GuidePedia

0


Το ‘πα μια, το ‘πα δυο, το ‘πα χίλιες δεκαδυό. Με ορθό το κεφάλι, με σκυμμένο το κεφάλι, με τις ώρες να σιγοπερπατώ και να το σιγομουρμουρίζω. Βήμα και βρισιά. Βρισιά και βήμα. Άλλοτε έτσι, κι άλλοτε στα φωναχτά. Χωρίς να απευθύνομαι σε κάποιον συγκεκριμένο, ας πούμε, στον πλαϊνό μου στο σινεμά, στον μπροστινό μου στο μετρό, στις σκάλες, στο δρόμο, στο ταμείο του supermarket. Αλλά έτσι να τις σκορπάω στον αέρα, σαν να ‘χω απέναντι όλη την ώρα τον μισητό εχθρό, το φάντασμα του μισητού εχθρού, που δεν είναι ένας, αλλά πολλοί, που επιμένουν να κολλάνε στα μούτρα μου την απαίσια φάτσα τους, και να τρυπάνε το αυτί μου με την στριγγιά φωνή τους. «Άι γαμήσου», τη μια, «Άι γαμήσου» την άλλη, και στα φουντώματα της οργής, ένα σερί από «Άι γαμήσου», ένα τρένο σαν ξόρκι μαγικό, σαν μάντρα βουδιστικό, άλλοτε σαν τραγούδι σε ρυθμό ποπ, λαϊκό, δημοτικό, καραγκούνικο ή καλαματιανό, άλλοτε σαν ύμνο βυζαντινό, άλλοτε σαν ποίημα τακτοποιημένο σε στίχο δεκαπεντασύλλαβο, άλλοτε με ύφος ηρωικό, κι άλλοτε με ύφος πένθιμο και μελαγχολικό, ανάλογα με το ύψος, το βάθος, το πλάτος και τον όγκο του θυμού και της σιχασιάς.

Ένας ολόκληρος ντορβάς από λέξεις, που με κόπο γεμίσαμε, ξεψειρίζοντας με τα χρόνια τραγούδια, ποιήματα, μυθιστορήματα, άχρηστος τώρα στη γωνιά και για πέταμα. Λέξεις μακρινές, κοιμισμένες, αναντίστοιχες των περιστάσεων, αποδυναμωμένες, ανίσχυρες να συντονιστούν με τη θύελλα της ψυχής και την τρικυμία του μυαλού. Ένα ξερό «Άι γαμήσου» στο τετράγωνο, στην τρίτη, στη νιοστή, είναι σαν όλος ο ντορβάς μαζί, σαν η συμπύκνωση ολόκληρου του λεξικού του Μπαμπινιώτη, σαν σέρουμ, σαν το σπάνιο και πολύτιμο εκχύλισμα ολόκληρης της γλώσσας.

Άντε και το «Αρχίδι», σε όλες τις πτώσεις, τις κλίσεις, τα γένη, τους αριθμούς, μόνο του ή χέρι χέρι με το «Άι γαμήσου». Δυο χρόνια τώρα πορεύομαι μ’ αυτές τις δυο, αν και από την πολλή τριβή φαίνεται πως έχουν χάσει κάτι από την απελευθερωτική τους δύναμη, την μαγική τους ισχύ, όπως καληώρα τα ρούχα που χάνουν το χρώμα και τη γυαλάδα τους από τη μακρόχρονη χρήση και τα απανωτά πλυσίματα. Ψάχνω στο πίσω του μυαλού για ξεχασμένες λέξεις, βαριές, στρογγυλές σαν βότσαλα, αιχμηρές σαν προϊστορικά ακόντια, κοφτερές σαν μαχαίρια, ακατέργαστες, βίαιες, που να έρχονται κατευθείαν απ’ το στομάχι, να πιάνουν όλο το στόμα, να ξετινάζουν τη γλώσσα και να εξακοντίζονται στην κάθε βαθιά ανάσα, βολίδες θανατηφόρες
Μα όσο και να ψάξω, δεν τις βρίσκω. Ας όψονται τα χρόνια της πολιτικής ορθότητας, που ήρθαν και απέσυραν από την πιάτσα, όλες τις παλιές καλές βρισιές, και μαζί μ’ αυτές και τα βαριά, αυθεντικά συναισθήματα, μιας και δεν είχαν πια το μέσο για να ταξιδέψουν προς τα έξω και να εκφραστούν.
Τις ξαναβρήκα τυχαία στο twitter, στο #palies_kales_vrisies, στο μεγάλο αποθετήριο των σπόρων της λαϊκής αγανάκτησης και ανακούφισης.
Κοπιάστε! Είναι ό,τι πιο αυθεντικό και απελευθερωτικό, που αξίζει να καταγραφεί και να διασωθεί. Θα το χρειαστούμε. Δεν μπορείς να πορεύεσαι τις επόμενες δεκαετίες με τη φτώχεια μόνο ενός «αρχιδιού» και ενός τριμμένου «Άι γαμήσου»

πηγή

Δημοσίευση σχολίου

 
Top