Η θέση μας όσον αφορά τα εξοπλιστικά προγράμματα κάθε είδους, αναλύεται σε δυο ξεχωριστές παραμέτρους. Η πρώτη είναι, ότι τις αποφάσεις για την καταλληλότητα των μέσων που επιλέγονται δεν τις λαμβάνει ο δημοσιογραφικός κόσμος, αλλά τα αρμόδια Επιτελεία. Φυσικά, όταν υφίσταται εξειδικευμένη γνώση, ο δημοσιογράφος έχει, όχι δικαίωμα, αλλά υποχρέωση, να καταγράψει την άποψή του, συνεισφέροντας στη δημόσια συζήτηση και την ενημέρωση της κοινωνίας.
Του ΜΙΧΑΗΛ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Ας μην ξεχνούν οι πάντες, ότι «επενδυτής» είναι ο Έλληνας φορολογούμενος και αναμένει τη βέλτιστη επιστροφή της επένδυσής του και μάλιστα με «υπεραξία», η οποία στην περίπτωση που εξετάζουμε – κι εδώ εισερχόμαστε στα «χωράφια» της δεύτερης παραμέτρου – δεν είναι άλλη από το επιχειρησιακό αποτέλεσμα, που επηρεάζει τη συνολικότερη κατάσταση ασφαλείας στη χώρα, η οποία είναι εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για να μπει η χώρα εκ νέου στην οδό της οικονομικής ανάπτυξης και της ευημερίας.
Ποιος είναι όμως πάλι ο περιορισμός; Είναι η θεμιτή δυνατότητα μιας κυβέρνησης να χρησιμοποιεί ένα εξοπλιστικό συμβόλαιο για να εξυπηρετήσει ευρύτερα τα συμφέροντα της χώρας, στο επίπεδο της εξωτερικής πολιτικής. Κι εδώ όμως χρειάζεται προσοχή, η παράμετρος αυτή δεν μπορεί να είναι ανεξέλεγκτη. Κι εδώ υπάρχουν όρια στη χρήση των εξοπλιστικών συμβολαίων ως «διπλωματικού χαρτιού», αφού θα πρέπει να εξισορροπηθεί αυτό με την κάλυψη των επιχειρησιακών αναγκών των Ενόπλων Δυνάμεων. Έχουμε επιχειρηματολογήσει στο παρελθόν για τα όρια αυτής της πρακτικής καθώς συχνά καταλήγει αυτοκαταστροφική.
Και πάλι ο ρόλος των δημοσιογράφων πρέπει να είναι προσεκτικός. Η πρόκληση για «κραυγές» περί σκανδάλου είναι εξαιρετικά θελκτική δημοσιογραφικά, καθώς το «πιπεράτο» σε ένα ρεπορτάζ ή σε μια άποψη εξασφαλίζει την απόσπαση του ενδιαφέροντος του κοινού. Υπάρχει σαφέστατα και η διάσταση της επιθυμίας άσκησης πολιτικής πίεσης ή προσφοράς στήριξης στην εκάστοτε κυβέρνηση, κάτι που αφορά την αποκαλούμενη ως «γραμμή» ενός εκάστου εκ των μέσων ενημέρωσης.
Οπότε, η εξισορρόπηση όλων των παραμέτρων που προαναφέρθηκαν είναι κάτι εξαιρετικά δύσκολο, ιδίως σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, όπου τα μέσα ενημέρωσης αγωνίζονται να «πουλήσουν» το «προϊόν» τους, καθώς αυτό συχνά κρίνει ακόμα και την επιβίωση αυτή καθαυτή ενός μέσου.
Δεν χρειάζεται ασφαλώς διευκρίνιση, ότι εάν η αντιπολίτευση έχει στοιχεία ή ενδείξεις ότι έχει υπάρξει παράνομη συναλλαγή με οικονομικό περιεχόμενο πίσω από μια απόφαση, προφανώς έχει καθήκον να επέμβει και να σηκώσει τους τόνους. Όπως προκύπτει από την εμπειρία των τελευταίων χρόνων και όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας, γενικώς υπήρχαν συναλλαγές με τέτοιο περιεχόμενο στα εξοπλιστικά.
Ασφαλώς όχι μόνο εκεί. Η θαρραλέα ομιλία του αρμόδιου για την καταπολέμηση της διαφθοράς υπουργού, Παναγιώτη Νικολούδη, με καταγεγραμμένη λαμπρή ιστορία στον δικαστικό κλάδο προτού κληθεί να υπηρετήσει την πατρίδα του από ένα πολιτικό πόστο, για τα ποσοστά των προμηθειών που καταβάλλονταν σε κάθε λογής συμβόλαιο του δημοσίου, τα λέει όλα.
Η διαφθορά ξεκινά από το πιο απλό «γρηγορόσημο» μέχρι τη μεγαλύτερη προμήθεια. Και όποιος δημοσιογράφος ισχυριστεί πως δεν άκουσε ποτέ ιστορίες υπόπτων συναλλαγών στην Ελλάδα, απλώς ψεύδεται. Γιατί δεν τις «αποκάλυψε»; Για να μην πάει ο ίδιος φυλακή είναι η απάντηση. Διότι όπως έχουμε γράψει στο παρελθόν, ακόμα και να έχει δει ένας δημοσιογράφος έγγραφα που τεκμηριώνουν υπόθεση διαφθοράς, κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή με βαρύτατες νομικές συνέπειες, καθότι στο δικαστήριο που θα τον σύρουν, το «άκουσα» δεν σε αθωώνει και καταδικάζεσαι για συκοφαντική δυσφήμιση, καθότι το βάρος της απόδειξης το φέρει ο καταγγέλλων.
Ας μην το ξεχνά ποτέ κανείς αυτό και να μη σπεύδει να ρίχνει το ανάθεμα σε όλους τους δημοσιογράφους. Υφίσταται βέβαια ένα θέμα «παιδείας» και «πολιτικής κουλτούρας», καθώς οι αγωγές πάνε κι έρχονται με το παραμικρό, από θιγόμενους πολιτικούς, σε τέτοιον βαθμό μάλιστα που φθάνει στα όρια της τρομοκράτησης και αποθάρρυνσης των μέσων ενημέρωσης να ασκήσουν κριτική. Και ας μη βιαστούν όλοι να θεωρήσουν πως «φωτογραφίζουμε» εν ενεργεία υπουργό που έχει διακριθεί στο «σπορ» των δικαστικών διώξεων και των αγωγών, αφού η λίστα περιλαμβάνει πολλούς περισσότερους. Αυτό πρέπει να σταματήσει. Ας βρούμε επιτέλους ως κοινωνία τις ισορροπίες μας.
Ολοκληρώνουμε το σχόλιο επαναφέροντας την κατάληξη του άρθρου που ήδη δημοσιεύθηκε για το θέμα, στο οποίο υπογραμμίζεται ότι ο πολιτικός κόσμος θα πρέπει να καταβάλει προσπάθεια ώστε να αφήσει τα ευαίσθητα αυτά θέματα εκτός της συνολικής πολιτικής σύγκρουσης που συνήθως στην Ελλάδα ξεφεύγει από κάθε έννοια μέτρου και ας επιχειρήσουν να τα αντιμετωπίζουν ad hoc για το καλό της ασφάλειας της χώρας. Ας φροντίσουν όλοι να αυτοπεριοριστούν και να πιέσουν το «σύστημα» να εξορθολογιστεί.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου