Η αγχώδης προσπάθεια της πολιτικο-οικονομικής ηγεμονικής τάξης της Ελλάδος να διατηρεί σταθερά με τη Τουρκία σχέση προσέγγισης και συνεργασίας, έφθασε πλέον σε οριακό σημείο. Το συγκεκριμένο πλαίσιο, το οποίο είχε τεθεί όλο το προηγούμενο διάστημα και συνιστούσε έναν αποδεκτό άξονα επί του οποίου κινείτο η εξωτερική πολιτική της Ελλάδος –με μεγαλύτερη πάντως επιφυλακτικότητα από τις προθέσεις που εξέφραζε η συντριπτική πλειοψηφία των «οργανικών» διανοουμένων, που στην Ελλάδα είναι έτσι κι αλλιώς η συντριπτική πλειοψηφία της διανόησης-, έχει υποστεί βαθιές και ανεπανόρθωτες ρωγμές.
Του Σωτήρη Δημόπουλου
(Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου & Πτυχιούχος του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων του Κιέβου, διαχειριστής του ιστοχώρου http://sotiriosdemopoulos.blogspot.gr/)
Κατ’ αρχάς, η πρωτοφανής οικονομική κρίση- η οποία βεβαίως είναι κάτι πολύ παραπάνω, είναι μια δομική κρίση- έχει στερήσει από τα μέλη των ελίτ την αξιοπιστία που απολάμβαναν έως πρότινος εκ μέρους της κοινωνίας. Η παρούσα παρατεταμένη περιπέτεια της χώρας συνιστά μια βαριά ήττα επιλογών και προσώπων της πρόσφατης τεσσαρακονταετίας. Το γεγονός ότι οι ίδιες περίπου ισχυρές ομάδες πολιτικο-κοινωνικών συμφερόντων ηγούνται των διαδικασιών αποκατάστασης μιας νέας ισορροπίας, πρωτίστως προς όφελος των ιδίων, δεν τις εξιλεώνει στη συλλογική συνείδηση.
Ως εκ τούτου, προβάλλουν τον φόβο ως ισχυρότερο επιχείρημα νομιμοποίησης της εξουσίας τους. Τούτο συνεπικουρείται από την ανυπαρξία ρεαλιστικής εναλλακτικής πρότασης διακυβέρνησης αλλά και της έλλειψης κοινωνικής υπευθυνότητας και πολιτικής ωρίμανσης. Οι αποφάσεις επί των εθνικών μας θεμάτων λαμβάνονται, επομένως, από φορείς που δεν έχουν εκ προοιμίου τη συγκατάθεση της πλειοψηφίας του έθνους.
Το ίδιο ισχύει και για το πλέγμα των μέσων πληροφόρησης και διαμόρφωσης της κοινής γνώμης που τελεί υπό μόνιμη και ευρεία αμφισβήτηση. [σ.τ.σ. Εν τω μεταξύ, έλαβαν χώρα οι εκλογές της 25ης Ιανουαρίου 2015, στις οποίες αποδείχθηκε με εντυπωσιακό τρόπο αυτή η πολιτική στροφή της κοινωνίας. Όσον αφορά στην εξωτερική πολιτική της νέας κυβέρνησης και ιδιαίτερα στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις οφείλουμε να τηρήσουμε στάση αναμονής -και ασφαλώς να μη παρασυρόμαστε από κινήσεις εντυπωσιασμού από τους νέους ΥΠΕΞ και ΥΠΕΘΑ]
Η διαδικασία της υποχώρησης του φιλόδοξου σχήματος μιας ενιαίας Ευρώπης επιταχύνεται ραγδαία από τη σφοδρή αντιπαράθεση των ΗΠΑ με τη Ρωσσία, τόσο στο πεδίο της Ουκρανίας, όσο και στο έδαφος των κρατών-μελών της Ε.Ε., κυρίως στα Βαλκάνια, στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη. Το πλέον, επομένως, στιβαρό επιχείρημα των οπαδών της ελληνοτουρκικής προσέγγισης, που ήτο η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, και η τιθάσευση, μέσω διαδικασιών προσαρμογής στους ευρωπαϊκούς κανόνες, του «θηρίου» δεν πείθει πια κανέναν.
Παρά την καθησυχαστική, ίσως και εκμαυλιστική, πεποίθηση που επικρατούσε στο μεταπολιτευτικό φαντασιακό των Ελλήνων, ότι ανήκουμε τελεσίδικα στο δυτικό κόσμο, ατενίζοντας έτσι συγκαταβατικά ακόμη και αφ’ υψηλού την ανατολή, ήλθε η γεωπολιτική για να μας θέσει πάλι στις πραγματικές μας συντεταγμένες. Τούτο σημαίνει ότι, όσα συμβαίνουν στη γειτονιά της ανατολικής Μεσογείου τραβούν και εμάς -και την Κύπρο και την Ελλάδα- στις ιλιγγιώδεις περιστροφές της ιστορικής δίνης. Όπως άλλωστε και όσα συμβαίνουν ή πρόκειται να συμβούν στον ευρύτερο βαλκανικό περίγυρο.
Η όαση σταθερότητας του ελληνισμού ακούγεται ως ένα καλό επιχείρημα, που στοχεύει σε επιπλέον εγγυήσεις ασφάλειας από τους υπερατλαντικούς συμμάχους της. Στην ουσία, όμως, είναι δύσκολο έως αδύνατο η χώρα να μείνει έξω από το χώρο των βιβλικών ανακατατάξεων που επισυμβαίνουν στην ευρύτερη περιοχή.
Το ουσιαστικότερο εμπόδιο, όμως, στην ανοιχτή προπαγάνδιση ανάλογων θέσεων δεν αποτελεί ούτε η προκλητική στάση της Τουρκίας στην κυπριακή ΑΟΖ ή στα ελληνικά χωρικά ύδατα• ούτε η αναμφισβήτητη στήριξη εκ μέρους της των «κανιβάλων» του Ισλαμικού Κράτους και η ανήθικη υπονόμευση του κουρδικού αγώνα αντίστασης• ούτε, ακόμη ακόμη, η αντιδραστική εσωτερική πολιτική των ισλαμιστών σε θέματα ελευθερίας του λόγου και φυλετικών και θρησκευτικών διακρίσεων, που είναι και τα πλέον αγαπημένα μεταξύ των οπαδών του πολιτικά ορθού. Το μεγάλο πρόβλημα έγκειται πρώτα και κύρια στις σχέσεις της Άγκυρας με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, και ιδιαίτερα με το δεύτερο που βρίσκεται σε ανοιχτή αντιπαράθεση.
Όλα τα παραπάνω στοιχεία, επομένως, και λιγότερο ένας σαφής σχεδιασμός ή μια καθαρή πρόθεση ωθούν, εκ των πραγμάτων, το «φοβικό» κατεστημένο σε Κύπρο και Ελλάδα σε κινήσεις που το φέρνουν αντιμέτωπο με τη Τουρκία. Το πιθανότερο, όμως, είναι ότι αν προέκυπταν, κάτι διόλου απίθανο, διαφορετικοί διεθνείς συσχετισμοί, η «δίψα» του κέρδους από το όποιο ασφαλές μερίδιο εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων αερίου ή πετρελαίου, θα έβρισκε μάλλον πρόθυμες τις ιθύνουσες τάξεις μας για σύναψη ετεροβαρούς και δεσμευτικής για τον ελληνισμό συμφωνίας με τη γείτονα.
Θα μας εκπλήξουν, λειτουργώντας εθνικά, ή θα κηρύξουν άτακτη υποχώρηση με πρόσχημα τη σύνεση, χρεώνοντας στον ελληνισμό μια ήττα με ανυπολόγιστες ιστορικές συνέπειες; Δυστυχώς, η συνεχιζόμενη αβεβαιότητα της εσωτερικής πολιτικής κατάστασης στην Ελλάδα κάνει τα πράγματα ακόμη πιο δυσχερή. Προς ώρας, πάντως, μας «σώζουν», κυρίως, οι θετικές εξελίξεις στα καυτά μέτωπα της περιοχής και η αδιαλλαξία του νεο-σουλτάνου.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου