Η εμμονική πολιτική της Γερμανίας στην Ευρώπη δύο πράγματα έχει σίγουρα οδηγήσει σε ανάπτυξη. Την οικονομία της -προς το παρόν τουλάχιστον- και τον εθνικισμό στην Ευρώπη. Το δεύτερο…επίτευγμα αρχίζει να γίνεται απειλητικό για το όραμα της Ενωμένης Ευρώπης, η οποία αν συνεχίσει στην ίδια ρότα είναι βέβαιο ότι θα καταλήξει στα βράχια.
Το αμερικανικό think tank Stratfor σε ανάλυσή του επισημαίνει ότι η οικονομική αποτυχία στην προσπάθεια της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης θα οδηγήσει τα κράτη μέλη να πιέσουν για να επανέλθουν εξουσίες που έχουν εκχωρηθεί στην ΕΕ,πίσω στα έθνη κράτη.
Η άνοδος των εθνικιστικών ή ευρωσκεπτικιστικών κομμάτων σ΄ όλη την Ευρώπη είναι δεδομένο ότι θα υπονομεύσει τη θεμελιώδη πολιτική της ΕΕ, σημειώνει και τα θεσμικά όργανά της θα καταλάβουν σύντομα ότι η διαχείριση αυτών των πιέσεων μπορεί να είναι μόνο βραχυπρόθεσμη. Η αποτυχημένη οικονομική πολιτική που προσπαθούν να επιβάλλουν θα οδηγήσει στην αναγκαστική αναμόρφωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το Stratfor υποστηρίζει ότι “με τον καιρό, ο εθνικισμός θα είναι φράγμα στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση με κυβερνήσεις που θα επαναπατρίσουν ισχύ για πρώτη φορά στην ιστορία της ΕΕ, οδηγώντας στην κατάρρευση της Ένωσης”.
Υπενθυμίζει ότι στις 29 Μαΐου 2005, οι γάλλοι ψηφοφόροι απέρριψαν την πρόταση ενός ευρωπαϊκού Συντάγματος,με εθνικό δημοψήφισμα. Μια εβδομάδα αργότερα, οι Ολλανδοί ακολούθησαν το παράδειγμά τους. Αυτή η σαφής απόρριψη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ήταν μια σημαντική στιγμή στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Μια δεκαετία μετά απ΄ αυτά τα δημοψηφίσματα , το ευρωπαϊκό σχέδιο βρίσκεται σε βαθύτατη κρίση. Η οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2009 και παρήγαγε την κρίση της ευρωζώνης έχει ξυπνήσει εθνικιστικά ένστικτα που υπονομεύουν την ΕΕ. Αυτές οι φυγόκεντρες δυνάμεις ήταν πάντα παρούσες . Η βασική διαφορά όμως σήμερα είναι ότι τα έθνη θα επιλέξουν να υπαναχωρήσουν από τις απόψεις τους για “ολοκλήρωση” για πρώτη φορά στην ιστορία της ΕΕ.
Ο ανταγωνισμός μεταξύ εθνικισμού και παν-ευρωπαϊσμού βρίσκεται στον πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τότε που διατυπώθηκε το σχέδιο για πρώτη φορά στη Ρώμη το 1957. Η Ένωση παρουσιάστηκε ως μια προσπάθεια δημιουργίας μιας διεθνούς οντότητας από μια ομάδα εθνών-κρατών που είχαν διαφορετικές οικονομίες ,πολιτικές παραδόσεις και ιστορικές συγκρούσεις. Για να ενοποιήσει αυτά τα κράτη, η Ευρωπαϊκή Ένωση υποσχέθηκε ειρήνη και οικονομική ευημερία. Η προκύπτουσα οργάνωση ήταν ένα υβρίδιο μεταξύ ενός ενιαίου πανευρωπαϊκού φορέα και μιας κοινότητα κυρίαρχων εθνών-κρατών. Στις επόμενες δεκαετίες, ο ανταγωνισμός , με τον εθνικισμό οδήγησε αρκετές φορές στην επιβράδυνση της διαδικασίας ολοκλήρωσης.
Η πρώτη κίνηση για να επιβραδύνουν την ολοκλήρωση ήρθε μόλις τρία χρόνια μετά τη θεμελιακή Συνθήκη της Ρώμης. Το 1960, ο Γάλλος πρόεδρος Σαρλ ντε Γκωλ έκανε μια πρόταση για την τροποποίηση της Συνθήκης για τη μείωση της ισχύος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ώστε αποκεντρωθεί η ισχύς πίσω στα εθνικά κοινοβούλια. Η πρόταση δεν πέρασε λόγω της αντίστασης από άλλα κράτη μέλη, αλλά αποτέλεσε προηγούμενο για άλλες ανάλογες περιπτώσεις.
Το 1965, ο De Gaulle εναντιώθηκε στο σχέδιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να συγκεντρώσει περισσότερη δύναμη και στο σχέδιο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τη χρηματοδότηση της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής. Η Γαλλία δεν ήθελε να χάσει τον έλεγχο αυτής της πολιτικής. Το Παρίσι αποσύρθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και όλες τις επιτροπές του, αναγκάζοντας την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να εγκαταλείψει την προσπάθειά της, επειδή η γαλλική “έξοδος” θα σήμαινε το θάνατο του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση εισέλθει σε μια μακρά περίοδο στασιμότητας μετά από αυτό, η οποία προκλήθηκε εν μέρει και από την οικονομική ύφεση και την κρίση των τιμών του πετρελαίου τη δεκαετία του 1970.
Στη δεκαετία του 1980, η Ευρωπαϊκή Ένωση επανήλθε στο δρόμο προς την ολοκλήρωση. Μια εξαιρετικά αποτελεσματική Ευρωπαϊκή Επιτροπή με επικεφαλής τον Γάλλο φιλοευρωπαϊστή Ζακ Ντελόρ είχε τα ηνία την περίοδο αυτή ,από το 1985 έως το 1994. Το τέλος της δεκαετίας έφερε την επανένωση της Γερμανίας και την πτώση του κομμουνισμού, μια σαρωτική ιστορική αλλαγή .Η Ευρωπαϊκή Ένωση τη χρησιμοποίησε για να πιέσει για “περισσότερη ολοκλήρωση”. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο πρόεδρος της ΕΕ ενέκρινε επίσης μέτρα όπως το κοινό νόμισμα ευρώ το 1988 μέσω της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης και της συνθήκης του Μάαστριχτ το 1992.
Ωστόσο, ο εθνικισμός εξακολουθούσε να δυσχεραίνει την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Βρετανίδα πρωθυπουργός Μάργκαρετ Θάτσερ δεν δεχόταν αυτά που κρίνονταν ως υπερβολικές εξουσίες των Βρυξελλών . Το 1980, η ίδια , δήλωνε, «θέλω τα λεφτά μου πίσω», κατά τη διάρκεια μιας διαφωνίας με τις Βρυξέλλες για την ρύθμιση των συνεισφορών του Ηνωμένου Βασιλείου στην ΕΕ. Η Θάτσερ άφησε πίσω της αυτή τη νοοτροπία στην Βρετανία. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση προχώρησε, αλλά για πρώτη φορά, άφησε μερικά έθνη έξω.
Η απόρριψη του Ευρωπαϊκού Συντάγματος από Γάλλους και Ολλανδούς αποτέλεσαν νέο φρένο,το 2005.
Το 2007, τα περισσότερα κράτη μέλη υιοθέτησαν τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, η οποία επαναλάμβανε το κείμενο του Ευρωπαϊκού Συντάγματος γραμμή προς γραμμή. Στα περισσότερα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένης της Ολλανδίας και της Γαλλίας, τα κοινοβούλια επικυρώσαν τη Συνθήκη. Πολλοί παρομοιάζουν τη Συνθήκη ως μια συμφωνία- κερκόπορτα μεταξύ εθνικών και κοινοτικών ηγετών,η οποία “θρέφει” τα αντιευρωπαϊκά αισθήματα.
Η σημερινή κρίση της ΕΕ
Λίγο μετά την έγκριση της Συνθήκης της Λισαβόνας, στην Ευρώπη άρχισε μια οικονομική κρίση που εκτροχίασε εντελώς τις προσπάθειες ολοκλήρωσης. Με τα περισσότερα κράτη μέλη της ΕΕ αντιμέτωπα με την ύφεση και την ανεργία , οι εθνικές κυβερνήσεις “διαιρέθηκαν” επί της οικονομικής πολιτικής. Έχουν ταξινομηθεί σε δύο στρατόπεδα: εκείνους που βλέπουν την κρίση ως την καλύτερη στιγμή για οδυνηρές μεταρρυθμίσεις και εκείνων που πιστεύουν στα κίνητρα που θα πρέπει να προηγηθούν των μεταρρυθμίσεων. Η οικονομική ύφεση αποκάλυψε επίσης βασικά προβλήματα όπως ότι η Οικονομική και Νομισματική Ένωση είχε καταστήσει αδύνατο για τα κράτη μέλη να προσαρμόσουν τις επιμέρους νομισματικές πολιτικές τους.
Η κρίση δημιούργησε ευκαιρίες για ευρωσκεπτικιστικά κόμματα . Τον Μάιο του 2014, αυτά τα κόμματα κέρδισαν τις ευρωπαϊκές εκλογές σε πολλά κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου. Πιο σημαντικό, αυτές οι νίκες αύξησαν την εθνικιστική ρητορική . Αλλά βέβαια είναι μόνο οι κυβερνήσεις των κρατών μελών που μπορούν να αναγκάσουν τις Βρυξέλλες να επιστρέψουν μέρος της κυριαρχίας σε κράτη μέλη.
Η νίκη του Κάμερον στις βρετανικές εκλογές είναι ένα ακόμη μήνυμα.
Το Ηνωμένο Βασίλειο αμφισβητεί ευθέως τις υπάρχουσες πολιτικές και τις αρχές της ΕΕ. Οι επαναδιαπραγματεύσεις που θα ζητήσει ο Κάμερον θα οδηγήσουν σίγουρα πολλά βήματα πίσω την ολοκλήρωση της ΕΕ.
Εάν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ του Λονδίνου και της ΕΕ, οδηγήσουν σε μια νέα ευρωπαϊκή συνθήκη, η λαϊκή πίεση σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση θα οδηγήσει τις κυβερνήσεις να διενεργήσουν δημοψηφίσματα. Η δραματικά χαμηλή δημοτικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα ήταν πιθανό να οδηγήσει κάποια κράτη μέλη να απορρίψουν τη νέα συνθήκη. Επιπλέον, οι Βρυξέλλες είναι απίθανο να δεχτούν ένα ευρωπαϊκό δημοψήφισμα για μια συνθήκη που θα μπορούσε να υπονομεύσει κάθε εξουσία της ή τα επιτεύγματά της.
Έτσι, οι Βρυξέλλες δεν θα δεχθούν αυτή τη δυνατότητα.Πιθανόν να οδηγήσουν σε βρετανική έξοδο.
Η αντιευρωπαϊκή ώθηση, ωστόσο, πιθανότα θα προκαλέσει μια αντίδραση. Βρυξέλλες, Βερολίνο και άλλες φιλο-ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα προσπαθήσουν πιθανώς να δημιουργήσουν μια εσωτερική ομάδα κρατών μελών πρόθυμων να προωθήσουν την ολοκλήρωση. Αυτό το τμήμα θα μπορούσε να οδηγήσει σε νέο μοντέλο ένταξης στην ΕΕ. Με ορισμένα πλήρη ενταγμένα μέλη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και άλλα να είναι “συνδεδεμένα μέλη” που θα επωφελούνται από την ελεύθερη ζώνη εμπορίου, αλλά δεν θα έχουν επίδραση στη χάραξη πολιτικής. Το ζήτημα της γαλλο-γερμανικής συμμαχία θα είναι στο επίκεντρο αυτής της νέας διαμόρφωσης. Η Γαλλία θα μπορούσε να μπει στον πειρασμό να φέρει πίσω την ιδέα της Μεσογειακής Ένωσης, αφήνοντας τη Γερμανία σε μια συμμαχία με τη Βόρεια Ευρώπη.
Ανεξάρτητα από το σχήμα , οποιαδήποτε αναδιάρθρωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα απαιτούσε μια νέα συνθήκη. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για την τόνωση της οικονομίας σε μακροπρόθεσμη βάση δεν θα προχωρήσουν. Γιατί τα κράτη μέλη δεν είναι διατεθειμένα να τις εφαρμόσουν, επειδή δεν είναι δημοφιλείς στους ψηφοφόρους. Κατά συνέπεια, η οικονομική ευημερία θα παραμείνει η κύρια πρόκληση της Ευρώπης. Η μεγαλύτερη δυσκολία για τις Βρυξέλλες είναι να πείσει ορισμένα κράτη μέλη της να συμμετάσχουν στα σχέδιά της την ίδια ώρα που η προοπτική της ευημερίας εξασθενίζει. Εν τω μεταξύ, ο πειρασμός του εθνικισμού θα επηρεάσει τα κράτη μέλη να αντιμετωπίσουν τις Βρυξέλλες και τον “επαναπατρισμό δύναμης” στις πρωτεύουσές τους. Σε τελική ανάλυση αυτό σημαίνει ότι ο θάνατος της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί σύντομα να έρθει.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου