Eίναι ίσως παράδοξο, αλλά συμβαίνει. Οσο πολλαπλασιάζονται οι ελληνοτουρκικές επαφές τόσο πληθαίνουν τα ερωτήματα για το αν πραγματικά έχει σημειωθεί κάποια ουσιαστική πρόοδος στις πολύπαθες σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών. Το ίδιο συνέβη και τη φορά αυτή με το Ερζερούμ: αντί να υπάρξουν απτές αποδείξεις κάποιας συγκεκριμένης προόδου, δημιουργήθηκαν πρόσθετα ερωτήματα, κυρίως για το περιεχόμενο της μακράς κατ΄ ιδίαν συνομιλίας των δύο πρωθυπουργών, το οποίο, ως είθισται, δεν ανακοινώθηκε.
Το αποτέλεσμα ήταν να φουντώσουν και πάλι, όπως επίσης είθισται, τα σενάρια περί μυστικής διπλωματίας με κύριο αντικείμενο την περιώνυμη συνεκμετάλλευση των κοιτασμάτων του Αιγαίου. Μόνο που κανένας δεν σκέφθηκε ότι προτού υπάρξει συνεκμετάλλευση (αν φυσικά υπάρξει), πρώτον, θα πρέπει να έχουν ανακοινωθεί οι περιοχές όπου υπάρχουν τα περίφημα αυτά κοιτάσματα (και αυτό ακόμη δεν το γνωρίζουμε) και, δεύτερον, να έχουν συμφωνήσει οι δύο χώρες στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, για την οποία παλεύουν από το 1975, δηλαδή εδώ και 35 συναπτά έτη.
Mπορεί λοιπόν να μην υπήρξε πρόοδος ως προς την επίλυση των γνωστών προβλημάτων, υπήρξε όμως κάτι άλλο, πολύ σημαντικό, το οποίο ήταν πολύ δύσκολο να επιτευχθεί στο παρελθόν. Η ειλικρινής και χωρίς διπλωματικές περιστροφές παρουσία των θέσεων των δύο πλευρών. Και υπό την έννοια αυτή η ανοικτή καταγγελία των παράνομων τουρκικών ενεργειών από τον έλληνα πρωθυπουργό ενώπιον του πλέον αρμοδίου ακροατηρίου (δηλαδή της αφρόκρεμας των τούρκων πρέσβεων) υπήρξε μια θαρραλέα ενέργεια που έβαλε επιτέλους τα πράγματα στη θέση τους. Γι΄ αυτό άλλωστε ενόχλησε προσωπικά τον κ. Ερντογάν. Το γεγονός όμως αυτό δεν αλλάζει την πεποίθηση του κ. Παπανδρέου ότι είναι αναγκαίο και προς το αμοιβαίο συμφέρον να αποκατασταθούν επιτέλους σχέσεις καλής γειτονίας και ειλικρινούς συνεργασίας με την Τουρκία και ότι λέγοντας την αλήθεια αυτό μπορεί να επιτευχθεί πολύ πιο εύκολα. Πιστεύει μάλιστα ότι στο πρόσωπο του σημερινού τούρκου πρωθυπουργού έχει βρει έναν αξιόπιστο συνομιλητή. Οι δύο πρωθυπουργοί όμως δεν λειτουργούν εν κενώ· διότι έχουν να αντιμετωπίσουν, πρώτον, μια καχύποπτη κοινή γνώμη και, δεύτερον, τη γνωστή εθνικιστική υστερία (για καθαρά κομματικούς λόγους) των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Εδώ έρχεται να προστεθεί η αρνητική στάση του στρατιωτικού κατεστημένου και όχι μόνο στην Τουρκία, όπου φυσικά είναι και ισχυρότερη.
Tο πρόβλημα λοιπόν δεν είναι οι προθέσεις των δύο πρωθυπουργών, αλλά τα εμπόδια που θέτουν οι υπόλοιποι παράγοντες. Διότι, αν υποτεθεί ότι αύριο το πρωί συμφωνούν οι διπλωμάτες στο πλαίσιο των περιώνυμων διερευνητικών επαφών, ποιες θα είναι οι αντιδράσεις της κοινής γνώμης, των κομμάτων και του στρατιωτικού κατεστημένου; Πόσο έτοιμες θα είναι τότε και οι δύο κυβερνήσεις να πληρώσουν το αναγκαίο πολιτικό κόστος για να επιβάλουν τη λύση η οποία θα έχει συμφωνηθεί; Το ερώτημα αυτό αποκτά πρόσθετη αξία καθώς η μεν ελληνική κυβέρνηση βρίσκεται αντιμέτωπη με την έντονη δυσαρέσκεια των πολιτών λόγω της τεράστιας οικονομικής κρίσης και δεν θα ήθελε να δημιουργήσει μία ακόμη εστία έντασης και αναταραχής, ενώ η τουρκική κυβέρνηση έχει μπροστά της το εμπόδιο των εκλογών του προσεχούς Ιουνίου. Ας μην αναμένουμε λοιπόν ότι θα έχουμε σύντομα κάποια λύση στα ελληνοτουρκικά προβλήματα και ας ελπίσουμε ότι, τουλάχιστον, θα διατηρηθεί το κλίμα ηρεμίας στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών.
ΠΗΓΗ
Το αποτέλεσμα ήταν να φουντώσουν και πάλι, όπως επίσης είθισται, τα σενάρια περί μυστικής διπλωματίας με κύριο αντικείμενο την περιώνυμη συνεκμετάλλευση των κοιτασμάτων του Αιγαίου. Μόνο που κανένας δεν σκέφθηκε ότι προτού υπάρξει συνεκμετάλλευση (αν φυσικά υπάρξει), πρώτον, θα πρέπει να έχουν ανακοινωθεί οι περιοχές όπου υπάρχουν τα περίφημα αυτά κοιτάσματα (και αυτό ακόμη δεν το γνωρίζουμε) και, δεύτερον, να έχουν συμφωνήσει οι δύο χώρες στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, για την οποία παλεύουν από το 1975, δηλαδή εδώ και 35 συναπτά έτη.
Mπορεί λοιπόν να μην υπήρξε πρόοδος ως προς την επίλυση των γνωστών προβλημάτων, υπήρξε όμως κάτι άλλο, πολύ σημαντικό, το οποίο ήταν πολύ δύσκολο να επιτευχθεί στο παρελθόν. Η ειλικρινής και χωρίς διπλωματικές περιστροφές παρουσία των θέσεων των δύο πλευρών. Και υπό την έννοια αυτή η ανοικτή καταγγελία των παράνομων τουρκικών ενεργειών από τον έλληνα πρωθυπουργό ενώπιον του πλέον αρμοδίου ακροατηρίου (δηλαδή της αφρόκρεμας των τούρκων πρέσβεων) υπήρξε μια θαρραλέα ενέργεια που έβαλε επιτέλους τα πράγματα στη θέση τους. Γι΄ αυτό άλλωστε ενόχλησε προσωπικά τον κ. Ερντογάν. Το γεγονός όμως αυτό δεν αλλάζει την πεποίθηση του κ. Παπανδρέου ότι είναι αναγκαίο και προς το αμοιβαίο συμφέρον να αποκατασταθούν επιτέλους σχέσεις καλής γειτονίας και ειλικρινούς συνεργασίας με την Τουρκία και ότι λέγοντας την αλήθεια αυτό μπορεί να επιτευχθεί πολύ πιο εύκολα. Πιστεύει μάλιστα ότι στο πρόσωπο του σημερινού τούρκου πρωθυπουργού έχει βρει έναν αξιόπιστο συνομιλητή. Οι δύο πρωθυπουργοί όμως δεν λειτουργούν εν κενώ· διότι έχουν να αντιμετωπίσουν, πρώτον, μια καχύποπτη κοινή γνώμη και, δεύτερον, τη γνωστή εθνικιστική υστερία (για καθαρά κομματικούς λόγους) των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Εδώ έρχεται να προστεθεί η αρνητική στάση του στρατιωτικού κατεστημένου και όχι μόνο στην Τουρκία, όπου φυσικά είναι και ισχυρότερη.
Tο πρόβλημα λοιπόν δεν είναι οι προθέσεις των δύο πρωθυπουργών, αλλά τα εμπόδια που θέτουν οι υπόλοιποι παράγοντες. Διότι, αν υποτεθεί ότι αύριο το πρωί συμφωνούν οι διπλωμάτες στο πλαίσιο των περιώνυμων διερευνητικών επαφών, ποιες θα είναι οι αντιδράσεις της κοινής γνώμης, των κομμάτων και του στρατιωτικού κατεστημένου; Πόσο έτοιμες θα είναι τότε και οι δύο κυβερνήσεις να πληρώσουν το αναγκαίο πολιτικό κόστος για να επιβάλουν τη λύση η οποία θα έχει συμφωνηθεί; Το ερώτημα αυτό αποκτά πρόσθετη αξία καθώς η μεν ελληνική κυβέρνηση βρίσκεται αντιμέτωπη με την έντονη δυσαρέσκεια των πολιτών λόγω της τεράστιας οικονομικής κρίσης και δεν θα ήθελε να δημιουργήσει μία ακόμη εστία έντασης και αναταραχής, ενώ η τουρκική κυβέρνηση έχει μπροστά της το εμπόδιο των εκλογών του προσεχούς Ιουνίου. Ας μην αναμένουμε λοιπόν ότι θα έχουμε σύντομα κάποια λύση στα ελληνοτουρκικά προβλήματα και ας ελπίσουμε ότι, τουλάχιστον, θα διατηρηθεί το κλίμα ηρεμίας στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών.
ΠΗΓΗ
Δημοσίευση σχολίου