Στον απόηχο της ιστορικής συμφωνίας AUKUS που σηματοδοτεί το νέο ψυχρό πόλεμο, με την Κίνα στη θέση της ΕΣΣΔ μεταφέροντας το επίκεντρο του γεωπολιτικού ανταγωνισμού στον Ειρηνικό ωκεανό, υπογράφηκε το σύμφωνο αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής Ελλάδας- Γαλλίας ταυτόχρονα με την συμφωνία για την προμήθεια φρεγατών και κορβετών, κίνηση που μεταβάλλει τις ισορροπίες σε ένα δευτερεύον γεωπολιτικό θέατρο όπως είναι αυτό της Ν.Α. Μεσογείου.
Η συμφωνία αυτή δίνει σάρκα και οστά στο σύνθημα «Ελλάς- Γαλλία συμμαχία», δεκαετίες από τότε που ακούστηκε για πρώτη φορά. Η συνομολόγησή της βρίσκεται στο προσκήνιο από το καλοκαίρι του 2020, περίοδος κατά την οποία ζήσαμε το θρίλερ με τα ερευνητικά σκάφη της γείτονος, να αλωνίζουν το Αιγαίο και όχι μόνο. Ήταν τότε, που η Γαλλία ήταν η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα που έστειλε πολεμικά σκάφη σε ένδειξη αλληλεγγύης, ή πιο σωστά έδειξε ότι τα στρατηγικά της συμφέροντα στην περιοχή βρίσκονται σε κίνδυνο όταν κινδυνεύουν και τα Ελληνικά. Παράλληλα, πρώτη η Γαλλία ήταν μεταξύ των χωρών που στήριξαν τις ελληνικές θέσεις στα Ευρωπαϊκά Συμβούλια που ακολούθησαν και ασχολήθηκαν με την τουρκική προκλητικότητα.
Το γιατί πήρε έναν χρόνο η υπογραφή αυτής της συμφωνίας έγινε φανερό – παρόλο που όλοι το υποψιάζονταν- αμέσως μετά την εμφάνιση της AUKUS.
O δυτικός ηγεμόνας, αφού αποφάσισε να αφοσιωθεί στην συγκράτηση (containment) της Κίνας στον Ειρηνικό, έδωσε όπως φαίνεται τα διαπιστευτήρια του στην Γαλλία για τον έλεγχο της Ανατολικής Μεσογείου, πάντα υπό την υψηλή εποπτεία του. Κουμπάρος οι ΗΠΑ λοιπόν στο συνοικέσιο, χωρίς την συγκατάθεση των οποίων, δύσκολα το ελληνικό πολιτικό σύστημα θα τολμούσε να κάνει αυτή την επιλογή (και ταυτόχρονα να επιλέξει τις γαλλικές φρεγάτες έναντι των αμερικανικών).
Έστω και από «σπόντα» λοιπόν, η ελληνική κυβέρνηση παράγγειλε ένα οπλικό σύστημα μοναδικών δυνατοτήτων που θα αλλάξει το ναυτικό ισοζύγιο όχι μόνο στο Αιγαίο, αλλά και στην Ανατολική Μεσόγειο όπου έχει επικεντρωθεί η Τουρκική επιθετικότητα το τελευταίο διάστημα. Η μεγάλη είδηση όμως, είναι η ταυτόχρονη υπογραφή του αμυντικού συμφώνου μεταξύ των δύο χωρών που μπορεί να αποτελέσει πραγματικό καταλύτη για τις ισορροπίες στην περιοχή μας. Και μόνο η εμφάνιση ενός τέτοιου διμερούς συμφώνου είναι εντυπωσιακή από την άποψη ότι επαναφέρει στην επικαιρότητα μια μορφή διακρατικής συνεννόησης μετά από πολλές δεκαετίες όπου επικρατούσαν οι πολυμερείς αμυντικές συμφωνίες.
Η πεμπτουσία του Συμφώνου εντοπίζεται στο άρθρο 2, όπου αναφέρεται ότι «Τα Μέρη παρέχουν το ένα στο άλλο βοήθεια και συνδρομή, με όλα τα κατάλληλα μέσα που έχουν στην διάθεσή τους, κι εφόσον υφίσταται ανάγκη με τη χρήση ένοπλης βίας, εάν διαπιστώσουν από κοινού ότι μία ένοπλη επίθεση λαμβάνει χώρα εναντίον της επικράτειας ενός από τα δύο, σύμφωνα με το Άρθρο 51 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών».
Ενώ ακόμη κρατούν οι πανηγυρισμοί στην ελληνική πλευρά για αυτή την αναφορά, καλό είναι να έχουμε υπόψη τους αστερίσκους που κρύβουν οι όροι «ένοπλη επίθεση» και «επικράτεια».
Στην πρώτη περίπτωση ο όρος χρήζει ερμηνειών που μπορεί την κρίσιμη στιγμή να μην ταυτιστούν μεταξύ των συμβαλλομένων. Επίσης, η έννοια της επικράτειας εκτείνεται μέχρι τα 6 ν.μ. που ορίζουν τα χωρικά ύδατα της χώρας. Όμως τα λιγότερο ή περισσότερο «θερμά» επεισόδια που διαδραματίστηκαν τα τελευταία χρόνια στην περιοχή μας, ήταν εντός των ζωνών κυριαρχικών δικαιωμάτων, αλλά εκτός των χωρικών υδάτων μας.
Παράλληλα, πρέπει να έχουμε πάντα υπόψη, ότι κανείς μπορεί να ζητάει αξιοπιστία από τα άλλα μέρη, όταν πρώτα ο ίδιος εκπέμπει σήματα κύρους και αξιοπιστίας. Σε ένα σύμφωνο αμοιβαίας συνδρομής, είναι σημαντικό για καθένα από τα συμβαλλόμενα μέρη, να λαμβάνει τροφοδότηση από την άλλη πλευρά, που θα ενισχύει την πεποίθησή του ότι την κρίσιμη στιγμή θα τηρηθούν τα συμφωνηθέντα. Όσο μεγαλύτερη είναι αυτή η βεβαιότητα, τόσο πιο πιθανό θα είναι και το ίδιο να ανταποκριθεί στις δικές του δεσμεύσεις αν και όταν χρειαστεί.
Για να το πούμε ωμά, κανείς δεν πρόκειται να πολεμήσει για λογαριασμό μας εάν πρώτοι εμείς δεν δείχνουμε ότι είμαστε διατεθειμένοι να το κάνουμε.
Το ίδιο το δόγμα της αποτροπής το οποίο υποτίθεται ότι αποτελεί την πεμπτουσία της ελληνικής στρατηγικής απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα, βασίζεται στην αξιοπιστία του μηνύματος που εκπέμπουμε και αυτό είναι ένα πεδίο στο οποίο δεν έχουμε δείξει καλά δείγματα στο πρόσφατο παρελθόν: άλλοτε με δηλώσεις περί τούρκικων πλοίων που ο δυνατός αέρας τα παρέσυρε στα ελληνικά χωρικά ύδατα, και γενικότερα δηλώσεις περί κόκκινων γραμμών που στην συνέχεια έγιναν διακεκομμένες...Ίσως για αυτό τον λόγο οι Γάλλοι θέλησαν να καλύψουν τα νώτα τους, προαναγγέλλοντας ρητά στο άρθρο 18 παρ. ι) την συμμετοχή των ελληνικών Ε.Δ. στις υπό γαλλική διοίκηση επιχειρήσεις στο Σαχέλ. Αυτή η αναφορά, δεν χρήζει παρερμηνειών.
Σε κάθε περίπτωση, η Συμφωνία ανεβάζει κατακόρυφα την ελληνική αποτρεπτική ικανότητα, και αυτό επειδή κάθε φορά που η Τουρκία θα μπαίνει στον πειρασμό να ανατρέψει το status quo της περιοχής θα βρίσκεται αντιμέτωπη με την πιθανότητα της γαλλικής εμπλοκής μεγεθύνοντας το σχετικό ρίσκο που αναλαμβάνει.
