Γράφει: Νίκος Μούδουρος
Οι δημοτικές εκλογές στις 30 Μαρτίου 2014 σηματοδοτούν την έναρξη ενός ιδιαίτερα κρίσιμου έτους για την Τουρκία.
Τον Αύγουστο του 2014 θα διεξαχθούν οι προεδρικές εκλογές, ενώ το 2015 κανονικά θα πραγματοποιηθούν οι γενικές εκλογές. Υπό αυτή την έννοια, η εκλογική αναμέτρηση για την τοπική αυτοδιοίκηση στις σημερινές συγκυρίες, αποτελεί το πρώτο μεγάλο «δημοψήφισμα» μέσα από το οποίο θα εκτιμηθούν οι πολιτικές ισορροπίες στη χώρα, αλλά και το μέλλον του Πρωθυπουργού Έρντογαν. Με δεδομένο το στόχο του Έρντογαν για ανάληψη της προεδρίας της χώρας, αλλά και με φόντο το πολιτικό πρόγραμμα του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) που φτάνει μέχρι και το 2023, οι δημοτικές εκλογές του Μαρτίου συνιστούν σημείο καμπής για τις αντοχές των κοινωνικών δυνάμεων-φορέων του μετασχηματισμού της Τουρκίας τουλάχιστον κατά την τελευταία δεκαετία.
Το ΑΚΡ διακυβερνά την Τουρκία από το Νοέμβριο του 2002 και έχει ήδη καταγράψει τη μεγαλύτερη διάρκεια μονοκομματικής κυβέρνησης από την εποχή υιοθέτησης του πολυκομματικού συστήματος. Παράλληλα, ο Έρντογαν είναι ο Πρωθυπουργός με τη μεγαλύτερη θητεία από οποιοδήποτε άλλο δημοκρατικά εκλεγμένο Τούρκο ηγέτη. Οι εκλογές του Μαρτίου λοιπόν, τοποθετούμενες μέσα στο πλαίσιο των σημερινών αντιπαραθέσεων, μετατρέπονται σε κριτήριο για τη συνέχιση ή όχι της παντοδυναμίας του Ισλάμ και για τους επόμενους προσανατολισμούς της χώρας.
Οι τρεις «εποχές» της εξουσίας Έρντογαν
Μέχρι και τις γενικές εκλογές του 2015 (και εάν αυτές δεν πραγματοποιηθούν πρόωρα), η Τουρκία φαίνεται να αφήνει πίσω της μια σημαντική περίοδο μετάβασης, τα χαρακτηριστικά της οποίας επηρεάστηκαν κυρίως από την ηγεμονία του ΑΚΡ. Από το 2002 μέχρι και το 2008, το κυβερνών κόμμα αναζήτησε και πέτυχε τη διεύρυνση της πολιτικής και κοινωνικής του νομιμοποίησης είτε μέσα από εξωτερικούς άξονες που δημιουργούσαν πιέσεις (π.χ ευρωπαϊκή προοπτική), είτε μέσα από εσωτερικούς παράγοντες που συγκροτούσαν ένα δημοκρατικότερο περιβάλλον ενάντια στην αρχαϊκή κεμαλική αυταρχικότητα. Από το 2008 με την αποκάλυψη του παρακρατικού δικτύου Εργκενεκόν μέχρι και το 2010, το ΑΚΡ προσανατολίστηκε περισσότερο στο θρυμματισμό που κεμαλικού κατεστημένου με την ενίσχυση της συνεργασίας με την κοινότητα Γκιουλέν. Μετά το δημοψήφισμα του 2010 μέχρι και σήμερα, η Τουρκία πέρασε στην περίοδο της ενδοϊσλαμικής σύγκρουσης, μιας σύγκρουσης που φαίνεται ότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα συνεχιστεί μέχρι και την ολοκλήρωση όλων των επερχόμενων εκλογικών διαδικασιών.
Τουλάχιστον μέχρι και το τέλος της δεύτερης θητείας του ΑΚΡ που κορυφώθηκε με το δημοψήφισμα συνταγματικών αλλαγών το 2010 και με το συντριπτικό 49.9% στις εκλογές του 2011, το κυβερνών κόμμα κατάφερνε να διευρύνει την κοινωνική του συμμαχία. Το σημείο αυτό ήταν τελικά καθοριστικής σημασίας: Ο Έρντογαν και το κόμμα του συγκρότησαν μια ολοκληρωμένη στρατηγική εξουδετέρωσης της παλιάς ελίτ, μέσα από την απόλυτη κυριαρχία στην υπόθεση του εκδημοκρατισμού. Το ΑΚΡ καθιερώθηκε ως ο μοναδικός φορέας του «νέου» και κατάφερε να συσπειρώσει ευρύτερες δυνάμεις της κοινωνίας πέραν από τον παραδοσιακό ισλαμικό χώρο. Ένας μεγάλος συνασπισμός δημοκρατών, φιλελεύθερων, αριστερών και Κούρδων συνεργάστηκε με το Ισλάμ για την «αποκεμαλοποίηση» της πολιτικής και οικονομικής ζωής της Τουρκίας.
Η «αποκεμαλοποίηση» και η πρώτη ρήξη
Όμως τα κεντρικά χαρακτηριστικά αυτής της διαδικασίας σε μεγάλο βαθμό είχαν ταυτίσει την «αποκεμαλοποίηση» με τη δημοκρατία, ενώ σε συνδυασμό με τη νεοφιλελεύθερη μεταρρύθμιση της Τουρκίας έθεταν φραγμούς στην υπόθεση ενός ολοκληρωτικού εκδημοκρατισμού. Η σταδιακή επικράτηση του πολιτικού Ισλάμ σε όλα τα πεδία, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την αντικατάσταση του «κεμαλικού ρεπουμπλικανισμού» από ένα νέο, αλλά εξίσου συντηρητικό «θρησκευτικό ρεπουμπλικανισμό». Στο επίκεντρο της οικοδόμησης αυτής της νέας κατάστασης πραγμάτων ήταν η βαθμιαία συγκέντρωση των εξουσιών στο πρωθυπουργικό γραφείο και η ένταση του πατριαρχικού τρόπου άσκησης τους από τον Έρντογαν.
Το πρώτο σημείο ρήξης στην ισλαμική ηγεμονία των τελευταίων χρόνων σημειώθηκε με τις κινητοποιήσεις του καλοκαιριού 2013. Η «αντίσταση του Γκεζί» ήταν η πρώτη εκκωφαντικά μαζική «δημοκρατική αντιπολίτευση». Υπό αυτή την έννοια, σε μεγάλο βαθμό το πάρκο Γκεζί, συνιστά την πρώτη και ουσιαστική αμφισβήτηση της τελευταίας δεκαετίας για το ποιος εκπροσωπεί το «νέο» στην Τουρκία. Σε ένα άλλο επίπεδο, οι δυναμικές που απελευθερώθηκαν από το Γκεζί συνέβαλαν στο να υποχωρήσει το ΑΚΡ έστω και μερικώς από το στόχο του για υιοθέτηση του προεδρικού συστήματος μέσα από συνταγματικές αλλαγές. Επιπρόσθετα, ο τρόπος αντιμετώπισης των κινητοποιήσεων και των αιτημάτων τους από την τουρκική κυβέρνηση, ενίσχυσε την κριτική ενάντια στον Έρντογαν από το εξωτερικό. Συνεπώς η πολιτική κληρονομιά της τελευταίας περιόδου η οποία συμπληρώθηκε από την αποκάλυψη της διαφθοράς και των σκανδάλων, έχει προσθέσει στη γενικότερη φθορά του κυβερνώντος κόμματος.
Οι δημοτικές εκλογές ως σταθμός του νέου καθεστώτος
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν, η σημαντικότητα των δημοτικών εκλογών της 30ης Μαρτίου επεκτείνεται στους σχεδιασμούς των πολιτικών κομμάτων και ιδιαίτερα της κυβέρνησης για τις προεδρικές εκλογές. Η εκλογή του επόμενου προέδρου της χώρας απευθείας από το λαό, μετατρέπει τη συγκεκριμένη αναμέτρηση σε μια «ντε φάκτο» μετακίνηση της χώρας προς ένα ακόμα πιο ενδυναμωμένο προεδρικό αξίωμα. Ιδιαίτερα στην περίπτωση που τελικά θέσει υποψηφιότητα και κερδίσει ο Έρντογαν. Επομένως, το ποσοστό του ΑΚΡ στις δημοτικές θα αποτελέσει το πρώτο βήμα για την αξιολόγηση της προεδρικής υποψηφιότητας του ηγέτη του, ενώ μοιραία κάθε μονάδα κάτω από το 49.9% του 2011 θα αξιολογείται αρνητικά.
Όμως είναι γεγονός ότι το ΑΚΡ παρά τη φθορά που αντιμετωπίζει συνεχίζει να παρουσιάζεται σε πολλές δημοσκοπήσεις με ποσοστά μεταξύ του 42% και 45%. Συνεπώς μια πιθανή μείωση 3-4 ποσοστιαίων μονάδων από την εκλογική δύναμη του Έρντογαν θα αποτελέσει ένα επιπρόσθετο αρνητικό στην πορεία του για τις προεδρικές, χωρίς ωστόσο να την καταργεί πλήρως. Με αυτό το σκεπτικό, βασικό κριτήριο επιτυχίας της κυβέρνησης θα είναι η ικανότητά της ή όχι, να κρατήσει την ηγεμονία της στο χώρο της παραδοσιακής τουρκικής κεντροδεξιάς. Εάν επιτύχει να κρατήσει συσπειρωμένο το μεγάλο συνασπισμό των ισλαμικών επιχειρηματικών κύκλων, της θρησκευόμενης περιφέρειας και της συντηρητικής κεντροδεξιάς των μεγάλων πόλεων της Ανατολίας, μπορεί να διατηρήσει καλές πιθανότητες και για τις επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις.
Η μεταβατική περίοδος που ξεκίνησε με την κορύφωση της ενδοϊσλαμικής αντιπαράθεσης και αναμένεται να ξεκαθαρίσει στο επίπεδο των πολιτικών ισορροπιών με τις επερχόμενες τρεις εκλογές, φαίνεται να καθορίζει παράλληλα τις βασικές ιδεολογικές αρχές του νέου τουρκικού καθεστώτος. Με λίγα λόγια τα εκλογικά αποτελέσματα στην Τουρκία θα πρέπει να αναλυθούν με τρόπο που να αποκωδικοποιούν τους κυριότερους φορείς της «νέας» τάξης πραγμάτων και τους προσανατολισμούς της.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου