Η κάθετη κλιμάκωση των αντιθέσεων και αιματηρών αντιπαραθέσεων –φυλετικών και θρησκευτικών- στην Τουρκία, μέσα στο πλαίσιο μίας Ευρύτερης Μέσης Ανατολής & Βόρειας Αφρικής η οποία φλέγεται και στην οποία τα σύνορα βρίσκονται σε μία διαδικασία de facto αλλαγής, επιβεβαιώνουν την αποτυχία του «Νεοθωμανικού» μοντέλου όπως αυτό υποστηρίχθηκε τα τελευταία δέκα και πλέον έτη από τον θεωρητικό Αχμέτ Νταβούτογλου και τον ηγέτη που προσπάθησε να το υπηρετήσει, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Η εκρηκτική κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στο εσωτερικό αλλά και στο «Εγγύς Εξωτερικό» της Τουρκίας καταδεικνύει ένα θανάσιμο δίλημμα το οποίο η ηγεσία της χώρας αντιμετωπίζει και θα αντιμετωπίσει. Ποιo είναι το κρίσιμο θέμα που κρύβεται πίσω του η θεωρία του «Νεοθωμανισμού» και απειλεί αυτή τη στιγμή την ίδια την υπόσταση του τουρκικού κράτους;
Εν συντομία, o ρυθμός γεννήσεων των Κούρδων σε σχέση με τους Τούρκους είναι διπλάσιος και σύμφωνα με τα τελευταία δημογραφικά στοιχεία (2013) τουλάχιστον ένα στα τέσσερα παιδιά έως 17 ετών στην χώρα είναι Κούρδοι. Με βάση την παραπάνω παρατήρηση, αλλά και τα γενικά ποιοτικά δημογραφικά χαρακτηριστικά της Τουρκίας εκτιμάται πως δύο είναι οι κύριες εξελίξεις που θα λάβουν χώρα στο άμεσο μέλλον.
Ο πληθυσμός που διαβιεί στη Μικρά Ασία σήμερα πρώτον, θα συνεχίσει να αυξάνεται, έτσι ώστε να αγγίξει τα 90 περίπου εκατομμύρια και μετά θα αρχίσει να φθίνει ραγδαία. Δεύτερον, αυτοί που θα αυξάνονται θα είναι οι Κούρδοι, το ποσοστό των οποίων αναμένεται να συναγωνίζεται αυτό των Τούρκων, με μία όμως διαφορά, οι Τούρκοι θα «γερνάνε» ενώ οι Κούρδοι θα αποτελούν τη πλειοψηφία στις μικρές και στις παραγωγικές ηλικίες.
Η δημογραφική αυτή τάση που ήταν εμφανής ήδη από τη δεκαετία του 1980, υποχρέωσε το κεμαλικό στρατο-πολιτικό κατεστημένο να υιοθετήσει μία νέα στρατηγική για την αντιμετώπιση του Κουρδικού ζητήματος πέραν αυτής της βίαιης καταστολής.
Κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης περιόδου μία θεωρία με το όνομα «Τουρκο-ισλαμική Σύνθεση» (Turkish-Islamic Synthesis) άρχισε να εμποτίζει όχι μόνο τα σχολεία της χώρας αλλά ακόμα και τις στρατιωτικές σχολές και τα πανεπιστήμια, υπό την ευλογία και την καθοδήγηση του πραξικοπηματία Κενάν Εβρέν και του νέου τότε πολιτικού αστέρα Τουργκούτ Οζάλ.
Η θεωρία στην ουσία υποστήριζε ότι ο «περιούσιος λαός» του Ισλάμ και οι υπερασπιστές της «ορθής πίστης» (Σουνιτικό Ισλάμ) ήταν πάντα οι Τούρκοι. Η συγκεκριμένη προσέγγιση αποτελούσε την πλέον σοβαρή «αίρεση» σε σχέση με το καθαρό κεμαλικό δόγμα, το οποίο είχε εξοβελίσει τη θρησκεία από τη δημόσια σφαίρα της Τουρκίας, και μάλιστα την είχε δαιμονοποιήσει σε βαθμό που να είχε δημιουργήσει μία εχθρική ρητορική απέναντι στην Ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία εκλαμβανόταν ως ένα μόρφωμα που παραλίγο να εξαφανίσει την τουρκική ταυτότητα και ότι συνέβαλε στην παρακμή της τουρκικής φυλής.
Γιατί όμως οι «θεματοφύλακες» της κληρονομιάς του Μουσταφά Κεμάλ, να ευνοήσουν την ανάπτυξη της θεωρίας της «Τουρκο-ισλαμικής Σύνθεσης» και να παραγκωνίσουν την πλέον σημαντική εντολή του κεμαλισμού -διαφύλαξη της κοσμικότητας του κράτους- και κατ’ επέκταση τον ίδιο τον Μ. Κεμάλ;
H τάση που διαφαινόταν από τότε, ότι στο μέλλον οι Κούρδοι θα θέσουν σε αμφισβήτηση την ενότητα του κράτους, τους οδήγησε στο συμπέρασμα, ότι ο κεμαλισμός ως μία πολιτισμική και πολιτική ταυτότητα ενοποίησης των λαών της Μικράς Ασίας, δεν είναι σε θέση πλέον να υπηρετήσει τον σκοπό για τον οποίο δημιουργήθηκε. Ας μην ξεχνάμε ότι ο κεμαλισμός ήταν ένας δυτικού τύπου εθνικισμός ο οποίος προσπάθησε να δημιουργήσει ένα δυτικού τύπου «καθαρό» έθνος-κράτος, εκεί που υπήρχε πριν μία πολυεθνική αυτοκρατορία.
Τελικά ο κεμαλισμός –και παρά του αντιθέτου δοξασίες- δεν είχε την απήχηση που επεδίωκε ο ιδρυτής του, αφού ειδικά στις μη αστικές περιοχές το Ισλάμ δεν «πέθανε» ποτέ ενώ «ενεργοποιήθηκε» ολοκληρωτικά λίγο μετά τον θάνατο του Μουσταφά Κεμάλ. Το αποκορύφωμα δε των εσωτερικών αντιφάσεων υπήρξε η βίαιη δεκαετία του 70’ όπου για να μην οδηγηθεί η χώρα σε ανοιχτό εμφύλιο αφού πολεμούσαν όλοι εναντίον όλων -Τούρκοι, Κούρδοι, δεξιοί, αριστεροί, ισλαμιστές, Αλεβίτες, κοσμικοί- για ακόμα μια φορά επενέβησαν οι στρατηγοί όπου αποφάσισαν να προωθήσουν μία νέα εθνικο-θρησκευτική ιδεολογία έτσι ώστε να κρατήσουν τη χώρα ενωμένη, υπό την επίφαση πάντα της προστασίας του Κεμαλικού κράτους. Η ώρα της «Τουρκο-ισλαμικής Σύνθεσης» είχε έρθει.
Στο σημείο αυτό και μετά από την δεκαετία του 1980 και της εξάπλωσης της νέας αυτής θεωρίας, μπαίνει στην εικόνα ο Α. Νταβούτογλου με το «αφήγημα» του «Νεοθωμανισμού». Ο ακαδημαϊκός Α. Νταβούτογλου, συμφωνούσε ότι η Τουρκία δεν μπορούσε να συνεχίσει με την ταυτότητα του κεμαλισμού, διότι τόσο οι Κούρδοι όσο και οι Μουσουλμάνοι αντιδρούσαν, άρα θα έπρεπε να αναπτυχθεί ένα νέο γεωπολιτικό-γεωπολιτισμικό «αφήγημα» με βάση την «Τουρκο-ισλαμική Σύνθεση».
Η ανάπτυξη της θεωρίας του βρήκε εύφορο έδαφος, αφού συνέπεσε με την περίοδο της κατάρρευσης του «Ανατολικού Μπλοκ» και της δημιουργίας μίας νέας διεθνούς κατάστασης η οποία διεπόταν από συγκεκριμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά όπως την αναρχία και πολυπολισμό, την ύπαρξη μίας ηγεμονικής δύναμης –ΗΠΑ- η οποία ήθελε να επεκταθεί σε πρώην Σοβιετικούς μουσουλμανικούς και ανατολικο-ευρωπαϊκούς κυρίως χώρους, αλλά και το άνοιγμα κρατών στην Κεντρική Ασία και τη Μέση Ανατολή τα οποία στο παρελθόν ήταν «κλειστά» για μία χώρα της δυτικής συμμαχίας.
Μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο ο Α. Νταβούτογλου δημιούργησε ίσως τη μόνη θεωρία, η οποία εάν υιοθετούνταν από τις λαϊκές μάζες, θα μπορούσε να αποσοβήσει τον κίνδυνο διάσπασης της Τουρκίας. Στη θέση της κεμαλικής εθνικιστικής και πολιτισμικής θεώρησης των πραγμάτων, της «καθαρότητας» της φυλής και της «κοσμικότητας» του κράτους, ανέπτυξε μία συνθετική ταυτότητα της οποίας η βάση ήταν η «πολυεθνική αυτοκρατορία» και ο συνδετικός κρίκος των λαών αυτής το «Σουνιτικό Ισλάμ». Ο Α. Νταβούτογλου θέλησε να μιλήσει όχι για «Τούρκους» και «Κούρδους» αλλά για «Σουνίτες Μουσουλμάνους» και θέλησε να μιλήσει όχι για «Τουρκία» και «Κουρδιστάν» αλλά για μία νέα-«Οθωμανική Αυτοκρατορία», στην οποία οι Τούρκοι, οι Κούρδοι και οι Σουνίτες Άραβες είναι συνεργάτες, όπως ακριβώς συνέβη –κατά την άποψή του- κατά την τελευταία περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Κατά συνέπεια, ο Α. Νταβούτογλου και ο Ρ. Τ. Ερντογάν με τις πολιτικές επιλογές τους αποφάσισαν να καρφώσουν το τελευταίο καρφί στο φέρετρο του κεμαλισμού και προσπαθούν να δημιουργήσουν ένα πολυεθνικό / αυτοκρατορικό και άκρως Ισλαμοκεντρικό γεωπολιτικό-γεωπολιτισμικό αφήγημα, όχι μόνο λόγο της μεγαλομανίας τους, αλλά της ανασφάλειάς και του φόβου που τους διακατέχει αναφορικά με τον κίνδυνο εσωτερικής κατάρρευσης με τον οποίο μπορεί να έρθει αντιμέτωπη η Τουρκία τις επόμενες δεκαετίες. Μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο μπορούμε να εξηγήσουμε όλες τις επιμέρους πολιτικές και κοινωνικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης του ΑΚΡ τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό από το 2002 και μετά.
Με βάση όλα τα παραπάνω, το δίλημμα που αντιμετωπίζει σήμερα η Τουρκία, κάτι το οποίο το γνωρίζουν απόλυτα οι ηγέτες της, είναι το εξής: H Τουρκία είτε θα μετατραπεί σε ένα πολυεθνικό συνομοσπονδιακό Σουνιτικό κράτος αγκαλιάζοντας Τούρκους, Κούρδους και κάποιους Άραβες, με κύριο χώρο ευθύνης της τον υδάτινο άξονα Μαύρη Θάλασσα – Στενά – Αιγαίο – Ανατολική Μεσόγειο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον ελληνισμό, είτε θα μετατραπεί σε ένα «αποτυχημένο κράτος» (failed state) –σενάριο που παρουσιάζεται όλο και ποιο συχνά σε κορυφαίες «δεξαμενές σκέψεις» (think tanks) της Δύσης- αφού οι δημογραφικές, εθνικές και θρησκευτικές πραγματικότητες στο εσωτερικό της, η έλλειψη κάποιας ενωτικής ιδεολογίας / ιδεολογήματος και η όλο και πιο αυταρχική διακυβέρνηση, σε συνάρτηση με τα μέτωπα που έχει ανοίξει γύρω της, δημιουργούν μία ασφυκτική κατάσταση με μικρά περιθώρια ελιγμών και μεγάλους βαθμούς ελευθερίας στην υιοθέτηση αυτοκαταστροφικών (γεω)πολιτικών πρωτοβουλιών.
Του Γεωργίου Κ. Φίλη Ph.D.πηγή
Δημοσίευση σχολίου