Η απόφαση για μία ριζοσπαστική ρήξη στις σχέσεις Γερμανίας – Τουρκίας είναι δύσκολο να ληφθεί, ακόμη και αν οι τελευταίες εξελίξεις στις διμερείς σχέσεις έχουν αποδείξει ότι είναι αδύνατο να υπάρξει κοινό μέλλον.
Μέχρι στιγμής τα κράτη- μέλη φοβούνται να λάβουν απόφαση για την οριστική διακοπή των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της χώρας στην Ε.Ε. Πλέον όμως, και σε συνέχεια μιας δεκαετούς προσπάθειας, θεωρείται πράγματι πιθανή η οριστική ρήξη.
Σύμφωνα με τον εκπρόσωπο της γερμανικής ομοσπονδιακής Κυβέρνησης, S. SEIBERT, η Γερμανίδα Καγκελάριος, A. MERKEL, σχεδιάζει στην επόμενη Διάσκεψη Κορυφής της Ε.Ε. (19 – 20 Οκτωβρίου) να θέσει προς συζήτηση το ζήτημα της διακοπής των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία.
Μέχρι τότε βεβαίως, προϋπόθεση αποτελεί η A. MERKEL να αναδειχθεί νικητής των εκλογών στη Γερμανία και να επανεκλεγεί στο αξίωμα της Καγκελαρίου. Ο υφιστάμενος δισταγμός για τη λήψη της εν λόγω απόφασης οφείλεται σε αρκετούς λόγους, αλλά όχι τόσο σε μια πραγματική επιθυμία για πλήρη ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. Η Τουρκία, από την πλευρά της, κινείται ως επί το πλείστον προς την κατεύθυνση αυτή από καθαρά οικονομικό συμφέρον.
Όπως αναφέρει σχετικό άρθρο της DIE WELT, μέχρι το 2020 η Τουρκία πρόκειται να λάβει συνολικά, προενταξιακή οικονομική βοήθεια ύψους 9,5 δις ευρώ από την Ε.Ε. εκ των οποίων η Άγκυρα έχει λάβει περίπου το ήμισυ. Ταυτόχρονα η Τουρκία ασκεί το τελευταίο διάστημα έντονες πιέσεις για περαιτέρω εμβάθυνση της τελωνειακής ένωσης με την Ε.Ε. που αποτελεί τον σημαντικότερο εμπορικό της εταίρο.
Σύμφωνα με μελέτη, η διεύρυνση τη τελωνειακής ένωσης θα απέδιδε μία αύξηση του 1,84% τουλάχιστον, στην τουρκική οικονομία. Οι εξαγωγές γεωργικών προϊόντων θα διπλασιάζονταν και οι εξαγωγές υπηρεσιών της χώρας προς την Ε.Ε. πιθανώς θα τετραπλασιάζονταν.
Ως εκ τούτου, αντίστοιχα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, έτσι και πολλές ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας έκριναν μέχρι τώρα συνετή μια μετριοπαθή αντιμετώπιση της Τουρκίας. Η Ευρώπη δεν χρειάζεται τη στενή συνεργασία με την Τουρκία μόνο λόγω της προσφυγικής κρίσης, αλλά η τελευταία αποτελεί σημαντική χώρα υποδοχής επενδύσεων, είναι σημαντικός εμπορικός εταίρος και μέλος του ΝΑΤΟ.
Κυρίως όμως δεν θα έπρεπε να δοθεί η ευκαιρία στον Τούρκο Πρόεδρο, R. T. ERDOGAN, να παρουσιάσει την Ευρώπη ως «αποδιοπομπαίο τράγο» και ως υπαίτια για το ναυάγιο των διαπραγματεύσεων. Εντούτοις, είναι πλέον σαφές ότι στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις δεν σημειώνεται από καιρό πρόοδος.
Στον αντίποδα, έχουν αποτελέσει έναυσμα για αλληλοκατηγορίες. Άγνωστο παραμένει με ποιο τρόπο ακριβώς θα μπορούσε ληφθεί η απόφαση για ενδεχόμενη διακοπή των διαπραγματεύσεων. Επί της αρχής, το Συμβούλιο των 28 ΥΠΕΞ των χωρών-μελών της Ε.Ε. θα πρέπει να λάβει επ’ αυτού ομόφωνη απόφαση, της οποίας όμως θα πρέπει να προηγηθεί η πολιτική συζήτηση του ζητήματος από τους Αρχηγούς των κρατών-μελών της Ε.Ε.
Παραμένει ανοιχτό το ζήτημα αν πράγματι μία και μοναδική αρνητική ψήφος επαρκεί για να εμποδίσει τη λήψη απόφασης διακοπής των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, αφού το 2005, όταν ξεκίνησαν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Τουρκία, συμπεριλήφθηκε στη συμφωνία μία ρήτρα που προβλέπει ότι αρκεί μια ειδική πλειοψηφία στο Συμβούλιο για να υπάρξει αναστολή των διαπραγματεύσεων.
Ως εκ τούτου, θα πρέπει οι 16 από τις συνολικά 28 χώρες-μέλη να συμφωνήσουν σε σχετικό αίτημα, με την προϋπόθεση ότι οι χώρες αυτές θα συνιστούν το 65% τουλάχιστον του συνολικού πληθυσμού της Ε.Ε. Τη διακοπή των ενταξιακών διαπραγματεύσεων θα μπορούσε να προτείνει ακόμη και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με την προϋπόθεση πως η Τουρκία παραβιάζει σοβαρά και σε μόνιμη βάση τις αρχές στον τομέα της ελευθερίας, της δημοκρατίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των βασικών ελευθεριών, καθώς και του κράτους Δικαίου.
Στην πραγματικότητα ένα ενδεχόμενο πάγωμα των ενταξιακών διαπραγματεύσεων αποτελεί de facto και τη λήξη τους, αλλά παραμένει ανοιχτό αν η Ε.Ε. καταφέρει να εξεύρει μία κοινή γραμμή προς αυτή την κατεύθυνση.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου