Σε κανέναν ηγέτη δεν αρέσει η σκέψη ότι θα «πέσει» από πραξικοπηματίες. Ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αναμφισβήτητα γνωρίζει πώς να αξιοποιεί στο έπακρο μια απόπειρα πραξικοπήματος.
Στο χρόνο που μεσολάβησε από τότε που μια ομάδα στρατιωτικών προσπάθησε να ανατρέψει την κυβέρνησή του, ο Τούρκος πρόεδρος εξουδετέρωσε μεγάλο μέρος της πολιτικής του αντιπολίτευσης, έκανε σημαντικές μεταρρυθμίσεις για να ενισχύσει τις εξουσίες του, συνεχίζοντας ταυτόχρονα την επεκτατική εξωτερική πολιτική του. Και παρότι η ατζέντα του εξακολουθεί να αντιμετωπίζει αρκετά εμπόδια, θα συνεχίσει να επικαλείται το αφήγημα της θυματοποίησής του, προκειμένου να διατηρεί τον αυστηρό έλεγχο στο εσωτερικό, εξισορροπώντας παράλληλα ένα ολοένα και πιο περίπλοκο σύνολο σχέσεων στο εξωτερικό.
ΤΟ ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΟ πραξικόπημα, με επικεφαλής μια ομάδα στρατιωτικών πιστών στο μουσουλμάνο κληρικό Φετουλάχ Γκιουλέν, εξελίχθηκε γρήγορα σε μια πολιτική ευκαιρία για τον Ερντογάν. Ο πρόεδρος, ο οποίος είχε ήδη εξαντλήσει τα όρια της θητείας του ως πρωθυπουργός και του οποίου το κόμμα είχε ξεπεράσει μια δύσκολη εκλογική αναμέτρηση το 2015, προετοίμαζε να χρησιμοποιήσει το μισό του εκλογικού σώματος που τον στήριζε ακόμα, προκειμένου να ξαναγράψει το σύνταγμα προς όφελός του. Οι ψηφοφόροι θα αποφάσιζαν σε δημοψήφισμα εάν θα διευρύνονταν οι εξουσίες της Προεδρίας και θα έδιναν στον Ερντογάν ώθηση για την παραμονή του στην εξουσία μέχρι το 2029. Ωστόσο, η επιτυχία του δημοψηφίσματος δεν ήταν σίγουρη.
ΠΑΡ’ ΟΛ’ ΑΥΤΑ, οι γκιουλενιστές ήταν πολύ απομονωμένοι για να έχουν τη στήριξη που χρειάζονταν για την ανατροπή του Ερντογάν και του κινήματός του. Ο τουρκικός λαός αποδείχθηκε σαφώς πιο αντίθετος στο πραξικόπημα απ’ ό,τι στον πρόεδρο. Ο Ερντογάν πήρε γρήγορα το πλεονέκτημα, προχωρώντας στην καταστολή του, η οποία έφτασε πολύ πέρα από τους βασικούς δράστες της εξέγερσης, συμπεριλαμβάνοντας σχεδόν οποιονδήποτε γνωστό ή δυνητικό πολιτικό αντίπαλο. Αυτό, ωστόσο, δεν ήταν αρκετό για να διασφαλίσει την εξουσία του. Για να επιτύχει τους στόχους του με το συνταγματικό δημοψήφισμα, ο Ερντογάν έπρεπε επίσης να εξασφαλίσει τη στήριξη του Κόμματος Εθνικιστικού Κινήματος (MHP). Η προσέλκυση του MHP συνεπαγόταν μια στάση σκληρής και μηδενικής ανοχής προς τους Κούρδους. Η εκκαθάριση των γκιουλενιστών γρήγορα υποχώρησε μπροστά στη λήψη αυστηρών μέτρων εναντίον της εθνοτικής ομάδας και η κυβέρνηση ξεκίνησε επιχειρήσεις ασφαλείας για τον περιορισμό της συμμετοχής των ψηφοφόρων στις περιοχές όπου κυριαρχεί το κουρδικό στοιχείο. Αφού έβαλε κατά των Κούρδων, έκλεισε τα αντιπολιτευτικά ΜΜΕ και έπεισε την ηγεσία του MHP σε παρασκηνιακές διαπραγματεύσεις, ο Ερντογάν ήταν έτοιμος ρίξει τη ζαριά του δημοψηφίσματος. Κέρδισε με μικρή διαφορά στο δημοψήφισμα που έγινε τον Απρίλιο, παίρνοντας 51,41% και μια πιθανότητα να παραμείνει στη θέση του για άλλα 12 χρόνια (υπό τον όρο ότι θα κερδίσει την επανεκλογή του το 2019).
ΟΙ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ δεν εισέπραξαν θετικά την ολοένα και πιο αυταρχική πορεία της Τουρκίας. Ως απάντηση, οι Βρυξέλλες προσπάθησαν να μην προχωρήσουν σε παραχωρήσεις, όπως η κατάργηση της βίζας, προκειμένου να πιέσουν την Τουρκία να χαλαρώσει τους αυστηρούς αντιτρομοκρατικούς νόμους της. Οι προσπάθειές τους, ωστόσο, δεν κατάφεραν να πείσουν την Αγκυρα, αντικατοπτρίζοντας αντ’ αυτού μια εσφαλμένη αντίληψη του Ερντογάν και της εσωτερικής του ατζέντας στην Ε.Ε. Οσο περισσότερο προσπαθούσε το μπλοκ να ρεζιλέψει τον Τούρκο πρόεδρο τόσο περισσότερο του δινόταν η ευκαιρία να θωπεύει τις εθνικιστικές φλόγες που έκαιγαν στο εσωτερικό, υποστηρίζοντας ότι οι άπληστες ευρωπαϊκές δυνάμεις, για άλλη μια φορά, προσπαθούσαν να αποδυναμώσουν και να διασπάσουν την Τουρκία.
ΟΣΟ ΑΒΟΛΑ και αν αισθάνεται η Ευρώπη με την Τουρκία του Ερντογάν, χρειάζεται τη συνεργασία της Αγκυρας στο μεταναστευτικό, δίνοντας στους μετριοπαθείς πολιτικούς στην Ενωση την πιθανότητα επιτυχίας έναντι των εθνικιστών αντιπάλων τους. Το αδιέξοδο θα συνεχίσει να «δουλεύει» προς όφελος της Τουρκίας, επιτρέποντας στην Αγκυρα να κατευθύνει τις διαπραγματεύσεις της με το μπλοκ περισσότερο σε θέματα που την ενδιαφέρουν. Οι ενταξιακές συνομιλίες με την Ε.Ε. δεν είναι αυτό που θέλει η Τουρκία (ούτε αυτό που θέλει η Ευρώπη). Αντ’ αυτού, η Τουρκία επικεντρώνεται σε θέματα όπως η αναβάθμιση της ετεροβαρούς συμφωνίας της τελωνειακής ένωσης με την Ε.Ε.
ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ αν οι δυτικές δυνάμεις βρίσκουν ανησυχητική την τροχιά της Αγκυρας, η Τουρκία θα είναι σημαντικός σύμμαχος του ΝΑΤΟ, καθώς η Ρωσία συνεχίζει τη στρατηγική του υβριδικού πολέμου, προσπαθώντας να διαιρέσει την Ευρώπη. Η Αγκυρα, στο μεταξύ, θα πρέπει να κινηθεί προσεκτικά με τη Ρωσία, καθώς η Μόσχα εξακολουθεί να παρεμβαίνει στην ατζέντα της στη Μέση Ανατολή. Αμφιλεγόμενες αποφάσεις, συμπεριλαμβανομένης και μιας προκαταρκτικής συμφωνίας για την κατασκευή και τη συναρμολόγηση ρωσικών πυραύλων S-400 στην Τουρκία, αποκαλύπτουν το βαθμό στον οποίο η Αγκυρα προτίθεται να δοκιμάσει την εμπιστοσύνη των εταίρων της στο ΝΑΤΟ.
ΑΛΛΑ, ΑΠΟ την πλευρά της Τουρκίας, η Δύση δεν δείχνει κατανόηση στις ανάγκες της. Η Αγκυρα, για παράδειγμα, δυσκολεύεται να κατανοήσει γιατί οι ΗΠΑ και η Ευρώπη δεν ακολουθούν απλά το παράδειγμά της, αποκαλώντας όλους τους Κούρδους μαχητές τρομοκράτες. Φυσικά, η απάντηση βρίσκεται στο γεγονός ότι η Ουάσιγκτον και οι εταίροι της στο συνασπισμό χρειάζονται αξιόπιστους μαχητές για την προώθηση του στρατηγικού τους στόχου, την εξουδετέρωση του Ισλαμικού Κράτους. Οι ΗΠΑ και η Ρωσία έχουν μπλοκάρει την Τουρκία σε πολλαπλά σημεία στο συριακό πεδίο μάχης, εμποδίζοντας τη στρατηγική του διαίρει και βασίλευε της Αγκυρας ενάντια στους Κούρδους. Την ίδια στιγμή, όμως, η Αγκυρα παίζει μεγαλύτερο παιχνίδι. Ο Ερντογάν γνωρίζει ότι όσο χαλαρώνει ο αγώνας ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος, η Τουρκία θα έχει περισσότερο χώρο για τη διεύρυνση της στρατιωτικής παρουσίας της στη Βόρεια Συρία και το Ιράκ, προκειμένου να κρατήσει υπό έλεγχο την κουρδική αυτονομία και να αναμετρηθεί πιο αποτελεσματικά με το Ιράν.
ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ της Αγκυρας με άλλες δυνάμεις στη Μέση Ανατολή θα γίνουν πιο περίπλοκες τους επόμενους μήνες. Υπό τον Ερντογάν, η Τουρκία παραμένει σταθερή στην ιδεολογική της ατζέντα για την προώθηση των ισλαμιστικών πολιτικών της σε ολόκληρη την περιοχή. Πρόσφατα κατέδειξε τη δέσμευσή της στην προσπάθεια ενίσχυσης του Κατάρ, όταν η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ) προσπαθούν να κάνουν την Ντόχα να εγκαταλείψει τους δεσμούς της με τις ισλαμιστικές ομάδες. Η Αγκυρα χρησιμοποιεί τη διπλωματική κρίση στον Κόλπο ως ευκαιρία για να εμβαθύνει τη στρατιωτική της επιρροή στην περιοχή, ξεκινώντας από τη νεοσύστατη βάση της στο Κατάρ. Παρά το κοινό συμφέρον Τουρκίας και Σαουδικής Αραβίας στην εδραίωση μιας ισχυρής σουνιτικής άμυνας έναντι του Ιράν, οι αποκλίνουσες απόψεις τους για τις ισλαμιστικές ομάδες βαθαίνουν το ρήγμα μεταξύ τους.
ΕΧΕΙ ΠΕΡΑΣΕΙ ένας χρόνος από τότε που ο Ερντογάν έκανε την αξέχαστη εμφάνισή του σε… έξυπνο τηλέφωνο παρουσιαστή της τηλεόρασης για να δηλώσει τη νίκη εναντίον των στασιαστών που προσπάθησαν να τον ανατρέψουν. Τότε, ο Τούρκος πρόεδρος προέβη σε ασυνήθιστα βήματα για να εδραιώσει την εξουσία του σε μια χώρα της οποίας ο λαός εξακολουθεί να είναι λίγο – πολύ διχασμένος εξίσου ομοιόμορφα, νιώθοντας θαυμασμό ή αηδία για τον ηγέτη του. Αλλά είτε τον αγαπούν είτε τον μισούν, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Ερντογάν κατάφερε να επεκτείνει την πολιτική του ζωή σε μια εποχή που η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας γίνεται ολοένα και πιο πολύπλοκη.
Δημοσίευση σχολίου