GuidePedia

0



Τι φοβάται (πραγματικά) αυτή την περίοδο, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ; Το ενδεχόμενο αλλαγής του εκλογικού νόμου, που όπως εκτιμάται μάλιστα θα μπορούσε να αποτελέσει και «παράθυρο» για τις πολιτικές εξελίξεις, δίχως να παύσουν να υφίστανται τα σημερινά κόμματα και χωρίς να χρειάζεται, ως εκ τούτου, να επαληθευτούν τα σενάρια για δημιουργία νέων σχηματισμών ή παρατάξεων είτε στον χώρο της Κεντροδεξιάς είτε της Κεντροαριστεράς!

Αν και παραδοσιακά τα κόμματα της Αριστεράς τάσσονταν με πάθος υπέρ της απλής αναλογικής, αυτή τη φορά τα πράγματα έχουν διαφοροποιηθεί. Και καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ έχει βρεθεί στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, επιχειρεί να τορπιλίσει προκαταβολικά (και μολονότι δεν έχει τεθεί επισήμως κανένα τέτοιο θέμα) οποιαδήποτε συζήτηση προς αυτή την κατεύθυνση...

Ενδεικτικό θεωρείται το άρθρο που δημοσίευσε στην «Αυγή» ο επικεφαλής του Γραφείου Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ και στενός συνεργάτης του Αλέξη Τσίπρα Βασίλης Μουλόπουλος. Σχολιάζοντας με σκωπτική και ειρωνική διάθεση τα «εναλλακτικά κυβερνητικά σενάρια» που κατά τη γνώμη του εξετάζονται, αναφέρει και το εξής:

«Κυβέρνηση για αλλαγή του εκλογικού νόμου. Πρόκειται για κυβέρνηση ειδικού σκοπού. Οπως γνωρίζετε, ακόμη και με τον υπάρχοντα εκλογικό νόμο, αποκύημα διεστραμμένων μυαλών, που έγινε για να βάλει την Αριστερά στο περιθώριο, ο ΣΥΡΙΖΑ θα κερδίσει τις επόμενες εκλογές. Αρα χρειάζεται νέος νόμος, που θα αποτρέψει αυτόν τον κίνδυνο και θα ευνοήσει τον σχηματισμό κυβέρνησης πλατιών πολιτικών συγκλίσεων...»

Με αυτή τη διατύπωση εκφράζεται εμμέσως πλην σαφώς η αντίθεση του ΣΥΡΙΖΑ σε τυχόν νέο εκλογικό νόμο ο οποίος θα είχε μάλιστα εντονότερα αναλογικά χαρακτηριστικά. Ο λόγος είναι προφανής: Με το υπάρχον σύστημα η Κουμουνδούρου -όσο κι αν το κατήγγειλε όταν ψηφιζόταν, ενώ ακόμη και τώρα το χαρακτηρίζει, για την τιμή των όπλων, «αποκύημα διεστραμμένων μυαλών»- εξυπηρετείται απόλυτα ως προς τα πολιτικά της σχέδια.

Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ εκτιμά ότι στις επόμενες εκλογές, οψέποτε γίνουν αυτές, θα είναι πρώτο κόμμα. Ως εκ τούτου, λαμβάνοντας το μπόνους των 50 εδρών, θα αποτελέσει -ακόμη κι αν δεν αποσπάσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία- τον κορμό της επόμενης κυβέρνησης. Δεν λείπουν μάλιστα οι πληροφορίες ότι ο κ. Τσίπρας σχεδιάζει να προβάλει ακόμη και το σύνθημα της «αυτοδυναμίας», επικαλούμενος τη δυσκολία έως αδυναμία συνεργασιών με βάση τον υφιστάμενο πολιτικό χάρτη της χώρας.

Ενας δεύτερος λόγος που η τυχόν αλλαγή του εκλογικού νόμου φοβίζει την Κουμουνδούρου έχει σχέση με τις φυγόκεντρες τάσεις στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ. Ηδη οι ισορροπίες μεταξύ των τάσεων και πτερύγων αποδεικνύονται εύθραυστες και αν κάτι λειτουργεί ως συγκολλητική ουσία είναι η «προοπτική εξουσίας». Από τη στιγμή που το σύστημα γινόταν πιο αναλογικό, όμως, θα άλλαζαν ριζικά οι ισορροπίες και οι προτεραιότητες για τα επιμέρους τμήματα του ΣΥΡΙΖΑ.

Σύμφωνα με το άρθρο 54 του Συντάγματος «το εκλογικό σύστημα και οι εκλογικές περιφέρειες ορίζονται με νόμο που ισχύει από τις μεθεπόμενες εκλογές, εκτός κι αν προβλέπεται η ισχύς του άμεσα από τις επόμενες εκλογές με ρητή διάταξη που ψηφίζεται με την πλειοψηφία των δύο τρίτων του όλου αριθμού των βουλευτών». Αυτό σημαίνει ότι αν μια αλλαγή του εκλογικού νόμου ψηφιστεί από τουλάχιστον 200 βουλευτές, θα ισχύσει από τις αμέσως επόμενες εκλογές. Είναι προφανές επομένως ότι με βάση τους σημερινούς συσχετισμούς στη Βουλή είναι εφικτή η διαμόρφωση μιας τέτοιας πλειοψηφίας, ακόμη κι αν ο ΣΥΡΙΖΑ που διαθέτει 71 βουλευτές τηρήσει -με οποιαδήποτε αιτιολογία ή πρόσχημα- αρνητική στάση.






Οταν ο ΣΥΡΙΖΑ «αφόριζε» το πριμ των 50 εδρών που δίνεται σε όποιον κόψει το νήμα


Ο σημερινός εκλογικός νόμος, που ψηφίστηκε επί των ημερών του Κ. Σκανδαλίδη και τροποποιήθηκε στη συνέχεια από τον Πρ. Παυλόπουλο, πριμοδοτεί αποφασιστικά το πρώτο κόμμα, έστω κι αν προηγείται μόνο κατά μία ψήφο ανά την επικράτεια. Και ανάλογα με τον αριθμό των κομμάτων που (δεν) μετέχουν στη Βουλή, το όριο της αυτοδυναμίας μπορεί να υποχωρήσει και στο 36%!

Πολλές ενστάσεις για το κατά πόσο αυτός ο νόμος ανταποκρίνεται στις σημερινές πολιτικές συνθήκες και αναγκαιότητες είχαν εκφραστεί και κατά την προεκλογική περίοδο του περασμένου Μαΐου. Τις ασπάζονταν μάλιστα και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, που δεν πίστευαν τότε ότι θα μπορέσουν να αναρριχηθούν στη δεύτερη θέση και θα μεταβληθούν σε «κόμμα εξουσίας».

«Ανακύπτει για πρώτη φορά αντισυνταγματικότητα του εκλογικού συστήματος διότι εάν μεν υπάρχει ένα κόμμα το οποίο βρίσκεται κοντά στο όριο της αυτοδυναμίας (40%-50%) και το ''πριμ'' το βοηθάει να την αποκτήσει, δικαιολογείται. Αν όμως το πρώτο κόμμα συγκεντρώνει 20%-25%, τότε όχι μόνο δεν εξυπηρετείται ο στόχος της κυβερνητικής σταθερότητας, αλλά αντιθέτως απομακρύνεται σχηματισμός βιώσιμης κυβέρνησης» δήλωνε τότε ο συνταγματολόγος Κ. Χρυσόγονος, προσθέτοντας κάτι που μπορεί μελλοντικά να αποδειχθεί ορθό: «Ενδέχεται το πρώτο κόμμα να μην μπορεί ή να μη θέλει να συγκλίνει με τα άλλα κόμματα ώστε να σχηματίσει βιώσιμη κυβέρνηση, ενώ αντιθέτως τα υπόλοιπα κόμματα με την ένωσή τους να μπορούν.

Το γεγονός αυτό αποτελεί παραβίαση της ισοδυναμίας της ψήφου». Επίσης, ο συνταγματολόγος Γ. Σωτηρέλης είχε προτείνει «να μην ισχύει το εκλογικό δώρο των 50 εδρών αν το πρώτο κόμμα δεν συγκεντρώνει ποσοστό πάνω από ένα υψηλό όριο (π.χ. 42%-44%) και ταυτόχρονα αν δεν απέχει τουλάχιστον δύο ποσοστιαίες μονάδες από το δεύτερο». Κατά πληροφορίες μάλιστα αυτή η πρόταση αποτελεί εκ νέου, το τελευταίο διάστημα, αντικείμενο επιστημονικών και πολιτικών διεργασιών και συζητήσεων, αν και δεν έχουν ωριμάσει ακόμη. Δηλαδή το μπόνους του πρώτου κόμματος να είναι σε συνάρτηση με το ποσοστό του. Ή εναλλακτικά το μπόνους να μη δίδεται υποχρεωτικά στο πρώτο κόμμα αλλά στα κόμματα εκείνα που εν τέλει θα συμφωνήσουν στον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας, εφόσον κανένα δεν κερδίσει αυτοδυναμία. Τα ηγετικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ έχουν υπόψη τους αυτές τις συζητήσεις, χωρίς όμως μέχρι στιγμής να έχουν βρει πειστικά αντεπιχειρήματα που να μην ακυρώνουν και τις παλαιότερες θέσεις τους...






Η πρωτιά που μπορεί να φέρει απομόνωση

Σε πολιτικό επίπεδο, αυτό που κατά τις πληροφορίες αναστατώνει τον ΣΥΡΙΖΑ είναι το ενδεχόμενο να μπορέσει μεν να έρθει πρώτο κόμμα, εκμεταλλευόμενος τη συγκυρία και τα προβλήματά της, αλλά τελικά να βρεθεί «απομονωμένος» στη νέα Βουλή.

Ο κίνδυνος αυτός, όπως τον αναγνωρίζουν στελέχη του, υπάρχει διότι κατ' αρχάς οι «όμοροι» χώροι που θα πρέπει να απευθυνθεί για να σχηματιστεί κυβέρνηση είναι αφενός η ΔΗΜ.ΑΡ. και το ΠΑΣΟΚ και αφετέρου το ΚΚΕ. Υπό τις σημερινές συνθήκες κάτι τέτοιο φαντάζει ανέφικτο και σε κάθε περίπτωση πολύ παράδοξο και παράταιρο.

Επιπλέον, αν στην επόμενη Βουλή οι συσχετισμοί το επιτρέπουν -με βάση τη νέα ανάγνωση των συνταγματικών επιταγών για το εκλογικό σύστημα- θα μπορούσε να προκύψει πάλι μια κυβέρνηση συνεργασίας «ευρωπαϊκού προσανατολισμού», ανάλογης σύνθεσης με τη σημερινή. Σε μια τέτοια περίπτωση μάλιστα αναγνωρίζεται ότι η σεναριολογία για τη συγκρότηση νέων κομμάτων ή συνασπισμών κομμάτων, πριν από τις επόμενες εκλογές, περιλαμβανομένης και της «μετάλλαξης» της Ν.Δ., σύμφωνα με όσα έχουν ακουστεί τις τελευταίες εβδομάδες, δεν έχει νόημα. Αντιθέτως, χωρίς να νοθεύεται η φυσιογνωμία των υφιστάμενων σχηματισμών εναπόκειται στο εκλογικό σώμα να δώσει τις κατευθύνσεις για τις πιθανές μετεκλογικές συνεργασίες.

πηγή

Δημοσίευση σχολίου

 
Top