Μπινιάρης Νίκος
Σήμερα, που οι αλλαγές είναι καταιγιστικές, η συμπεριφορά της Τουρκίας, όπως και άλλων λαών της Μέσης Ανατολής, μας αναγκάζουν, για τη δική μας επιβίωση, να προσπαθήσουμε να προβλέψουμε. Οι εξελίξεις μας επιβάλουν να διακρίνουμε μέσα στους καπνούς των συγκρούσεων, πολεμικών και ιδεολογικών (σ’ αυτούς πρωταγωνιστεί το Ισλάμ), ποιο θα είναι το μέλλον της γείτονος χώρας σε περιοχή που βρίσκεται σε διάλυση.
Θεωρώ πως ο Ελληνισμός βρίσκεται μπροστά σε υπαρξιακή απειλή, λόγω δημογραφικού, οικονομικής κατάρρευσης αλλά και της αρτηριοσκληρωτικής δομής των θεσμών και της δημόσιας διοίκησης. Η ελληνική κοινωνία δεν είναι ούτε ευπροσάρμοστη, ούτε ανθεκτική σε εξωτερικές προκλήσεις. Ο αντίλογος είναι πως ο Ελληνισμός βρισκόταν υπό παρόμοιες απειλές πολλές φορές στο παρελθόν και επιβίωνε.
Έτσι θα γίνει και τώρα, λένε οι αισιόδοξοι και ντετερμινιστές για την ιστορική μας παρουσία. Θα επαναληφθεί ένα Ναβαρίνο και μια Συνθήκη της Αδριανουπόλεως. Το άλλο άκρο είναι να γινόμαστε μελοδραματικά απαισιόδοξοι, όπως ο καθηγητής Γιανναράς στο Finis Graeciae. Δυστυχώς, είμαι πεπεισμένος πως η πλάστιγγα, αργά αλλά σταθερά, γέρνει προς την πλευρά άλλων λαών και ίσως άλλων πολιτισμών.
Ο Ελληνισμός επέζησε άλλοτε ως κυρίαρχο υπόδειγμα και άλλοτε ως πολύτιμη κληρονομιά και μέσα από την ύπαρξη του ελληνορωμαϊκού, του χριστιανικού και του επιστημονικού υποδείγματος. Αυτό, ως ιστορικό φαινόμενο, συνέβη γιατί η δυτική σκέψη και πρακτική ήσαν βασισμένη σε ελληνικές προτάσεις. Απ’ ότι φαίνεται, όμως, είναι αυτό το πολιτισμικό πλαίσιο που χάνει την επιρροή του στην Ιστορία. Παραμένει ως παγκόσμια κληρονομιά η επιστημονική σκέψη και πράξη ως τεχνολογία, αλλά αυτή έχει πλέον αυτονομηθεί από την έννοια Ελληνισμός.
Τα σενάρια για την Τουρκία
Ο Huntington, στην επικεφαλίδα του διάσημου –για άλλους κακόφημου βιβλίου του– “Η σύγκρουση των πολιτισμών” προσθέτει τη φράση «και η νέα τάξη πραγμάτων». Μετά το 1991 όλοι οι ερευνητές και θεωρητικοί των διεθνών σχέσεων αναζητούν αυτή τη «νέα τάξη πραγμάτων», η οποία άλλοτε είναι η φιλελεύθερη οικονομική παγκοσμιοποίηση, άλλοτε το μοντέλο ΕΕ, άλλοτε θεσμικοί μη κρατικοί ή υπερκρατικοί οργανισμοί και ίσως μια πιθανή επιστροφή σε μορφές αυτοκρατορικής διοίκησης.
Το βέβαιο είναι πως ο ΟΗΕ ως υπερκρατικός οργανισμός που αποτελούσε κάποτε ελπίδα για ένα εύνομο και ανθρώπινο μέλλον δεν διαθέτει την επιρροή και την βαρύτητα που είχε κάποτε για τη διευθέτηση συγκρούσεων. Σε αυτή τη νέα αταξία πραγμάτων υπάρχει το ερώτημα που ενδιαφέρει άμεσα εμάς, τους γείτονες της Τουρκίας: πού και πώς θα καταλήξει αυτή η χώρα; Γιατί δυστυχώς από τον 15ο αιώνα και μετά η ιστορία μας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη δική της.
Υπάρχουν δύο σενάρια για το μέλλον της γείτονος. Η επέκτασή της και η επαναφορά στο προσκήνιο μιας νεοοθωμανικής Τουρκίας. Ή η διάλυσή της, όπως έχει σαν κρατική οντότητα σήμερα. Ως μελετητής της περιοχής, ιστορικά, πολιτικά, και πολιτιστικά, έχω ταχθεί υπέρ της δεύτερης άποψης. Οι τελευταίες εξελίξεις, όμως, δείχνουν πως συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Δείχνουν πως η γείτων βρίσκει αρκετό χώρο να ελίσσεται, ώστε να επιτυγχάνει, όπως φαίνεται, τους μεγαλοϊδεατικούς της οραματισμούς.
Πράγματι, η κοινωνική συνοχή της, η Asabiyyah κατά των Ιμπν Χαλντούν, που τώρα βασίζεται στον εθνικισμό της, είναι μια ισχυρή συγκολλητική ουσία για τη διατήρησή της ως ενιαίο εθνικό-κρατικό μόρφωμα και ως κινητήριος μοχλός για την επέκτασή της. Η θέση του Κεμάλ, «είμαι περήφανος που είμαι Τούρκος», με την οποία ξεκινούν την ημέρα τους οι μαθητές στην Τουρκία είναι ένα πιστεύω, το οποίο διαπερνά και τους δυτικότροπους και τους ισλαμιστές.
Ο Κεμάλ, η εθνική κάθαρση και οι Κούρδοι
Αυτό ήθελε να πετύχει ο Κεμάλ, αντικαθιστώντας την αυτοκρατορία με το δυτικό εθνικό κράτος. Σήμερα, ο εθνικισμός του Κεμάλ, συνδεδεμένος με το πολιτικό Ισλάμ, κάνει μέρος της τουρκικής ελίτ να παρατηρεί το φαινόμενο με καχυποψία και φόβο. Εξ ου και επιφανείς Τούρκοι έχουν μεταναστεύσει, ή έχουν μεταφέρει τις επιχειρήσεις τους στο εξωτερικό. Μέχρι σήμερα, όμως, το μεγαλύτερο ποσοστό στηρίζει τον Ερντογάν και τις αντι-αμερικανικές και αντι-ευρωπαϊκές του κορώνες, όπως και τις προσπάθειές του να προβάλει την τουρκική ισχύ στη διεθνή σκηνή.
Ο Κεμάλ, πραγματικός μεταρρυθμιστής, άλλαξε τα πάντα στην Τουρκία μετά το 1923, από το αλφάβητο μέχρι τη γλώσσα, την ενδυμασία, την εκπαίδευση και τη σχέση κράτους-Ισλάμ. Κατάργησε το νόμο της Σαρία, αντικαθιστώντας τον με το ευρωπαϊκό κοσμικό δίκαιο. Συστηματικά, έκανε εκκαθαρίσεις σε όλους τους μη-τουρκικούς πληθυσμούς την Μικράς Ασίας: Έλληνες, Αρμένιους, Χαλδαίους, Ασσύριους, Άραβες και άλλες μειονότητες, απομεινάρια των αρχαίων πολιτισμών της περιοχής.
Άλλοι από αυτούς εξανδραποδίσθηκαν, άλλοι εκδιώχθηκαν. Απέμειναν οι Κούρδοι, αυτή η αρχαία ινδοευρωπαϊκή φυλή, η οποία εξισλαμίσθηκε όταν οι Άραβες κατέλαβαν την Περσική Αυτοκρατορία. Οι Τούρκοι ευσχήμως τους βάφτισαν “ορεινούς Τούρκους” για να τους αφομοιώσουν. Άλλοτε με πογκρόμ, άλλοτε με υποσχέσεις τους κρατούσαν εντός του νέου κρατικού οικοδομήματος της εθνικά “καθαρής” Τουρκίας.
Το Ισλάμ ως συνεκτικός ιστός
Όσο, όμως, τα παραπάνω είναι αληθινά, άλλο τόσο αληθινό είναι το γεγονός πως ο ίδιος ο Κεμάλ είχε αναγνωρίσει το Ισλάμ ως ισχυρό συναισθηματικό πολιτιστικό πόλο και ως την ειδοποιό διαφορά για να συγκροτηθεί το τουρκικό έθνος. Ο Τούρκος δεν ήταν χριστιανός ή κάποιο άλλο θρήσκευμα, ήταν μουσουλμάνος. Οι 400.000 που ήρθαν στην Τουρκία μετά το 1922 από την Ελλάδα μπορεί να ήταν ελληνόφωνοι, αλλά ήταν μουσουλμάνοι.
Από την αρχή της Τουρκικής Δημοκρατίας το 1923, το Ισλάμ υπήρχε ο ισχυρότατος συνεκτικός ιστός για την δημιουργία του νέου εθνικού κράτους και μόνιμα παρόν στις πολιτικές και πολιτιστικές διαδικασίες της Τουρκίας. Εθνικισμός και Ισλάμ συνυπήρχαν από τότε, αλλά υπό τον απόλυτο έλεγχο του κεμαλικού κοσμικού κράτους. Συνυπάρχουν με άλλους συσχετισμούς έως σήμερα.
Μετά τις τελευταίες κοινοβουλευτικές και τοπικές εκλογές έγινε φανερό πως ο Ερντογάν είναι όμηρος όσον αφορά στις ψήφους και συνεπώς στις θέσεις του Μπαχτσελί, του ηγέτη των Γκρίζων Λύκων, δηλαδή του ακραίου εθνικιστικού κόμματος, το οποίο αντιτίθεται σε οποιαδήποτε συνεννόηση με το κουρδικό στοιχείο. Ο Ερντογάν έχει στείλει στη φυλακή τους πλέον επιφανείς Κούρδους πολιτικούς και έχει κηρύξει ολοκληρωτικό πόλεμο σε κάθε αυτονομιστική κίνηση εντός της Τουρκίας και εκτός, στη Συρία και στο Ιράκ. Όποιος συνομιλεί με Κούρδους είναι τρομοκράτης και οδηγείται στη φυλακή!
Εξαίρετο αποκούμπι
Δεν πρέπει να ξεχνάμε επίσης πως η διένεξη Ερντογάν με τον ιμάμη Γκιουλέν, πρώην υποστηρικτή και φίλο του, η οποία ξεκίνησε το 2014, είναι επίσης ένας πόλεμος χωρίς τέλος. Ο Ερντογάν έχει εξαπολύσει απηνή διωγμό κατά των οπαδών του Γκιουλέν, οι οποίοι ανήκουν στην αστική τάξη, στους διανοούμενους πανεπιστημιακούς, δικαστές και στρατιωτικούς. Η αποξένωση του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης από τους οπαδούς του Γκιουλέν, από τους αστούς Κούρδους της δυτικής Τουρκίας, από τους διανοούμενους και από μέρος της κεμαλικής ελίτ έχει στοιχίσει ψήφους, τους οποίους αναπληρώνουν οι ψήφοι των εθνικιστών και ισλαμιστών κάθε άλλης απόχρωσης.
Ο μεγαλοϊδεατισμός και η πίστη (κεμαλιστών και ισλαμιστών εθνικιστών) πως το κουρδικό στοιχείο είναι υπαρξιακός κίνδυνος για το Ντοβλέτι (το αιώνιο κράτος) έχει καταστεί έμμονη και καταστροφική ιδέα για το τουρκικό κατεστημένο που ασπάζεται την κρατούσα εθνική ιδεολογία. Οι Κούρδοι υπήρξαν ένα εξαίρετο πρόσχημα-αποκούμπι για κάθε εσωτερική πολιτική δυσκολία της Τουρκίας.
Ο Ερντογάν, από φίλος και συνομιλητής τους στις αρχές της πρωθυπουργίας του (ετοιμαζόταν να βγάλει τον Οτσαλάν από τη φυλακή) έγινε ο εξολοθρευτής τους, προβάλλοντας πάντα ότι είναι “τρομοκράτες”. Αυτό το πέτυχε μια και οι κοντόφθαλμοι Δυτικοί χαρακτήρισαν το PKK τρομοκρατική οργάνωση την εποχή του Ψυχρού Πολέμου σε αλληλεγγύη με την Τουρκία του ΝΑΤΟ. Εξ ου και η από 9/10/2019 εισβολή στη Συρία για να εξοντώσει τους “τρομοκράτες”, οι οποίοι «αποτελούν υπαρξιακή απειλή για την Τουρκία».
Δημοσίευση σχολίου