Σημαντική παρακαταθήκη για αυτό το Σύμφωνο είναι ότι αυτό δεν υπαγορεύτηκε από μια συγκυριακή σύμπτωση συμφερόντων. Αντίθετα, αποτυπώνει μια πολυετή συνεργασία σε πολλαπλά επίπεδα, συμπυκνώνει δεσμούς τόσο σε πολιτικό και πολιτιστικό επίπεδο και κυρίως υπογραμμίζει τα κοινά συμφέροντα των δύο χωρών στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής.
Η συμφωνία αυτή δίνει σάρκα και οστά στο σύνθημα «Ελλάς- Γαλλία συμμαχία», δεκαετίες από τότε που ακούστηκε για πρώτη φορά. Η συνομολόγησή της βρίσκεται στο προσκήνιο από το καλοκαίρι του 2020, περίοδος κατά την οποία ζήσαμε το θρίλερ με τα ερευνητικά σκάφη της γείτονος, να αλωνίζουν το Αιγαίο και όχι μόνο. Ήταν τότε, που η Γαλλία ήταν η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα που έστειλε πολεμικά σκάφη σε ένδειξη αλληλεγγύης, ή πιο σωστά έδειξε ότι τα στρατηγικά της συμφέροντα στην περιοχή βρίσκονται σε κίνδυνο όταν κινδυνεύουν και τα Ελληνικά. Παράλληλα, πρώτη η Γαλλία ήταν μεταξύ των χωρών που στήριξαν τις ελληνικές θέσεις στα Ευρωπαϊκά Συμβούλια που ακολούθησαν και ασχολήθηκαν με την τουρκική προκλητικότητα.
Το γιατί πήρε έναν χρόνο η υπογραφή αυτής της συμφωνίας έγινε φανερό – παρόλο που όλοι το υποψιάζονταν- αμέσως μετά την εμφάνιση της AUKUS.
O δυτικός ηγεμόνας, αφού αποφάσισε να αφοσιωθεί στην συγκράτηση (containment) της Κίνας στον Ειρηνικό, έδωσε όπως φαίνεται τα διαπιστευτήρια του στην Γαλλία για τον έλεγχο της Ανατολικής Μεσογείου, πάντα υπό την υψηλή εποπτεία του. Κουμπάρος οι ΗΠΑ λοιπόν στο συνοικέσιο, χωρίς την συγκατάθεση των οποίων, δύσκολα το ελληνικό πολιτικό σύστημα θα τολμούσε να κάνει αυτή την επιλογή (και ταυτόχρονα να επιλέξει τις γαλλικές φρεγάτες έναντι των αμερικανικών).
Έστω και από «σπόντα» λοιπόν, η ελληνική κυβέρνηση παράγγειλε ένα οπλικό σύστημα μοναδικών δυνατοτήτων που θα αλλάξει το ναυτικό ισοζύγιο όχι μόνο στο Αιγαίο, αλλά και στην Ανατολική Μεσόγειο όπου έχει επικεντρωθεί η Τουρκική επιθετικότητα το τελευταίο διάστημα. Η μεγάλη είδηση όμως, είναι η ταυτόχρονη υπογραφή του αμυντικού συμφώνου μεταξύ των δύο χωρών που μπορεί να αποτελέσει πραγματικό καταλύτη για τις ισορροπίες στην περιοχή μας. Και μόνο η εμφάνιση ενός τέτοιου διμερούς συμφώνου είναι εντυπωσιακή από την άποψη ότι επαναφέρει στην επικαιρότητα μια μορφή διακρατικής συνεννόησης μετά από πολλές δεκαετίες όπου επικρατούσαν οι πολυμερείς αμυντικές συμφωνίες.
Η πεμπτουσία του Συμφώνου εντοπίζεται στο άρθρο 2, όπου αναφέρεται ότι «Τα Μέρη παρέχουν το ένα στο άλλο βοήθεια και συνδρομή, με όλα τα κατάλληλα μέσα που έχουν στην διάθεσή τους, κι εφόσον υφίσταται ανάγκη με τη χρήση ένοπλης βίας, εάν διαπιστώσουν από κοινού ότι μία ένοπλη επίθεση λαμβάνει χώρα εναντίον της επικράτειας ενός από τα δύο, σύμφωνα με το Άρθρο 51 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών».
Ενώ ακόμη κρατούν οι πανηγυρισμοί στην ελληνική πλευρά για αυτή την αναφορά, καλό είναι να έχουμε υπόψη τους αστερίσκους που κρύβουν οι όροι «ένοπλη επίθεση» και «επικράτεια».
Στην πρώτη περίπτωση ο όρος χρήζει ερμηνειών που μπορεί την κρίσιμη στιγμή να μην ταυτιστούν μεταξύ των συμβαλλομένων. Επίσης, η έννοια της επικράτειας εκτείνεται μέχρι τα 6 ν.μ. που ορίζουν τα χωρικά ύδατα της χώρας. Όμως τα λιγότερο ή περισσότερο «θερμά» επεισόδια που διαδραματίστηκαν τα τελευταία χρόνια στην περιοχή μας, ήταν εντός των ζωνών κυριαρχικών δικαιωμάτων, αλλά εκτός των χωρικών υδάτων μας.
Παράλληλα, πρέπει να έχουμε πάντα υπόψη, ότι κανείς μπορεί να ζητάει αξιοπιστία από τα άλλα μέρη, όταν πρώτα ο ίδιος εκπέμπει σήματα κύρους και αξιοπιστίας. Σε ένα σύμφωνο αμοιβαίας συνδρομής, είναι σημαντικό για καθένα από τα συμβαλλόμενα μέρη, να λαμβάνει τροφοδότηση από την άλλη πλευρά, που θα ενισχύει την πεποίθησή του ότι την κρίσιμη στιγμή θα τηρηθούν τα συμφωνηθέντα. Όσο μεγαλύτερη είναι αυτή η βεβαιότητα, τόσο πιο πιθανό θα είναι και το ίδιο να ανταποκριθεί στις δικές του δεσμεύσεις αν και όταν χρειαστεί.
Για να το πούμε ωμά, κανείς δεν πρόκειται να πολεμήσει για λογαριασμό μας εάν πρώτοι εμείς δεν δείχνουμε ότι είμαστε διατεθειμένοι να το κάνουμε.
Το ίδιο το δόγμα της αποτροπής το οποίο υποτίθεται ότι αποτελεί την πεμπτουσία της ελληνικής στρατηγικής απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα, βασίζεται στην αξιοπιστία του μηνύματος που εκπέμπουμε και αυτό είναι ένα πεδίο στο οποίο δεν έχουμε δείξει καλά δείγματα στο πρόσφατο παρελθόν: άλλοτε με δηλώσεις περί τούρκικων πλοίων που ο δυνατός αέρας τα παρέσυρε στα ελληνικά χωρικά ύδατα, και γενικότερα δηλώσεις περί κόκκινων γραμμών που στην συνέχεια έγιναν διακεκομμένες...Ίσως για αυτό τον λόγο οι Γάλλοι θέλησαν να καλύψουν τα νώτα τους, προαναγγέλλοντας ρητά στο άρθρο 18 παρ. ι) την συμμετοχή των ελληνικών Ε.Δ. στις υπό γαλλική διοίκηση επιχειρήσεις στο Σαχέλ. Αυτή η αναφορά, δεν χρήζει παρερμηνειών.
Σε κάθε περίπτωση, η Συμφωνία ανεβάζει κατακόρυφα την ελληνική αποτρεπτική ικανότητα, και αυτό επειδή κάθε φορά που η Τουρκία θα μπαίνει στον πειρασμό να ανατρέψει το status quo της περιοχής θα βρίσκεται αντιμέτωπη με την πιθανότητα της γαλλικής εμπλοκής μεγεθύνοντας το σχετικό ρίσκο που αναλαμβάνει.
Σημαντική παρακαταθήκη για αυτό το Σύμφωνο είναι ότι αυτό δεν υπαγορεύτηκε από μια συγκυριακή σύμπτωση συμφερόντων. Αντίθετα, αποτυπώνει μια πολυετή συνεργασία σε πολλαπλά επίπεδα, συμπυκνώνει δεσμούς τόσο σε πολιτικό και πολιτιστικό επίπεδο και κυρίως υπογραμμίζει τα κοινά συμφέροντα των δύο χωρών στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής.
Δημοσίευση σχολίου