GuidePedia

0
Το 1909, ένα βιβλίο με τον τίτλο «Η Μεγάλη Ψευδαίσθηση» (The Great Illusion) έκανε πάταγο στη Βρετανία. Απλουστευμένη, η βασική του θέση ήταν ότι οι ευρωπαϊκές χώρες είχαν φτάσει σε ένα τόσο υψηλό επίπεδο εμπορικής συνεργασίας και οικονομικής αλληλεξάρτησης, ώστε ένας γενικευμένος ευρωπαϊκός πόλεμος να είναι αδιανόητος, επειδή οι εμπλεκόμενες πλευρές είχαν πολύ περισσότερα να κερδίσουν παρά να χάσουν Ο συγγραφέας του, o Norman Angell, που βραβεύτηκε με το Νόμπελ ειρήνης το 1933, έζησε αρκετά ώστε να δει την ιστορία να τον διαψεύδει δύο φορές.



Το παράδειγμα του Angell αρκεί για να αντιμετωπίζει κανείς με επιφύλαξη τη θέση, ότι η εμπέδωση μιας πολύπλευρης οικονομικής και κοινωνικής συνεργασίας ανάμεσα σε δύο χώρες μπορεί να δημιουργήσει το κατάλληλο περιβάλλον που θα οδηγήσει σε εξομάλυνση της διμερείς τους σχέσεις. Αυτό το δρόμο όμως φαίνεται ότι έχει αποφασίσει να ακολουθήσει η ελληνική κυβέρνηση, σε ότι αφορά στις σχέσεις μας με την Τουρκία. Πρόκειται για μια νέα αφετηρία, όσο και αν ο Έλληνας Πρωθυπουργός προσπάθησε - όχι χωρίς κάποια νοσταλγία, αλήθεια - να συνδέσει τη νέα προσπάθεια με την στρατηγική της βήμα προς βήμα ελληνοτουρκικής προσέγγισης του 1999-2004 και να μιλήσει για αναβίωση του πνεύματος εκείνης της περιόδου. Το newstime είχε επισημάνει εγκαίρως - στις 11. Οκτωβρίου, μετά την πρώτη επίσκεψη του κ. Παπανδρέου ως Πρωθυπουργού στην Κωνσταντινούπολη -, ότι επιχειρεί να επιστρέψει το χρόνο πίσω το 2003. αλλά και επίσης ότι το ευρωπαϊκό πλαίσιο και η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας ως μοχλός πίεσης υπέρ των συμφερόντων της Ελλάδος είναι πολύ πιο αδύναμος σήμερα.


Στην πραγματικότητα, το ευρωπαϊκό πλαίσιο είναι παρωχημένο. Η Τουρκία είδε ήδη από τον Αύγουστο του 2005 τους Γάλλους να της κλείνουν την πόρτα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, παρά το γεγονός ότι πήρε το καθεστώς υποψήφιας προς ένταξη χώρας το Δεκέμβρη του 2004. Τα χρόνια που ακολούθησαν κατάλαβε ότι η πορεία των ενταξιακών διαπραγματεύσεων θα είναι μακριά και πιθανότατα ατελέσφορη καθώς η περαιτέρω διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης παραμένει μια εξαιρετικά αβέβαιη υπόθεση. Όσο και αν επιμένουν ότι θέλουν πλήρη ένταξη οι Τούρκοι (το επανέλαβε με κατηγορηματικό τρόπο και ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στη συνέντευξη Τύπου στην Αθήνα) δεν παραγνωρίζουν το γεγονός ότι με την Γερμανία αντίθετη και την Γαλλία να έχει παραπέμψει την απόφαση σε δημοψήφισμα, η υπόθεση ένταξη έχει γίνει μια πολύ μικρή και πολύ μακρινή πιθανότητα.


Δεν είναι όμως μόνον οι ευρωπαϊκές αντιρρήσεις που έχουν θαμπώσει το τουρκικό ενταξιακό όραμα. Από το 2002, που η εξουσία πέρασε στα χέρια του Ερντογάν και των ισλαμιστών, πολλά έχουν αλλάξει στην ίδια την Τουρκία. Ο κεμαλισμός, που ήθελε τη χώρα αυστηρά προσανατολισμένη στη δύση και στην Ευρώπη δεν καθορίζει πια την κυβερνητική διπλωματία. Ο αρχιτέκτονας της νέας τουρκικής εξωτερικής πολιτικής του στρατηγικού βάθους Αχμέτ Νταβούτογλου θεωρεί την ευρωπαϊκή επιλογή μια ανάμεσα σε πολλές άλλες. Απλουστευμένη, η άποψη του είναι ότι η χώρα θα πρέπει να διατηρήσει την αυτονομία της από τις επιδιώξεις τρίτων (τρίτοι είναι ακόμα και οι ΗΠΑ) και να εκμεταλλευτεί την γεωπολιτική της θέση και την ιστορική κληρονομία των Οθωμανών για να δημιουργήσει ή να αναβιώσει σχέσεις επιρροής και αλληλεξάρτησης με όλους τους γείτονες της ώστε να καταστεί παγκόσμιος παίκτης. Αυτή η πολιτική συνεπικουρείται από μια νέα ανερχόμενη μεσαία ισλαμιστική τάξη, που αναδείχτηκε επί Ερντογάν και η οποία αναζητεί τις ιδεολογικές της καταβολές όχι πια στον κεμαλισμό, αλλά στην κληρονομιά της οθωμανικής αυτοκρατορίας.


Το τι σημαίνει αυτός ο προσανατολισμός, το είδαμε στην αποκατάσταση των σχέσεων της Άγκυρας με τη Δαμασκό, την Τεχεράνη και τη Μόσχα, στην διαμάχη με το Ισραήλ αλλά και στην προσπάθεια να υπάρξει συνεννόηση με την Αρμενία. Το επίσημο δόγμα Νταβούτογλου συνοψίζεται στη φράση «μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες», αν και ανεπίσημα εμπεριέχει μια δόση αλαζονείας. Αν μιλήσετε σήμερα με Τούρκους για τη σχέση της χώρας τους με τις ΗΠΑ, την Ευρώπη, τις βαλκανικές χώρες, τις χώρες της Μέσης Ανατολής ο κοινός παρανομαστής είναι πως «μας έχουν μεγαλύτερη ανάγκη, από ότι τους έχουμε εμείς». Αυτή η αλαζονεία «βγήκε» και στην τελευταία επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα, έστω και αν ο Τούρκος Πρωθυπουργός απέφυγε να πάει στη Θράκη, όπως είχε κάνει το 2004 και προσπάθησε να συντηρήσει με το φιλικό του τόνο ένα πνεύμα συνεννόησης και συνεργασίας. Αξίζει όμως να θυμηθούμε ότι το 2004, ο Ερντογάν είχε επισημάνει στους μουσουλμάνους της Θράκης ότι είναι πολίτες μιας ισχυρής χώρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το 2010, έδειξε να μας λυπάται για τη δύσκολη θέση στην οποία βρισκόμαστε και έσπευσε να μας διαβεβαιώσει, ότι θα βρίσκεται στο πλευρό μας.


Η ουσιαστική διαφορά του 1999 με το 2010 βρίσκεται εδώ. Τότε η Ελλάδα ήταν μια χώρα στην πρώτη κατηγορία, με ανάπτυξη 5%, μέλος της Ε.Ε, ένα βήμα από την ένταξη στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση και είχε στο χέρι «καρότο» της ευρωπαϊκής προοπτικής της Άγκυρας. Τώρα βρίσκεται στο χείλος της χρεοκοπίας και υπό διεθνή οικονομικό έλεγχο, ενώ η ιδιότητα του μέλους της Ε.Ε δεν αποτελεί πια διαπραγματευτικό ατού. Συγκριτικά, η Τουρκία βρίσκεται σε πολύ καλύτερη οικονομική κατάσταση, ενώ σε απόλυτα μεγέθη μας έχει αφήσει πολύ πίσω. Από διπλάσιο το 2000, το 2009 το ΑΕΠ της θα είναι σχεδόν τετραπλάσιο του ελληνικού.


Με δεδομένη την άσχημη οικονομική κατάσταση της Ελλάδας, η βελτίωση των σχέσεων με την Τουρκία και η αποκλιμάκωση της έντασης στο Αιγαίο φαντάζει ο μόνος δρόμος να μειωθούν οι εξοπλισμοί (50 δις την τελευταία δεκαετία) ώστε να υπάρξει πραγματική εκτόνωση στα δημόσια οικονομικά. Μη έχοντας άλλο μοχλό πίεσης όμως, η ελληνική κυβέρνηση μπορεί μόνο να επενδύσει στο δόγμα Νταβούτογλου περί «μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες». Η ενίσχυση της διμερούς συνεργασίας σε όλα τα επίπεδα, η έμφαση στην οικονομική αλληλεξάρτηση και η σύσταση του Ανώτατου Συμβουλίου που θα φέρνει με την ακρίβεια κομήτη κάθε δύο χρόνια τον Ρεζτέπ Ταγίπ Ερντογάν στη χώρα μας αυτό φανερώνουν. Το αν αυτή η στρατηγική θα αποδώσει καρπούς, θα φανεί σε βάθος χρόνου. Το ζήτημα είναι όμως, ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν διαθέτει άπειρο χρόνο: Αν θέλει πραγματικά αποτελέσματα σε δημοσιονομικό επίπεδο, θα πρέπει να προχωρήσει σύντομα στο κλείσιμο των ανοικτών μετώπων με την Τουρκία. Και αν κάτι απέδειξε η επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα είναι ότι οι συνθήκες γι’ αυτό κάθε άλλο παρά ώριμες είναι και από την άλλη πλευρά του Αιγαίου.


Πριν από λίγες ημέρες ο καθηγητής Αλέξης Ηρακλείδης ανέπτυξε από το newstime.gr την πρόοδο που έχει συντελεστεί πρόοδος στον διάλογος μέσω των διερευνητικών επαφών για την υφαλοκρηπίδα και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτός είναι υπερώριμος ώστε να καταλήξει σε λύση. Από την επίσκεψη Ερντογάν δεν προέκυψε πάντως, ότι η Τουρκία είναι διατεθειμένη να συνυπογράψει συνυποσχετικό για παραπομπή του θέματος στη Χάγη, ο Τούρκος Πρωθυπουργός επισήμανε ότι «είναι καλύτερα να λύσουμε το θέμα εμείς και όχι κάποιοι τρίτοι». Η θέση του να πετούν άοπλα τα αεροπλάνα απηχούν την πάγια κεμαλική θέση για ουδετεροποίηση του Αιγαίου. Ακόμα, ο Ερντογάν υπερασπίστηκε το casus belli αλλά και την παρουσία των τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο, δείχνοντας ότι σε ότι αφορά στις ελληνοτουρκικές σχέσεις υπάρχει τουλάχιστον συναντίληψη ανάμεσα στην ισλαμιστική πολιτική ηγεσία και το κεμαλικό κατεστημένο. Πιθανόν να μην μπορούσαν να είναι διαφορετικά τα πράγματα: Ακόμα και αν χρησιμοποιήσει κανείς την ανάλυση του Νταβούτογλου, πέρα από την πολιτική κληρονομιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υπάρχει μια κληρονομία 80 ετών του τουρκικού κράτους για το οποίο ο κύριος αντίπαλος βρισκόταν από την άλλη πλευρά του Αιγαίου. Ο τούρκος Πρωθυπουργός δεν θα μπορούσε να συμφωνήσει σε μια λύση στις ελληνοτουρκικές διαφορές που να είναι ικανοποιητική και για τις δύο πλευρές χωρίς να επωμιστεί πολιτικό κόστος, το οποίο δεν έχει κανένα λόγο να αναλάβει στη συγκεκριμένη περίοδο.


Το δεύτερο ανοικτό ζήτημα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις παραμένει πάντα το Κυπριακό και είναι λάθος να πιστεύει κανείς (το προσπάθησε η κυβέρνηση Καραμανλή το 2005, χωρίς αποτέλεσμα) είναι πως μπορεί να το αποσυνδέσει κανείς από τις υπόλοιπες ελληνοτουρκικές διαφορές. Στην πραγματικότητα μάλιστα, η μόνη πραγματική πρωτοβουλία της Τουρκίας που επαληθεύει το δόγμα Νταβούτογλου περί «μηδενικών προβλημάτων» στις ελληνοτουρκικές σχέσεις ήρθε το 2003 με την πρωτοβουλία Ερντογάν που κατέληξε στις συνομιλίες της Νέας Υόρκης και στα δημοψηφίσματα για το σχέδιο Ανάν το 2004. Τότε όμως ήταν ο Τούρκος Πρωθυπουργός σε μειονεκτική θέση: είχε ανάγκη την Ελλάδα για να οριστικοποιήσει την ενταξιακή πορεία της χώρας του και ήθελε να αποτρέψει το ενδεχόμενο που διαφαίνονταν στον ορίζοντα, να ενταχθεί δηλαδή μια Κυπριακή Δημοκρατία στην οποία δεν θα είχε καμία επιρροή στην ΕΕ και να αποτελεί εφεξής μια πρόσθετη τροχοπέδη. Παρεπιπτόντως, τότε και τώρα (αν και λιγότερο) η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας αποτελεί ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο για τους ισλαμιστές, ώστε να προωθήσουν μεταρρυθμίσεις που θα έχουν την αποδοχή και της φιλελεύθερης κοινής γνώμης, να περιορίσουν την ισχύ των κεμαλιστών και να εδραιώσουν την κυριαρχία τους.


Είναι αμφίβολο – και από όσα είπε στην επίσκεψη στην Αθήνα έχει γίνει ακόμα πιο αμφίβολο - αν ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, από την πλεονεκτική θέση στην οποία βρίσκεται σήμερα, θα αποδεχτεί λύσεις στα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό που θα επιτρέψουν στην ελληνική πλευρά να κλείσει τα ζητήματα «σώζοντας τα προσχήματα». Από την άλλη πλευρά η εκτόνωση των προβλημάτων και η διμερής προσέγγιση μέσα από την οικονομική αλληλεξάρτηση και συνεργασία χρειάζονται πολύ χρόνο για να αποδώσουν, εάν αποδώσουν καρπούς. Τούτων δοθέντων, η επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα μπορεί πράγματι να ήταν μια ιστορική αφετηρία, μπορεί όμως και όχι. Σε κάθε περίπτωση, οι διθυραμβικές αναλύσεις του διεθνούς τύπου για την νέα ελληνοτουρκική προσέγγιση το μόνο που φανερώνουν είναι την οικονομική παρακμή των διεθνούς κύρους ΜΜΕ που δεν είναι πια σε θέση να συντηρούν πρώτης τάξεως δίκτυα ξένων ανταποκριτών.


Σε κάθε περίπτωση πάντως, η καλή εικόνα βολεύει. Η οξύτητα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι αυτήν την περίοδο απαγορευτική για την κυβέρνηση Παπανδρέου που πέρα από όλα τα άλλα ακόμα και για ψυχολογικούς λόγους έχει ανάγκη την εντύπωση, ότι κάποιο από τα εθνικά μέτωπα υπάρχουν χειροπιαστές προοπτικές βελτίωσης. Από την άλλη πλευρά, βολεύει και την κυβέρνηση Ερντογάν, αφού υποβαθμίζει τη σημασία του στρατού, δηλαδή του πιο σημαντικού πυρήνα ισχύος του κεμαλικού κατεστημένου. Το ότι η επίσκεψη του Τούρκου Πρωθυπουργού στην Αθήνα συνέπεσε με μια ακόμα φάση ξεκαθαρίσματος λογαριασμών ανάμεσα σε ισλαμιστές και κεμαλιστές (και την προσπάθεια του Ερντογάν να βάλει χέρι σε ένα προπύργιο του κεμαλισμού, τη δικαιοσύνη) δεν είναι ασφαλώς τυχαίο.


Υπάρχουν βέβαια και εκείνοι που αντιμετωπίζουν πάντα την Τουρκία με περισσή καχυποψία και βλέπουν τον κίνδυνο να καταλήξουν η νέα αφετηρία στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και η θεσμοθέτηση μιας διευρυμένης συνεργασίας στην μετατροπή της Ελλάδας σε δορυφόρο της Άγκυρας ή τουλάχιστον την «φινλανδοποίηση» της χώρας μας. Και αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να επαληθευτεί από την ιστορία. Μπορεί άλλωστε να αποδειχτεί μια ακόμα «μεγάλη ψευδαίσθηση».

Δημοσίευση σχολίου

 
Top