Τό πρώτο μέρος εδώ
του Γουίλλιαμ Ευστράτιου Μάλλινσον*
Αν και θα ήταν ανάγωγο όσο και παιδιάστικο να υπαινιχθεί κανείς ότι η βρετανική κυβέρνηση υπέστη εκβιασμό, προκειμένου να γαυγίζει χωρίς να δαγκώνει, μοιάζει μάλλον προφανές ότι την προέτρεψαν να υιοθετήσει μια στρουθοκαμηλοειδή στάση, στις ρίζες της οποίας θα μπορούσε κανείς να εντοπίσει την επιμονή των ΗΠΑ να διατηρήσουν τα εδάφη τους στην Κύπρο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της ανίσχυρης θέσεως της Βρετανίας ήταν η απροθυμία της να κάνει οτιδήποτε, πέραν του να παραπονιέται στην τουρκική κυβέρνηση για το πώς μεταχειριζόταν τους Ελληνοκυπρίους και την εν γένει αποπομπή τους.
Κατά τις αρχές του 1975, η τουρκική κυβέρνηση επιθυμούσε διακαώς τόσο να παρακάμψει μια απαγόρευση εξαγωγών όπλων από τις ΗΠΑ όσο και να κερδίσει όση περισσότερη αναγνώριση μπορούσε για την ‘ανεξαρτησία’ Βορείου Κύπρου. Για το θέμα των όπλων, ο αήθης Κίσινγκερ κατόρθωσε να αποκαταστήσει και να συνεχίσει τις στρατιωτικές προμήθειες «τουλάχιστον μέχρι τις 5 Φεβρουαρίου» , ενώ τον Μάρτιο ο Κάλλαχαν υπεστήριξε την προμήθεια της Τουρκίας με όπλα ως αντάλλαγμα για τη συμφωνία της τελευταίας να επιστρέψει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων . Κατά τον Οκτώβριο, το ΥΕΚ έγραφε ένα (απολογητικό) σημείωμα για την επίσκεψη του έλληνα Πρωθυπουργού στο Λονδίνο: Δεν πιστεύουμε ότι η προμήθεια όπλων στην Τουρκία από τη Βρετανία θα επηρεάσει τη θέση της Τουρκίας στην Κύπρο. Η στάση μας, όμως, σε αυτό το θέμα ενδέχεται να επηρεάσει τη στάση της Τουρκίας απέναντι στο ΝΑΤΟ .
Αλλά τι ακριβώς έκαναν οι Τούρκοι που προκάλεσε τέτοια θετική βρετανική αντίδραση; Είχαν αρχίσει να παρενοχλούν τον βρετανικό πληθυσμό της κατεχομένης Κύπρου. Τον Ιούλιο του 1975, ο Βρετανός Ύπατος Αρμοστής στη Λευκωσία Όλβερ, έγραφε: Αποδίδω τις συνεχείς δυσχέρειες που αντιμετωπίζουμε εν μέρει στην γραφειοκρατία και τη δυσκολία που έχουν οι τουρκοκυπριακές αρχές στη συνεργασία τους με τις ένοπλες δυνάμεις της Τουρκίας και εν μέρει στο γεγονός ότι η πλειονότητα των ενδιαφερομένων έχει ελληνικά ονόματα .
Πίσω στο Λονδίνο, το ΥΕΚ έγραφε: Στην τελική ανάλυση, δεν μπορούμε να επιτρέψουμε να χρησιμοποιείται αυτή η μικρή κοινότητα (που δεν αριθμεί πάνω από 200 άτομα) για την περιστολή της δικής μας ελευθερίας δράσεως. Ως εκ τούτου, μπορεί σε κάποιο σημείο να γίνει απαραίτητο να ληφθεί η απόφαση είτε να ρισκάρουμε είτε να θυσιάσουμε τα συμφέροντά τους.
Τι ήταν αυτό στο οποίο οι Βρετανοί δεν ήθελαν –και δεν μπορούσαν- να υποχωρήσουν σχετικώς με την «ελευθερία δράσεώς τους»; Ήταν ο φόβος ενός διεθνώς ανεγνωρισμένου κυριάρχου κράτους στην κατεχόμενη Κύπρο. Και αυτό διότι ένα καινούργιο διεθνές σύνορο θα έδινε το τελειωτικό χτύπημα στο εγγενώς κρατοκτόνο πακέτο συνθηκών, το οποίο και είχε ιδρύσει το 1960 την δήθεν κυρίαρχη Κυπριακή Δημοκρατία και από το οποίο εξηρτάτο στενά η διάρκεια των στρατιωτικών περιοχών της Βρετανίας στη νήσο.
Όπως είχε ήδη παραδεχτεί κρυφίως το ΥΕΚ, μια ενδεχόμενη υπαναχώρηση της Βρετανίας στο πλαίσιο της Συνθήκης Εγγυήσεως, θα έθετε εν αμφιβόλω ολόκληρη τη διευθέτηση του 1960 και θα άφηνε εκτεθειμένη τη Βρετανία σε πιέσεις αναφορικά με το ηθικό (σε αντιδιαστολή προς το έννομο) δικαίωμά της να διατηρεί τον έλεγχο των εν λόγω περιοχών . Έτσι, η Βρετανία, δεδομένων των (αμερικανικής εμπνεύσεως) στρατηγικών της συμφερόντων να κρατηθεί στις ΚΠΒ εις πείσμα της ιδίας της τής θελήσεως, θα έκανε παν το δυνατόν προκειμένου να ικανοποιήσει τα τουρκικά αιτήματα, υπό την αίρεση ότι οι ΚΠΒ θα έμεναν στο απυρόβλητο. Σε περίπτωση τουρκικών και τουρκοκυπριακών απειλών για μονομερή δήλωση ανεξαρτησίας (κάτι που θα συνεπήγετο το τέλος της συμφωνίας του 1960, από την οποία εξηρτώντο οι ΚΠΒ), η Βρετανία έφθασε μέχρι του σημείου να ζητήσει από την ελληνική κυβέρνηση να κάνει εκ παραλλήλου διαβήματα στην τουρκική, υπογραμμίζοντας ότι μια τέτοια δήλωση ανεξαρτησίας αποτελούσε παραβίαση της Συνθήκης Εγγυήσεως . Τότε, όπως και τώρα, η Βρετανία δεν υπαναχωρούσε σε οτιδήποτε μπορούσε να θίξει την Συνθήκη Εγγυήσεως, ιδίως αφού ο Πρόεδρος Μακάριος ήταν –δικαιολογημένα- τόσο επικριτικός εις βάρος της Βρετανίας η οποία δεν τιμούσε τις συμβατικές της υποχρεώσεις . Αντ’ αυτού, η Βρετανία προτίμησε την ηπιότερη στάση της υιοθετήσεως οποιασδήποτε ντε φάκτο αναγνωρίσεως μπορούσε (ακόμα και σε εκείνες τις ‘πρώτες μέρες’ της παρανόμου κατοχής, όσο πίστευε ότι κάτι τέτοιο δεν συνεπήγετο διπλωματική αναγνώριση ή αναγνώριση κυριαρχίας.
Η Τουρκία και η κυβέρνηση Ντενκτάς έκαναν ό,τι μπορούσαν για να παρενοχλήσουν και να εκδιώξουν όχι μόνο τους Ελληνοκυπρίους αλλά, για ένα διάστημα, και Βρετανούς κατοίκους. Ένα από τα κόλπα για να αναγκάσουν τη Βρετανία να αναγνωρίσει το ‘Ομόσπονδο Τουρκικό Κράτος της Κύπρου’ (‘ΟΤΚΚ’) ήταν και η προσπάθεια να εμπλέξουν την βρετανική κυβέρνηση στο ύψους 5 λιρών ‘κόστος ερεύνης’ το οποίο καλούντο να πληρώσουν οι Βρετανοί κάτοικοι των κατεχομένων προκειμένου να γίνει η (εκ νέου) καταγραφή των περιουσιών τους . Εν συνεχεία ήταν το θέμα των βρετανικών περιουσιών τις οποίες ‘επέτασσαν και λεηλατούσαν μετ’επιτάσεως’ . Ο Ουίλσον μέχρι που έθεσε το πρόβλημα στον Τούρκο Πρωθυπουργό, η απάντηση του οποίου ήταν απλώς να κωλυσιεργήσει .
Όποια κι αν ήταν η (κατ’ ιδίαν) οργή και αγανάκτηση των Βρετανών αξιωματούχων, τα στρατηγικά συμφέροντα είχαν προτεραιότητα. Ο Κίσινγκερ, ο κατ’ εξοχήν παρασκηνιακός διευκολυντής της τουρκικής εισβολής και κατοχής, έδωσε στον Βρετανό Πρέσβυ στις ΗΠΑ να καταλάβει ότι ο ρόλος της Τουρκίας ήταν υψίστης σημασίας για τις αμερικανοσοβιετικές σχέσεις όσον αφορά στην Μέση Ανατολή. Εάν η ασφάλεια της Τουρκίας δεν ήταν εξασφαλισμένη, δεν θα υφίστατο πλέον φραγμός μεταξύ Σοβιετικής Ενώσεως και Συρίας [και Ισραήλ!] . Στο σημείο αυτό, τον Κίσινγκερ μάλλον ενδιέφερε η ασφάλεια του Ισραήλ.
Πριν στραφούμε στις βρετανικές απόψεις για τις διαπραγματευτικές πρακτικές της Τουρκίας έναντι των διακοινοτικών ‘διαπραγματεύσεων της Βιέννης’ οι οποίες συνέχισαν κατά τα τέλη Απριλίου του, αν ρίξουμε μια ματιά στη δύσκολη θέση που ήρθε η Βρετανία αναφορικά με τις χιλιάδες Τουρκοκυπρίων οι οποίοι είχαν διαφύγει προς τα δυτικά (Ακρωτήρι), θα δούμε ότι εάν υπήρχε κάποιος που θα έπρεπε να εκνευρισθεί, αυτοί θα ήσαν μάλλον οι Έλληνες παρά οι Τούρκοι. Η ελληνοκυπριακή ηγεσία είχε δικαιολογημένα άγχος που οι Τουρκοκύπριοι θα άφηναν τις ΚΠΒ μετά από σχετική συμφωνία μαζί τους . Οι Βρετανοί, παρ’ όλα αυτά, προχώρησαν μονομερώς και οι Τουρκοκύπριοι έφυγαν αεροπορικώς κατά τα τέλη Ιανουαρίου 1975.
Ας σημειωθεί ότι 2.577 από τους 11.967 Τουρκοκυπρίους επέστρεψαν στα σπίτια τους στο ελεύθερο τμήμα της Κύπρου . Αυτό έρχεται σε αντίθεση με το γεγονός ότι, αντί να επιτρέπει στους Ελληνοκυπρίους πρόσφυγες να επιστρέψουν στα σπίτια τους, ο τουρκικός στρατός τους εξεδίωκε. Όπως είναι κατανοητό, η ελληνοκυπριακή κυβέρνηση ήταν έξω φρενών και κατηγορούσε τους Βρετανούς ότι προωθούσαν τον διαμοιρασμό –κάτι που αντέκειτο στην Συνθήκη Εγκαθιδρύσεως . Το πιο εκνευριστικό, τόσο για την ελληνική όσο και για την κυπριακή κυβέρνηση, ήταν το ότι η Βρετανία μεροληπτούσε μη πιέζοντας την τουρκική κυβέρνηση να επιτρέψει στους Ελληνοκυπρίους να επιστρέψουν στα σπίτια τους . Η Βρετανία τουλάχιστον αργότερα παραιτήθηκε ορισμένων ‘διατηρηθεισών τοποθεσιών’ στα κατεχόμενα προκειμένου να βοηθήσει τους εκπατρισθέντες Ελληνοκυπρίους, εξοργίζοντας την τουρκική κυβέρνηση . Τι απέγιναν, όμως, οι κατ’ ιδίαν επίσημες βρετανικές επικρίσεις για τις τουρκικές διαπραγματευτικές πρακτικές στις διακοινοτικές και λοιπές συνομιλίες;
‘Και την Πίτα Ολόκληρη και τον Σκύλο Χορτάτο’
Μεταξύ 28ης Απριλίου και 10ης Σεπτεμβρίου έλαβαν χώρα τέσσερεις γύροι ‘διακοινοτικών συνομιλιών’, κυρίως στη Βιέννη, με τον τέταρτο κύκλο να αποτυγχάνει επειδή ο Ντενκτάς δεν υπέβαλε σαφείς προτάσεις όπως είχε συμφωνηθεί στον αμέσως προηγούμενο γύρο . Οι συνομιλίες περιεπλάκησαν έτι περαιτέρω από τη δήλωση του ‘ΟΤΚΚ’, όπως μπορεί κανείς να συναγάγει από μία επιστολή του Όλβερ: Μία συνέπεια των τρεχουσών τουρκοκυπριακών συνταγματικών κινήσεων –και δη της επιβεβαιώσεως του Ντενκτάς προς εμέ ότι οι προθεσμίες για τις θέσεις του Προέδρου και του Αντιπροέδρου έχουν παρέλθει- είναι η έκταση στην οποία θεωρείται παρωχημένη η όλη Συνθήκη του 1960 […] εμείς […] εξακολουθούμε να θεωρούμε εν ισχύ το σύνταγμα του 1960 παρ’ όλες τις αντιδράσεις Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων από το 1963. Αλλά ουσιαστικώς, αυτό που λέει η τουρκική πλευρά όλο και πιο ανοιχτά και επίμονα, είναι ότι το σύνταγμα του 1960 είναι ξεπερασμένο. Βεβαίως, αυτό που κάνουν είναι να έχουν και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο, εφαρμόζοντας την άποψη αυτή μόνο όταν τους συμφέρει [η πλαγιογράφηση είναι του συγγραφέως] .
Ακόμα πιο δηκτικά, όμως, ένας νομικός σύμβουλος του ΥΕΚ έγραψε: Βεβαίως, η τουρκική Κυβέρνηση δεν έχει το ελεύθερο να επιλέγει προς υιοθέτηση μεταξύ των διαφόρων μερών των Συνθηκών του 1960 εκείνα που εξυπηρετούν τους εκάστοτε σκοπούς της […] οι Τούρκοι δεν μπορούν να επαφίενται στην κατάρρευση του Συντάγματος προκειμένου να δικαιολογήσουν τυχόν παρέμβαση που θα έχει ως αντικείμενο την αποκατάσταση των συνθηκών οι οποίες δημιουργήθηκαν ως αποτέλεσμα της εφαρμογής των βασικών Άρθρων του Συντάγματος και, έχοντας επέμβει κατ’ αυτόν τον τρόπο, εν συνεχεία να αγνοήσουν τον σκοπό αυτό ακριβώς επειδή το Σύνταγμα θα έχει καταστεί παρωχημένο.
Ο Βρετανός Πρέσβυς στα Ηνωμένα Έθνη ήταν μάλλον ωμός στην εκτίμηση που έκανε για την τουρκική διαπραγματευτική στάση: ‘Οι Τούρκοι ήσαν συνεχώς αδιάλλακτοι.’ Σε κάθε περίπτωση, ο Ντενκτάς δεν ήταν παρά μια (πρόθυμη) μαριονέττα στα χέρια των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων: ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, Βαλντχάιμ, είπε στον Κάλλαχαν ότι οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις στην Κύπρο είχαν πάρει τη γραμμή ότι ο Ντενκτάς δεν είχε την εξουσία να τους δεσμεύσει υπογράφοντας το ανακοινωθέν μετά τον τελευταίο γύρο της Βιέννης (η Τουρκία είχε υπαναχωρήσει στη συμφωνία προστασίας των ελληνοκυπρίων στην κατεχόμενη ζώνη). Ο Κάλλαχαν απήντησε ότι ‘τώρα μοιάζει ευκολότερο να κάνουμε τους Έλληνες να καταλήξουν σε συμφωνία απ’ ό,τι τους Τούρκους.’
Μέχρι τον Οκτώβριο του 1975, θα πρέπει να είχε καταστεί ξεκάθαρο στους Βρετανούς και όλους τους άλλους ότι η τουρκική κυβέρνηση ήταν απλώς αποφασισμένη να «καθίσει στ’ αυγά της» κωλυσιεργώντας και συσκοτίζοντας. Κατά τα τέλη του μηνός, ο Κάλλαχαν έλεγε απευθυνόμενος στο Υπουργικό Συμβούλιο: Η ελληνική Κυβέρνηση ήταν έτοιμη να συμφωνήσει κατ’ αρχήν, υπό την αίρεση κάποιων διευκρινίσεων –ιδίως επί των συνόρων. Η απόκριση της τουρκικής Κυβερνήσεως ήταν λιγότερο ικανοποιητική: ήσαν εσκεμμένα ασαφείς όσον αφορά στις συνοριακές ρυθμίσεις […] Δεν μπορούσε να αποκλείσει την πιθανότητα να παίζουν οι Τούρκοι διπλό παιχνίδι μαζί μας στις διαπραγματεύσεις αυτές, δεδομένου ότι σε παράλληλες συζητήσεις με την Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση της Γερμανίας είχαν υποστηρίξει όχι μια διζωνική ομοσπονδία αλλά τρεις ζώνες, η μεσαία των οποίων θα είχε κοινή διακυβέρνηση.
‘Διαλέγουν και παίρνουν’, ‘και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο’, ‘αδιάλλακτοι’ και ‘παίζουν διπλό παιχνίδι’, είναι οι εκφράσεις που συνοψίζουν τη στάση των Βρετανών, οι οποίοι είχαν εμπλακεί στις διαπραγματεύσεις με την Τουρκία. Ουδέποτε έγινε τέτοια κριτική εις βάρος των Ελλήνων, αν και οι τελευταίοι δεν απαξιούσαν (στο πλαίσιο της δικαιολογημένης αγανακτήσεώς τους) να ασκήσουν οιασδήποτε μορφής πίεση, όπως αφήνει να εννοηθεί σε τηλεγράφημά του προς την Αθήνα ο Κάλλαχαν: Ο κ. Καραμανλής είπε ότι εάν, μετά την κατάσταση στην Κύπρο, η ΕΟΚ μπλοκάρει την ελληνική αίτηση προσχωρήσεως, η Ελλάς μπορεί τότε να χρειαστεί να λάβει ορισμένες αποφάσεις εν σχέσει προς τον πολιτικό της προσανατολισμό .
Η Βρετανία στήριξε την αίτηση προσχωρήσεως της Ελλάδος στην ΕΟΚ. Παρά την τουρκική οργή για την εν λόγω αίτηση και την ανησυχία ότι η Ελλάς θα χρησιμοποιούσε την ένταξή της στην ΕΟΚ για να απομονώσει την Τουρκία, οι Βρετανοί δεν ήσαν σε θέση να δημιουργήσουν περαιτέρω προσκόμματα στην Ελλάδα, ιδίως δεδομένου ότι και η δική τους θέση στην ΕΟΚ ήταν κάπως επισφαλής (εν όψει του εκ των υστέρων δημοψηφίσματος για την ένταξη της Βρετανίας), και δοθέντος ότι η Γαλλία ήταν υπέρμαχος των Ελλήνων. Η Πρεσβεία στην Αθήνα έγραφε: Οι Έλληνες θα προσπαθήσουν να χρησιμοποιήσουν την ΕΟΚ ως δίαυλο εξαπολύσεως φιλιππικών εναντίον της Τουρκίας καθώς και ως φόρουμ υποστηρίξεως για το Κυπριακό και άλλα θέματα που έχουν ανοιχτά με την Άγκυρα […] Είμαι πεπεισμένος ότι είναι ορθό να διατηρούμε μια ανοιχτή στάση δημοσίως και να επιτρέψουμε στην ίδια τη διαδικασία των διαπραγματεύσεων να φέρει τους Έλληνες αντιμέτωπους με μερικές από τις σκληρότερες πραγματικότητες της ευρωπαϊκής οικογενείας .
Ορίστε ποια ήταν η (κατ’ ιδίαν) επίσημη βρετανική προσέγγιση στις (επιβεβλημένες από την εισβολή) σχέσεις τους με την τουρκική κυβέρνηση. Πριν ρίξουμε μια σύντομη ματιά στο θέμα του μνημονικού του Κάλλαχαν την επομένη της εισβολής, ας στραφούμε για λίγο στα ελληνικά πράγματα του 1975, και ιδίως στην άποψη της βρετανικής Πρεσβείας για την σύλληψη υποστηρικτών του πρώην ισχυρού ανδρός της χούντας Ιωαννίδη, τον πρώην Πρωθυπουργό Παπαδόπουλο, την πολιτική σταθερότητα και τον αντιαμερικανισμό.
(συνεχίζεται)
* Ιστορικός, καθηγ. Ιονίου Παν/μίου, πρώην διπλωμάτης στο βρετανικό ΥΠΕΞ, συνεργάτης ΕΛ.Κ.Ε.Δ.Α.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου