Της Judy Dempsey
Η προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία το Μάρτιο του 2014 και η δια μεσολαβητή εισβολή της στην ανατολική Ουκρανία έχει πείσει μια ομάδα Γερμανών, Αμερικανών, Βρετανών και Ρώσων πρώην διπλωματών να προσπαθήσουν να ανοικοδομήσουν την Ευρω-Ατλαντική ασφάλεια.
Αυτό συμβαίνει παρά το γεγονός ότι η Ρωσία ουδεμία πρόθεση έχει να εγκαταλείψει τον έλεγχο της χερσονήσου της Κριμαίας ή να τερματίσει την ανάμιξή της στην Ουκρανία. Όποια εμπιστοσύνη και να υπήρχε πριν από την κρίση στην Ουκρανία μεταξύ του Κρεμλίνου και των περισσοτέρων Δυτικών κυβερνήσεων έχει σχεδόν εξαφανιστεί.
Η ανοικοδόμηση της εμπιστοσύνης, η οποία είναι αυτό που αναζητούν οι προαναφερθέντες διπλωμάτες, θα απαιτήσει μια εντελώς νέα στρατηγική προοπτική από την πλευρά της Δύσης.
Η πίστη ότι οι Ευρω-Ατλαντικές δομές μπορούν να ξαναχτιστούν με βάση την αρχιτεκτονική της ύφεσης του Ψυχρού Πολέμου ή με βάση τον Οργανισμό για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ), δεν είναι ρεαλιστική. Εάν η Δύση και η Ρωσία θέλουν να συνεργαστούν, τότε είναι απαραίτητη μια ριζικά νέα προσέγγιση.
Η ύφεση ήταν μια εφεύρεση του Ψυχρού Πολέμου που είχε σχεδιαστεί για να εισαγάγει την προβλεψιμότητα στις σχέσεις μεταξύ της Δύσης και της Ρωσίας. Απέφερε αποτελέσματα καθώς η Δύση ουδέποτε αμφισβήτησε την ηγεμονία του Κρεμλίνου στην σφαίρα επιρροής της Ρωσίας.
Ωστόσο, η υπογραφή της Τελικής Πράξης του Ελσίνκι σχεδόν πριν από σαράντα χρόνια, η οποία προσπάθησε να βελτιώσει τις σχέσεις μεταξύ του Κομμουνιστικού μπλοκ και της Δύσης, έπληξε την εν λόγω ηγεμονία. Ήταν ένα αξιόλογο έγγραφο που παρείχε παρηγοριά, αν όχι νομιμότητα προς το άτομο και τα κινήματα υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην τότε Κομμουνιστική Ανατολική Ευρώπη και στην ίδια τη Ρωσία.
Πράγματι, μόλις οι Κομμουνιστές της Πολωνίας συμφώνησαν σε μια συζήτηση επί ίσοις όροις με τους ηγέτες του κόμματος της αντιπολίτευσης Αλληλεγγύη το 1989, το πάρτι για την μονοκομματική εξουσία είχε τελειώσει.
Αυτό το γνώριζε και το Κρεμλίνο. Αλλά ήταν απροετοίμαστο για την μεγάλη ταχύτητα με την οποία εργάστηκαν οι νέες δημοκρατίες της Ευρώπης για να ενταχθούν στις Ευρω-Ατλαντικές δομές του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η Δύση ήταν επίσης απροετοίμαστη για αυτή τη δραματική αλλαγή σε όλη την Ευρώπη και τις επιπτώσεις που θα είχε σε θέματα ασφάλειας. Τα Δυτικά έθνη στηρίχθηκαν στις παραδοσιακές δομές, όπως ο ΟΑΣΕ και το φόρουμ για τη μείωση των συμβατικών όπλων στην Ευρώπη, με την πεποίθηση ότι οι παλαιοί μηχανισμοί θα μπορούσαν να επικρατήσουν στην μεταψυχροπολεμική εποχή.
Εκ των υστέρων, η Δύση δεν κατάλαβε το υποβόσκον μήνυμα της απόφασης του Ρώσου Προέδρου Vladimir Putin το Δεκέμβριο του 2007 να αποσύρει τη Ρωσία από τη Συνθήκη για τις Συμβατικές Ένοπλες Δυνάμεις στην Ευρώπη, η οποία θέτει όρια σε ορισμένα είδη συμβατικού στρατιωτικού εξοπλισμού στην Ευρώπη. Η απόφαση αυτή σηματοδότησε την αργή απόρριψη της αρχής της ύφεσης από τη Ρωσία.
Όσον αφορά τις νέες δημοκρατίες της Ευρώπης, αυτό που ήθελαν οι περισσότερες εξ αυτών ήταν ένα διάλειμμα από την επιρροή των πρώην αφεντάδων τους. Ήθελαν ασφάλεια που θα είναι ολοκληρωμένη. Όχι μόνον αυτό: δεν ήθελαν να αποκλείσουν τους ανατολικούς γείτονές τους, οι οποίοι έχουν πλέον εμπλακεί σε μια πολύπλοκη πάλη μεταξύ Ρωσίας και ΕΕ, όπως αποδεικνύεται από την περίπτωση της Ουκρανίας.
Η πάλη αυτή έχει γίνει τόσο έντονη και τόσο πολωτική που η παλιά μέθοδος της επαναπροσέγγισης δεν είναι πλέον εφαρμόσιμη. Εάν οι Δυτικοί και οι Ρώσοι διπλωμάτες θέλουν να δημιουργήσουν ένα νέο πλαίσιο για συνεργασία, οι Δυτικοί παίκτες θα πρέπει να αναγνωρίσουν το γεγονός ότι τα εργαλεία της περιόδου του Ψυχρού Πολέμου είναι ξεπερασμένα.
Αυτά τα εργαλεία εξαρτώνται από τη σχολή της ύφεσης η οποία έβλεπε τις κρίσεις στην Ουκρανία και σε άλλα μέρη της Ανατολικής Ευρώπης μέσα από ένα Ρωσικό πρίσμα. Ενώ αυτό το πρίσμα αναπροσαρμόζεται, καθυστερημένα, δεν έχει προχωρήσει αρκετά για να επιτρέψει στη Δύση και στη Ρωσία να αποδεχθούν ότι οι μετά τον Ψυχρό Πόλεμο δομές έχουν κάνει τον κύκλο τους.
Στην πράξη, η αναγκαία αλλαγή στην προσέγγιση θα σήμαινε την αλλαγή της μορφής των συζητήσεων μεταξύ της Δύσης και της Ρωσίας. Πρώτον και κυριότερον, οι συνομιλίες θα πρέπει να εμπλέκουν πλήρως πραγματικά ανεξάρτητες μη κυβερνητικές οργανώσεις και κινήματα της κοινωνίας των πολιτών από όλη την Ευρώπη, την Ανατολική Ευρώπη και τη Ρωσία.
Το ΝΑΤΟ θα πρέπει επίσης να συμμετάσχει στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο. Το να πιστεύει κανείς ότι η εμπιστοσύνη μεταξύ της Δύσης και της Ρωσίας θα μπορούσε να ανοικοδομηθεί χωρίς την πλήρη συμμετοχή της συμμαχίας θα ήταν κάτι παραπάνω από κοντόφθαλμο. Θα επιβεβαιώσει αυτούς τους Ρώσους και τους Δυτικούς που πιστεύουν ότι το ΝΑΤΟ είναι το εμπόδιο για τη δημιουργία μιας ευρείας νέας πανευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφάλειας, κάτι που το Κρεμλίνο διαδίδει εδώ και πολύ καιρό.
Η εμπλοκή του ΝΑΤΟ είναι απαραίτητη, όχι μόνο για να γίνει κατανοητό το πώς βλέπει η οργάνωση τα στρατηγικά της συμφέροντα και τις μελλοντικές της σχέσεις με τη Ρωσία, αλλά και για να εξασφαλιστεί η παρουσία της διατλαντικής συμμαχίας. Η εξαίρεση του ΝΑΤΟ θα σημαίνει την υποβάθμιση της συμμαχίας και την έκθεση της ασφάλειας και της ευάλωτης άμυνας της Ευρώπης. Η Ρωσία δύσκολα θα φέρει αντίρρηση σε κάτι τέτοιο.
Αυτό το είδος της ευρύτερης συγκέντρωσης έχει καθυστερήσει επειδή οι όροι ασφάλεια και απειλές σημαίνουν πλέον διαφορετικά πράγματα για τις κυβερνήσεις της Ανατολικής και της Δυτικής Ευρώπης, της Ρωσίας και για τα κινήματα της κοινωνίας των πολιτών. Η ασφάλεια και οι απειλές συμπεριλαμβάνουν τις τεράστιες προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης, των κοινωνικών μέσων μαζικής δικτύωσης, καθώς και το ζήτημα του τρόπου που η Δύση πρόκειται να διατυπώσει και να υπερασπιστεί τις αξίες της.
Επιπλέον, η ασφάλεια και η σταθερότητα δεν μπορούν πλέον να διαχωριστούν από τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα, όσο και να αμφισβητούν την εν λόγω υπόθεση οι υπέρμαχοι της Realpolitik και της ύφεσης. Ήρθε η ώρα να αλλάξει η δυναμική των Ευρω-Ατλαντικών συζητήσεων.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου