GuidePedia

0


Γιώργος Σκαφιδάς
Οι εξελίξεις διεθνώς σαν να έχουν μπει πια σε έναν «επιταχυντή» και να «τρέχουν», στη βάση όμως όχι πάντοτε «συμβατικών» ή εύκολα προβλέψιμων αλληλουχιών, με καύσιμη ύλη την πανδημία, την αλλαγή ηγεσίας στον Λευκό Οίκο, το Brexit…

Ποιος να το φανταζόταν ότι Άραβες (και όχι μόνο Άραβες) θα άρχιζαν ο ένας μετά τον άλλο (Εμιράτα, Μπαχρέιν, Σουδάν, Μαρόκο, Μπουτάν) να αποκαθιστούν τους διπλωματικούς τους δεσμούς με το Ισραήλ… και μάλιστα στον απόηχο της – επί Τραμπ – μετακίνησης της αμερικανικής πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ;

Ποιος να το φανταζόταν ότι ο Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν της Σαουδικής Αραβίας θα υποδεχόταν κυριολεκτικά με ανοιχτές αγκάλες, σε ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση, τον εμίρη του Κατάρ σεϊχη Ταμίμ Μπιν Χαμάντ Αλ Θάνι επί σαουδαραβικού εδάφους (στις 05 Ιανουαρίου, «γιορτάζοντας» έτσι την επαναπροσέγγιση του Κατάρ με Σαουδική Αραβία, Εμιράτα, Κουβέιτ, Μπαχρέιν και Αίγυπτο). Ή ότι αιγυπτιακή αντιπροσωπεία θα μετέβαινε στην Τρίπολη της Λιβύης (στις 27 Δεκεμβρίου) για επαφές με κορυφαίους αξιωματούχους της τουρκόφιλης Κυβέρνησης Εθνικής Συμφωνίας (GNA).

Και ποιος να το περίμενε ότι οι Αζέροι θα έθεταν υπό την κυριαρχία τους νέα εδάφη εν έτει 2020 στην περιοχή του Ναγκόρνο Καραμπάχ με την υλικοτεχνική υποστήριξη Τούρκων και… Ισραηλινών. Ή ότι ο Λίβυος Φαγιέζ αλ Σάρατζ θα μπορούσε, για παράδειγμα, να έρθει σε «ρήξη» με το καθεστώς του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.

Στην πολιτική συμβαίνουν, βέβαια, πολλά. Εάν πιστέψουμε ωστόσο τον Φραγκλίνο Ρούσβελτ, τότε «τίποτα» από αυτά τα πολλά δεν γίνεται «κατά τύχη». «Εάν κάτι συμβεί, μπορείτε να στοιχηματίσετε ότι ήταν προγραμματισμένο», έλεγε ο «ο ηγέτης που έσωσε την Αμερική».

Πόσο προετοιμασμένη είναι, λοιπόν, η ελληνική εξωτερική πολιτική για όσα έχουν προγραμματιστεί ή προγραμματίζονται; Αρκούν τα τριμερή-πολυμερή σχήματα συνεργασίας σαν βάση θωράκισης μέσα σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον προκλήσεων (κινούμενων και κυμαινόμενων); Μήπως υπάρχουν πλευρές (GNA, Μπακού, Ντόχα, καθεστώς Μαδούρο κ.ά.) με τις οποίες δεν μιλάμε τόσο όσο θα έπρεπε στη βάση μιας πολυδιάστατης ρεαλιστικής εξωτερικής πολιτικής;

Διότι η ΕΕ, για παράδειγμα, έχει εν τω μεταξύ πάψει να αναγνωρίζει τον Χουάν Γκουαϊδό ως «μεταβατικό πρόεδρο» της Βενεζουέλας. Ο κύριος Ιάσων Πιπίνης έχει, άραγε, να πει κάτι επί αυτού ως σύμβουλος του πρωθυπουργού, διότι το υπουργείο Εξωτερικών από την πλευρά του δεν έχει να προσθέσει κάτι στις ευρωπαϊκές ανακοινώσεις (βάσει όσων ειπώθηκαν στην ενημέρωση των διπλωματικών συντακτών στις 7 Ιανουαρίου);

Αναλυτές όπως ο Ζήνωνας Τζιάρρας επιμένουν να ασκούν κριτική στον τρόπο με τον οποίο η ελληνική κυβέρνηση επέλεξε να σταθεί απέναντι στη λιβυκή κρίση από τον Νοέμβριο του 2019 και έπειτα. «Κοιτάζοντας πίσω, θα μπορούσε κανείς να πει ότι η απέλαση του Λίβυου πρέσβη έγινε βεβιασμένα και δεν επέλυσε κανένα πρόβλημα», γράφει ο κ.Τζιάρρας επικρίνοντας παράλληλα και την ελληνική «προσέγγιση υπέρ του Χάφταρ», στο βιβλίο του «Διεθνής Πολιτική στην Ανατολική Μεσόγειο» (εκδ. Παπαζήση). Ως προς τα παραπάνω βέβαια οι απόψεις διίστανται… με την ελληνική διπλωματία να διαμηνύει άλλωστε από την πρώτη στιγμή της κρίσης ότι η απέλαση του Λίβυου πρέσβη «δεν συνιστά διακοπή διπλωματικών σχέσεων».

Με το Κατάρ πάντως από την άλλη, η ελληνική πλευρά εμφανίζεται να έχει διατηρήσει κάποιους ανοιχτούς – οικονομικού ενδιαφέροντος – διαύλους, κυρίως μέσω του υφυπουργού Εξωτερικών Κώστα Φραγκογιάννη (που είχε βρεθεί στη Ντόχα το 2019 και θα συνέχιζε τις επαφές με Καταριανούς).

Ψυχρό είναι όμως το κλίμα στις σχέσεις της ελληνικής κυβέρνησης με το Αζερμπαϊτζάν, όπως έμελλε να φανεί άλλωστε όχι μόνο κατά το οξύ τετ-α-τετ που είχε ο Έλληνας πρέσβης Ν. Πιπερίγκος στο Μπακού τον περασμένο Σεπτέμβριο με τον Αζέρο πρόεδρο Ιλχάμ Αλίεφ αλλά και μέσα από όσα επεισοδιακά έχουν λάβει χώρα τους περασμένους μήνες ανάμεσα στις δύο χώρες.

Η συζήτηση εν Ελλάδι προφανώς και επικεντρώνεται στα ελληνοτουρκικά και ειδικότερα, επί του παρόντος, στην πολυθρύλητη επικείμενη επανέναρξη των διερευνητικών επαφών ανάμεσα στις δύο χώρες, έπειτα από τέσσερα επεισοδιακά χρόνια εντεινόμενων τουρκικών προκλήσεων.

Οι διερευνητικές ωστόσο δεν είναι κάτι το καινοφανές (έχουν άλλωστε ήδη προηγηθεί… 60 γύροι) αλλά ούτε και κάτι το δεσμευτικό. Υπό αυτήν την έννοια, διερωτάται κανείς εάν κάνουν καλά όσοι σπεύδουν να προσδώσουν (εκόντες-άκοντες) χαρακτήρα καταλυτικής εξέλιξης στην προοπτική της επανέναρξης των εν λόγω επαφών, ειδικά μέσα σε ένα περιβάλλον καχυποψίας και αναθεωρητικών-καιροσκοπικών τουρκικών διαθέσεων όπως είναι εκείνο που έχει καλλιεργήσει – με ανησυχητικά αποφασιστική σπουδή είναι η αλήθεια – η Τουρκία τα τελευταία χρόνια. Ως προς την «αξία» που θα μπορούσαν να έχουν οι διερευνητικές στην παρούσα φάση, υπάρχουν άλλωστε διαφωνίες ακόμη και στον χώρο της δεξιάς (με τον Γιάννη Βαληνάκη να υιοθετεί, επί παραδείγματι, διαφορετική στάση από τη Ντόρα Μπακογιάννη μέσα από τις σελίδες της Καθημερινής). Όσο για τις ισορροπίες στα ελληνοτουρκικά, εκείνες επηρεάζονται και από πολλούς άλλους εξωγενείς παράγοντες.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στα μάτια των έξω, το μέτωπο Ελλάδας-Τουρκίας δεν φαίνεται να αποτελεί επί του παρόντος ούτε προτεραιότητα ούτε κορυφαία ανησυχία. Καλό θα ήταν αυτό να το έχει υπόψη της η ελληνική πλευρά όταν διεθνοποιεί το θέμα, καθώς αυτό επηρεάζει και τη βαρύτητα-ισχύ των όποιων διαπραγματευτικών της επιχειρημάτων στα μάτια των τρίτων.

Τα ελληνοτουρκικά απουσιάζουν, ενδεικτικά, από την ανάλυση του Ρόμπερτ Μάλεϊ (Crisis Group) με τις εστίες ανάφλεξης για το έτος 2021. Απουσιάζουν, όμως, και από τις κορυφαίες εστίες ανησυχίας σειράς Τούρκων αναλυτών (Selva Demiralp, Seren Selvin Korkmaz, Özgür Ünlühisarcıklı, Ilke Toygür, Sinem Adar, Soner Çağaptay) για τη χρονιά που μόλις ξεκίνησε, όπως εκείνες καταγράφονται από τους συντάκτες του Turkey Recap. Εκτός και αν θεωρεί κανείς ότι η αποκατάσταση των δεσμών της Τουρκίας του Ερντογάν με την ΕΕ, το Ισραήλ ή την Αίγυπτο περνάει μέσα από την… Ελλάδα.

«Η αξιοπιστία της κυβέρνησης και η ελληνική διπλωματία κατάφεραν το 2020 να μετατρέψουν οριστικά τα ελληνοτουρκικά σε ευρωτουρκικά. Σύγκρουση με την Ελλάδα πλέον θα σημαίνει σύγκρουση με την Ευρώπη», γράφει η πρώην υπουργός Εξωτερικών Ντόρα Μπακογιάννη στην Καθημερινή (3/1/21), με τον γράφοντα ωστόσο να διατηρεί αμφιβολίες όχι ως προς την αξιοπιστία της ελληνικής πλευράς αλλά ως προς τις συγκρουσιακές διαθέσεις των Ευρωπαίων. Των Ευρωπαίων που προσφάτως επεξέτειναν την οικονομική βοήθεια προς την Τουρκία μέσω προγραμμάτων στήριξης των προσφύγων έως και τις αρχές του 2022.

Όσο για τον Ερντογάν, εκείνος έχει διαμηνύσει ότι το 2021 θα είναι ένα έτος «δημοκρατικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων» για την Άγκυρα, αλλά και ένα έτος αποκατάστασης των δεσμών της Τουρκίας με τη Δύση. Σε ακριβώς αυτό το πλαίσιο λοιπόν της επιχειρούμενης επαναπροσέγγισης, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου πρόκειται μέσα στον Ιανουάριο να μεταβεί στις Βρυξέλλες για επαφές με τον επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας Ζοζέπ Μπορέλ, και η ηγεσία των ευρωπαϊκών θεσμών (Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, Σαρλ Μισέλ) στην Άγκυρα για επαφές με τον Ερντογάν. Υπενθυμίζεται πως περίπου πριν από ένα χρόνο, η φον ντερ Λάιεν, ο Σ. Μισέλ, ο Ζ. Μπορέλ μετέβαιναν εσπευσμένα στον Έβρο που βρισκόταν υπό τουρκική «πολιορκία»…
Εκλογές σε Ισραήλ – Αλβανία

Θα μπορούσε, άραγε, η πορτογαλική προεδρία της ΕΕ να χειριστεί καλύτερα την Τουρκία από τη γερμανική προεδρία που προηγήθηκε; Θα μπορούσαν οι επικείμενες εκλογές σε Ισραήλ (23 Μαρτίου) και Αλβανία (25 Απριλίου) να ανατρέψουν υπάρχουσες ισορροπίες και κεκτημένα (ελληνο-ισραηλινή προσέγγιση, δέσμευση περί προσφυγής στη Χάγη με την Αλβανία για τις θαλάσσιες ζώνες), λειτουργώντας έτσι σε βάρος των ελληνικών υπολογισμών; Η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να προετοιμάζεται για όλα τα ενδεχόμενα.

Κυριάκος Μητσοτάκης και Νίκος Δένδιας αναμένεται να μεταβούν την εβδομάδα που ξεκινάει στη Λισαβόνα, ενώ ο Έλληνας ΥΠΕΞ θα κάνει και ένα πέρασμα από τη Ρώμη προτού υποδεχθεί στην Αθήνα την Πέμπτη, 14 Ιανουαρίου, τον ομόλογό του της Βόρειας Μακεδονίας Μπουγιάρ Οσμάνι.

πηγή


Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

 
Top