Καθώς η ρωσική κυβέρνηση κατέθεσε προς ψήφιση τον προϋπολογισμό των ετών 2015-17, ένα δίλημμα εμφανίζεται ενώπιών της. Η κατάθεση του προϋπολογισμού είχε άλλωστε καθυστερήσει για αρκετές εβδομάδες, λόγω των εσωτερικών συγκρούσεων στο Κρεμλίνο, σχετικά με τις κυβερνητικές προτεραιότητες.
ΠΗΓΗ: STRATFOR – Geopolitical Diary
ΤΙΤΛΟΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΟΣ: «Putin Must Choose: Spend Now or Save for Later»
ΑΠΟΔΟΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: Παντελής Καρύκας
Το 2014 η ρωσική οικονομία έχει ρυθμό ανάπτυξης μόλις 0,5%. Οι ξένες επενδύσεις έχουν μειωθεί κατά 50% σε σχέση με το 2013 και η εκροή κεφαλαίων αναμένεται να αγγίξει τα 100 δισ. δολάρια. Ο υπό κατάθεση προϋπολογισμός πάντως προβλέπει αύξηση του ρωσικού ΑΕΠ κατά 1,2%, το 2015, 2,3% το 2016 και 3% το 2017. Επίσης, προβλέπει πτώση του κρατικού ελλείμματος στο 0,5%, θεωρώντας δεδομένη την πρόσβαση της Ρωσίας στις αγορές. Ωστόσο, η τελευταία πρόβλεψη προϋποθέτει την χαλάρωση των αμερικανικών και ευρωπαϊκών κυρώσεων κατά της Ρωσίας, για να επιτευχθεί.
Σε γενικές γραμμές, το Κρεμλίνο θεωρεί ότι οι χειρότερες, οικονομικές, συνέπειες από την ουκρανική κρίση, έχουν πλέον ξεπεραστεί. Το κατά πόσο αυτό είναι αληθινό μένει να φανεί. Το μεγάλο δίλημμα των Ρώσων πάντως είναι το που θα ρίξουν το βάρος των δαπανών τους. Μπορούν να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες, στηρίζοντας τις ρωσικές αμυντικές βιομηχανίες που έχασαν χρήματα από τις δυτικές κυρώσεις, ή να επενδύσουν στον τομέα της ενέργειας, φροντίζοντας, όσο είναι δυνατό, να διατηρήσουν χαμηλά τον πληθωρισμό και το ρωσικό δημόσιο χρέος. Αυτό που δε συζητείται καν είναι η μείωση των κοινωνικών δαπανών.
Ο Πούτιν κατανοεί την ανάγκη διατήρησης σε υψηλό επίπεδο των κοινωνικών δαπανών, σαφώς καλύτερα από τους προκατόχους του. Άλλωστε αυτές αποτελούν το καλύτερο μέσο διατήρησης της δημοφιλίας του σε υψηλό επίπεδο εντός της Ρωσίας. Ωστόσο, στα ενδότερα του Κρεμλίνου οι διχογνωμίες παραμένουν, με τον Πούτιν να φοβάται ακόμα και την εκπαραθύρωσή του από μέλη του στενού περιβάλλοντός του. Γι’ αυτό στηρίζεται στη λαϊκή αποδοχή, την οποία κερδίζει με τις υψηλές κοινωνικές δαπάνες.
Παραμένει όμως αμφίβολο αν ο ρωσικός προϋπολογισμός θα μπορέσει να καλύψει τις αυξημένες αμυντικές δαπάνες. Ωστόσο, λόγω της ουκρανικής κρίσης και της αντίδρασης του ΝΑΤΟ, η Ρωσία είναι υποχρεωμένη εκ των πραγμάτων, να προχωρήσει έτσι. Υπάρχει όμως και ο τομέας της ενέργειας, ο οποίος είναι εξίσου ζωτικός για τη Ρωσία.
Η ρωσική κυβέρνηση αναζητά τρόπους χρηματοδότησης του εν λόγω τομέα, με δεδομένη την περιορισμένη ικανότητά της να αναζητήσει πόρους μέσω δανεισμού από τις διεθνείς αγορές, λόγω των δυτικών κυρώσεων. Η Rosneft, η Novatek και η LUKoil έχουν ζητήσει από τη ρωσική κυβέρνηση στήριξη ύψους 50 δισ. δολαρίων, μέχρι στιγμής. Για τη Ρωσία ο τομέας της ενέργειας είναι η φλέβα που την κρατά στη ζωή. Οι ενεργειακές εξαγωγές αντιπροσωπεύουν το 25% του ΑΕΠ και το 50% του κρατικού προϋπολογισμού. Το Κρεμλίνο δεν έχει επιλογή παρά να στηρίξει τον τομέα της ενέργειας, ή να διακινδυνεύσει μια οικονομική καταστροφή.
Με τους τομείς της άμυνας και της ενέργειας να απαιτούν, ταυτόχρονα, αυξημένη διάθεση κονδυλίων, το πιθανότερο είναι η Ρωσία να υποχρεωθεί να δαπανήσει μέρος των 641 δισ. δολαρίων, που διατηρεί ως αποθεματικά κεφάλαια. Τα αποθεματικά αυτά όμως έχουν συγκεντρωθεί για να αντιμετωπίσουν τυχόν πτώση στην τιμή του πετρελαίου κάτω από 100 δολάρια το βαρέλι. Όμως δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι η τιμή του πετρελαίου θα παραμείνει τόσο υψηλή στα επόμενα χρόνια.
Έτσι, το δίλημμα για τον Πούτιν διευρύνεται. Θα επιλέξει να υποστηρίξει τις αυξημένες αμυντικές δαπάνες και τη δυναμική του τομέα της ενέργειας, χρησιμοποιώντας τα αποθεματικά κεφάλαια, διακινδυνεύοντας έτσι τη μελλοντική οικονομική σταθερότητα της Ρωσίας ή θα αφήσει τη Ρωσία ευάλωτη βραχυπρόθεσμα στους κρίσιμους τομείς της άμυνας και της ενέργειας, διατηρώντας ανέπαφα τα αποθεματικά του κεφάλαια; Αυτό μένει να το δούμε, αν και μέχρι τώρα, ο Πούτιν έχει αποδείξει ότι επενδύει στο παρόν.
Δημοσίευση σχολίου