* Του Σταύρου Δρακουλαράκου*
Κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας παρατηρήθηκε μια έμφαση στη ρητορική τόσο της εσωτερικής όσο και της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας ως προς το δικαίωμα απόκτησης πυρηνικού οπλοστασίου. Γεγονός είναι πως κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, η Τουρκία είχε υπογράψει σχετικές συμβάσεις –όπως τη Συνθήκη για τη Μη Διάδοση των Πυρηνικών Όπλων– με τις οποίες συναινούσε τόσο στον περιορισμό της εξάπλωσης της πυρηνικής τεχνολογίας για πολεμικούς σκοπούς όσο και στην αποφυγή ανάπτυξης τουρκικού πυρηνικού προγράμματος. Τα ανωτέρω φυσικά δεν αφορούν στις προσπάθειες ανάπτυξης της ατομικής τεχνολογίας και τεχνογνωσίας για ειρηνικά ενεργειακά οφέλη.
Παρά ταύτα, η παράνομη διάχυση της ατομικής τεχνογνωσίας και η δημιουργία υποδομών πυρηνικού οπλοστασίου σε άλλα κράτη τις προηγούμενες δεκαετίες συντέλεσαν στην υποβάθμιση των σκοπών αλλά και της συμβολικής σημασίας των προαναφερθεισών Συνθηκών. Η νέα τάξη πραγμάτων η οποία διαμορφώθηκε στην περιοχή της Μέσης Ανατολής κατά τη διάρκεια του 21ου αιώνα, σε συνδυασμό με τις προσπάθειες ανάδειξης της Τουρκίας στην ηγεσία της συνέβαλαν στη συμπερίληψη της φιλοδοξίας απόκτησης τουρκικού πυρηνικού οπλοστασίου στην πολιτική συζήτηση.
Η ανάδειξη αυτής της συζήτησης εξυπηρετεί διττό σκοπό σε ό,τι αφορά τις επιδιώξεις του Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Από τη μία πλευρά, καθοδηγεί το δημόσιο πολιτικό διάλογο με ένα νέο φλέγον θέμα, επιδιώκοντας εν προκειμένω την υπονόμευση άλλων ζητημάτων τα οποία κυριαρχούν στην τουρκική πολιτική σκηνή, όπως είναι το κουρδικό και το προσφυγικό, η πανδημία και η οικονομία. Από την άλλη, η ενασχόληση με το δικαίωμα της Τουρκίας στην κατοχή πυρηνικών όπλων εντάσσεται στη γενικότερη αφήγηση περί τουρκικής ηγεμονίας. Με άλλα λόγια, σε αντίθεση με τα προηγούμενα έτη που η συζήτηση εντοπιζόταν στις πολιτικές ανάδειξης της Τουρκίας σε κλασική περιφερειακή δύναμη στην περιοχή της, η σημερινή ρητορική έχει πλέον μετατοπιστεί και διευρυνθεί, δημιουργώντας νέα πεδία αντιπαραθέσεων.
Περαιτέρω, μια ηγεμονική περιφερειακή δύναμη τείνει να ορίζεται ως ένα κράτος το οποίο ασκεί επιρροή ή έλεγχο σε άλλα κράτη σε πολιτικό, οικονομικό, πολιτιστικό ή στρατιωτικό βαθμό. Τα τέσσερα αυτά στοιχεία δεν συντρέχουν απαραίτητα αλλά μπορούν να συνυπάρξουν σε μικρότερη ή σε μεγαλύτερη ένταση. Κύριο χαρακτηριστικό της ανάδειξης μιας νέας περιφερειακής ηγεμονικής δύναμης αποτελεί η αντιπαράθεση με την προϋπάρχουσα καθεστηκυία τάξη, η οποία έχει οριστεί από τις άλλες ηγεμονικές δυνάμεις προς εξυπηρέτηση των στενών συμφερόντων τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το εν δυνάμει περιφερειακά ηγεμονικό κράτος επιδιώκει να δημιουργήσει το δικό του πλέγμα συμφερόντων το οποίο θα έχει ως πρώτο αποδέκτη το ίδιο.
Υπό αυτό το πρίσμα, η ρητορική του Προέδρου Ερντογάν αναφορικά με τα πυρηνικά δεν πρέπει να υποτιμάται ως «πολιτικό παραλήρημα» αλλά ούτε και να εκλαμβάνεται ως μεμονωμένο γεγονός, ανεξάρτητο των κατευθυντηρίων γραμμών της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Η Τουρκία έχει μια σταθερή εξωτερική πολιτική η οποία δεν επηρεάζεται ιδιαίτερα από ηγετικούς παροξυσμούς και δεν προχωρά σε αποφάσεις εν θερμώ. Αντιθέτως, υπηρετεί τις μακροχρόνιες προτεραιότητες της χώρας όπως γίνονται αντιληπτές με βάση τα εθνικά της συμφέροντα.
Έτσι, αναφορικά με την επιδίωξη της Τουρκίας να γίνεται αντιληπτή ως περιφερειακή ηγεμονική δύναμη διακρίνουμε μια σειρά στοιχείων. Το πρώτο αφορά στην καλλιέργεια της πολιτιστικής, ιστορικής, θρησκευτικής και παραδοσιακής συγγένειάς της με τις πρώην επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στο σημείο αυτό χαρακτηριστική είναι η συνήθης κοσμητική αναφορά στο πρόσωπο του Ερντογάν από τα δυτικά και ελληνικά μέσα ενημέρωσης ως «Σουλτάνου», προσδίδοντας ακόμη και όταν λέγεται «περιπαικτικά», πρόσθετο κύρος στις ηγεμονικές βλέψεις του στην περιοχή. Το δεύτερο στοιχείο εντοπίζεται στην ανάπτυξη στενών οικονομικών δεσμών με τα γειτνιάζοντα κράτη με απώτερο στόχο τη δημιουργία τελωνειακών ενώσεων. Το τρίτο συντελείται με την τουρκική στρατιωτική εμπλοκή σε χώρες και περιοχές στις οποίες δεν υφίσταται άμεσο κυριαρχικό ή εδαφικό συμφέρον της χώρας, όπως πρόσφατα στην περίπτωση της Λιβύης και του Αζερμπαϊτζάν. Τέλος, τέταρτο στοιχείο αναδεικνύεται με την πολιτική και λεκτική αντιπαράθεση με τις ηγεσίες παραδοσιακών μεγάλων δυνάμεων –όπως στην περίπτωση του Προέδρου Μακρόν της Γαλλίας– με την οποία καλλιεργείται η εικόνα της ισοδυναμίας αντί της πειθαρχίας στα ξένα συμφέροντα.
Εν προκειμένω, η επιθυμία απόκτησης πυρηνικών όπλων αποτελεί όχημα της Τουρκίας προς ανεξαρτητοποίηση από τα ξένα συμφέροντα και προς τη χάραξη εξωτερικής πολιτικής με την ίδια ως βασικό παρονομαστή. Η απόκτηση πυρηνικών λαμβάνει δυναμική εντασσόμενη στο πλαίσιο της προστασίας και ενίσχυσης της τουρκικής κυριαρχίας. Ως εκ τούτου, παρατηρούμε σε σχέση με τις διακρατικές σχέσεις τη μεταστροφή του ευρωτουρκικού διαλόγου σε επίπεδο ισότιμων εταίρων και όχι στο πλαίσιο ενταξιακής πολιτικής ενός κράτους που επιδιώκει να καταστεί μέλος μιας Ένωσης, όπως και την αποφυγή της μακροχρόνιας συμπόρευσης στο στρατόπεδο των ΗΠΑ ή της Ρωσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, η συμπόρευση επιδιώκεται ανά περίπτωση και βραχυπρόθεσμα.
Με βάση τα ανωτέρω, παρατηρούμε την προσέγγιση της Τουρκίας με χώρες που κατέχουν πυρηνικά –όπως το Πακιστάν και την Ρωσία– δημιουργώντας τις βάσεις ή την υποψία ενδεχόμενης απόκτησης ή ανάπτυξης των θεμελίων για την κατοχή πυρηνικών μέσω της «ατομικής μαύρης αγοράς». Στην υποψία αυτή εντάσσεται η φημολογία επίταξης των πυρηνικών κεφαλών που βρίσκονται στη βάση των ΗΠΑ στο Ιντσιρλίκ. Παρά το γεγονός ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα ήταν καταστροφικό για τις σχέσεις Τουρκίας-ΗΠΑ και κατ’ επέκταση μάλλον απίθανο, η συζήτηση στα αμερικανικά fora φαίνεται πλέον να κατευθύνεται προς τη μετακόμιση της βάσης και του διαμοιρασμού των πολεμικών υλικών σε άλλες βάσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, όπως στην περίπτωση της Σούδας στην Κρήτη.
Ωστόσο, δεν πρέπει να παραβλέπουμε και ένα επιμέρους επιχείρημα ως προς την ανάπτυξη της ατομικής ενέργειας στην Τουρκία υπό οικονομικούς όρους. Εφόσον η Τουρκία είναι απολύτως εξαρτημένη ενεργειακά από το Ιράν και τη Ρωσία, η οικονομία της βρίσκεται συχνά στο έλεος των διακυμάνσεων των ενεργειακών τιμών, γεγονός στο οποίο αδυνατεί να ανταπεξέλθει επαρκώς. Κατά συνέπεια, η τουρκική φιλοδοξία μελλοντικής ενεργειακής ανεξαρτησίας αποτελεί επιχείρημα το οποίο δεν μπορεί να παραμεριστεί ως μη σοβαρό. Από την άλλη πλευρά, η κατασκευή πυρηνικών αντιδραστήρων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας θα μπορούσε να αποτελέσει το πρώτο βήμα προς την παραγωγή πυρηνικών κεφαλών.
Εν τέλει, η απόκτηση πυρηνικών κεφαλών από την Τουρκία είναι ένα μακρινό σενάριο με πολλά προβλήματα. Ωστόσο, η πιθανότητα αυτή δεν δύναται να αποκλειστεί εφόσον δεν ανήκει στο πεδίο της επιστημονικής φαντασίας. Σε κάθε περίπτωση, η ρητορική της πυρηνικής φιλοδοξίας της Τουρκίας αποτελεί τουλάχιστον ένα συμβολικό βήμα στο πλαίσιο της ενίσχυσης της αντίληψης της εικόνας της, όχι μόνο εντός της περιφέρειάς της αλλά και διεθνώς.
* Διδάκτορα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας, Διευθυντή Έκδοσης, Κέντρο Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών (ΚΕΜΜΙΣ)
Δημοσίευση σχολίου