Το δημοσίευμα της γαλλικής εφημερίδας «La Tribune» που αναφέρεται στην ακύρωση της αγοράς από την Ελλάδα των φρεγατών Belh@rra, εφόσον ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αναδεικνύει περίτρανα το τεράστιο πρόβλημα της εξάρτησης που αντιμετωπίζει διαχρονικά η χώρα. Σύμφωνα με τους συντάκτες του δημοσιεύματος, η αιτία της ελληνικής υπαναχώρησης δεν είναι το υπερβολικό οικονομικό τίμημα που ζητούν οι πωλητές, αλλά η ευθεία παρέμβαση των ΗΠΑ.
Σχολιάζει ο ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ
Προφανώς, η Ουάσιγκτον, πρώτον, δεν θέλει να χάσει τίποτε απ’ όσα είναι διατεθειμένη να δώσει η Αθήνα από τον πενιχρό κορβανά της για εξοπλισμούς, και προωθεί τα δικά της προϊόντα «εξοντώνοντας» τους ανταγωνιστές της, και, δεύτερον, θέλει τον απόλυτο, στα όρια της ασφυξίας έλεγχο των ελληνικών κινήσεων στο στρατιωτικό και στον διπλωματικό τομέα.
Κι αυτό συμβαίνει την ίδια ώρα, που εμείς εναγωνίως ψάχνουμε έναν σοβαρό, μεγάλου βεληνεκούς, σύμμαχο για να αναχαιτίσουμε την ανεξέλεγκτη Τουρκία, κι ο μοναδικός πραγματικά διαθέσιμος είναι η Γαλλία. Διότι οι ΗΠΑ δεν έχουν καμία σοβαρή πρόθεση να τα βάλουν με τους Τούρκους, είτε πρόκειται για τον επιχειρηματία-πρόεδρο Τραμπ είτε για το Δημοκρατικό κατεστημένο.
Ταυτόχρονα, όμως, και στο οικονομικό πεδίο, διαπιστώνουμε, από το πόρισμα της «επιτροπής Πισσαρίδη», ότι τα χρήματα που ελπίζουμε να εισρεύσουν, αν υπάρξει τελικά συμφωνία στην Ε.Ε., θα κατανεμηθούν κυρίως σε τομείς που είναι απολύτως συμβατοί με τις γερμανικές οικονομικές επιδιώξεις.
Στην ουσία η Ελλάδα λειτουργεί ως ένα είδος επενδυτικής αποικίας, στην οποία οι γερμανικές εταιρείες θα μπορέσουν να κερδοφορήσουν μέσω μιας προγραμματισμένης φωτογραφικής διαδικασίας.
Το πρόβλημα είναι όμως ότι αυτός ο σχεδιασμός κείται μακράν των πραγματικών αναγκών της ελληνικής οικονομίας, που θα έπρεπε ήδη από «εχθές» να είχε αναπτύξει την βιομηχανία της και, πρωτίστως, τον αμυντικό της κλάδο, που είναι από χρόνια σε χειμερία νάρκη.
Αντ’ αυτού προτείνονται άλλα «πρωτοποριακά προγράμματα», όπως αυτά τα περί «πράσινης ανάπτυξης», για να δοθεί το τελικό ΟΚ από το Βερολίνο και έτσι να μπορέσουμε κάπως να επιβιώσουμε από την νέα οικονομική λαίλαπα που μας απειλεί.
Τίθεται, επομένως, για μια ακόμη φορά, με επιτακτικό τρόπο, το τεράστιο διαχρονικό πρόβλημα της εξάρτησης και του περιθωρίου των κινήσεων που διαθέτουμε για την υποστήριξη του αυτονόητου δικαιώματος της κυριαρχίας και της αυτοτελούς οικονομικής ανάπτυξης.
Όλοι ζήσαμε την προηγούμενη δεκαετία της κρίσης την σκληρή αντιπαράθεση μεταξύ δύο «σχολών σκέψης». Η μία κατηγορούσε για τα δεινά μας αποκλειστικά τους «ξένους», και ειδικά τους Γερμανούς. Η δεύτερη εστίαζε το πρόβλημα της αποτυχίας μας μονάχα στις εσωτερικές αδυναμίες, στην ανωριμότητα και στα ελαττώματα του «κακομαθημένου» Έλληνα.
Οι οπαδοί της «ανεξαρτησίας», με σχεδόν 5 χρόνια στην εξουσία, απέτυχαν οικτρά. Πρώτον, διότι δεν ήταν καθόλου ανεξάρτητοι, αλλά εντελώς εξαρτημένοι από συγκεκριμένα κέντρα του εξωτερικού, επιβεβαιώνοντας τον κανόνα. Δεύτερον, διότι κολακεύοντας μεγάλο τμήμα της κοινωνίας ενδυνάμωναν τις υπαρκτές παθογένειες με έωλα ιδεολογήματα, κι έτσι επέτειναν τα αδιέξοδα.
Αυτή τη στιγμή στην εξουσία είναι όσοι βεβαίωναν ότι μόνον εμείς με τις επιλογές μας έχουμε την ευθύνη για το πού θα πάει η χώρα, και η εξάρτηση είναι έννοια εκτός του αποδεκτού λεξιλογίου. Η πραγματικότητα, όμως, διαψεύδει και το δικό τους σχήμα. Κι αυτό διότι η Ελλάδα υποφέρει εξίσου από τις εσωτερικές της αδυναμίες όσο και από την ασφυκτική εξάρτησή της από τους διάφορους «προστάτες».
Ως εκ τούτου, η επιβίωσή της προϋποθέτει την έστω μερική υπέρβαση και των δύο αυτών βρόγχων ταυτοχρόνως. Είμαστε, όμως, έτοιμοι να επιλέξουμε αυτό το δύσβατο μονοπάτι που απαιτεί επώδυνες ρήξεις και συνάμα λεπτές ισορροπίες; Πολύ αμφίβολο.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου