξελίξει και ασύμμετρα πολυεπίπεδης διακυβέρνησης, τα λιμάνια της θαλπωρής που γνωρίσαμε στη μορφή προηγμένων πολυμερών συνεργασιών και περιφερειακών ενοποιήσεων είναι ταυτόχρονα απαραίτητα αλλά και δυνάμει παραπλανητικά. Μόνο τα προτεκτοράτα έχουν μια κάποια «εγγύηση» από τις δυνάμεις που τα ορίζουν. Τα ανεξάρτητα κράτη βελτιώνουν τις πιθανότητές τους.
Εθνική αυτοπεποίθηση, αύξηση των αποτρεπτικών δυνατοτήτων της χώρας με κάθε τρόπο και κάθε εταίρο, ενίσχυση της κοινωνικής και οικονομικής συνοχής, ισχυροποίηση της αντίληψης περί δημοσίου συμφέροντος, εγρήγορση και χάραξη στρατηγικής πέρα από τη Σκύλλα του αδιάφορου ή ναρκισσιστικού εφησυχασμού και τη Χάρυβδη των επικίνδυνων δημαγωγών του σπασμωδικού εθνικισμού.
Μόνον έτσι θα επιβιώνει χωρίς απώλειες και θα ευημερεί η Ελλάδα σε μια δύσκολη γειτονιά που θα μετασχηματίζεται μέσα σε ένα πολυκεντρικό κόσμο προς ένα απρόβλεπτο μέλλον.
*Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Δημοσίευση σχολίου