Ορισμένες σκέψεις περί ελληνοτουρκικού διαλόγου:
Πρώτον, υπάρχει λανθασμένη αντίληψη αναφορικά με τον επεκτατισμό της γείτονος. Μεγάλο τμήμα της αριστεράς θεωρεί ότι είναι κατευθυνόμενος από το εξωτερικό και ότι δεν υπάρχει τίποτα το οποίο να χωρίζει τους δυο λαούς. Επίσης, αναλυτές προσανατολισμένοι να τονίζουν τον ρόλο του οικονομικού παράγοντα πιστεύουν ότι
ο επεκτατισμός της Τουρκίας είναι ευκαιριακός λόγω οικονομικών προβλημάτων και εσωτερικών ανωμαλιών. Όσο και αν οι διαθέσεις του άρπαγα γείτονα ενθαρρύνονται από τις ΗΠΑ και οι αναθεωρητικές διαθέσεις οξύνονται από την ανώμαλη εσωτερική πολιτική κατάσταση της Τουρκίας, ο επεκτατισμός της τελευταίας είναι δομικός και βρίσκεται εντός του πολιτικού συστήματος και της παρακαταθήκης του Ατατούρκ και για αυτό δεν κατευνάζεται με διάλογο αλλά ανακόπτεται μέσω υιοθέτησης στρατηγικής αποτροπής. Ακόμα και αν η Τουρκία γίνει πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ο επεκτατισμός της Άγκυρας θα λάβει άλλες μορφές -ελεύθερη διακίνηση ανθρώπων, υιοθέτηση δυσμενών για την Ελλάδα αποφάσεων μέσω της τουρκικής παρουσίας στους μηχανισμούς της ΕΕ η οποία θα έχει και το πλεονέκτημα ότι θα περιβάλλεται από την νομιμότητα της ΕΕ.
Δεύτερον, ο διάλογος είναι χρήσιμος όταν έχουμε να κάνουμε με συνεργατικές σχέσεις. Αντίθετα οι αξιώσεις Ελλάδος –Τουρκίας στο Αιγαίο και Κύπρο είναι αντιθετικές, αποκλειόμενες μεταξύ τους. Όπως είχε γράψει ο αείμνηστος Μιχάλης Δούντας, όταν υφίσταται διαμετρικά αντίθετες αξιώσεις τότε η απόσταση μεταξύ τους ‘ δεν είναι θέμα φόρμουλας αλλά αλλαγής στόχων’. Επίσης, ο διάλογος είναι χρήσιμος όταν μια πλευρά θέλει να κερδίσει χρόνο είτε για να ενδυναμωθεί η διαπραγματευτική της θέση ή να επιδεινωθεί αυτή του αντιπάλου. Αυτό δεν ισχύει για την ελληνική πλευρά η οποία φαίνεται να έχει αναγάγει τον διάλογο σε στρατηγική επιλογή για να καλύψει την παντελή απουσία στρατηγικής. Ο διάλογος σε αυτή την περίπτωση είναι ένα θλιβερό και ανεπαρκές υποκατάστατο.
Τρίτον, επέρχεται απάθεια της διεθνούς κοινής γνώμης καθώς δεν γίνεται διάκριση μεταξύ επιτιθέμενου (1974,Κύπρος) ή αυτού ο οποίος απειλεί με πόλεμο σε περίπτωση κατά την οποία γειτονικό κράτος εξασκήσει νόμιμο δικαίωμα (επέκταση χωρικών υδάτων 12 ν.μ.) και αμυνόμενου αλλά υπάρχει τήρηση ίσων αποστάσεων και από τους δυο. Η Τουρκία κερδίζει νομιμοποίηση των διεκδικήσεων της και πιστοποιητικά καλής θέλησης τα οποία θα την διευκολύνουν στον επόμενο γύρο αξιώσεων. Μέσα από την διαδικασία διαλόγου η Τουρκία κερδίζει την εύφημο μνεία από τον διεθνή παράγοντα για την ‘εποικοδομητική της στάση, το υψηλό αίσθημα ευθύνης και στην προσήλωση της στον διάλογο’, πολλώ δε μάλλον όταν η έναρξη του διάλογου είναι πρωτοβουλία της.
Τέταρτον, ο διάλογος όπως διεξάγεται είναι ζημιογόνος γιατί υπό την κυρίαρχη επιρροή ενός ραγιάδικου νεορεαλισμού και υποχωρητικότητας οδηγεί σε διολίσθηση προς τις πάγιες τουρκικές θέσεις -αποδοχή στο Νταβός, Μαδρίτη και Ελσίνκι ότι υπάρχουν και άλλες διαφορές στο Αιγαίο πέραν της υφαλοκρηπίδας.
Πέμπτο, διάλογος και μάλιστα αναβαθμισμένος με την δημιουργία Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας αποπροσανατολίζει την ελληνική κοινή γνώμη από την ουσία των ελληνοτουρκικών διαφορών. Επέρχεται παροπλισμός ψυχικών αντιστάσεων και απονεύρωση αγωνιστικού φρονήματος όταν οι Έλληνες πολίτες βλέπουν την ελλαδική πολιτική ηγεσία να χαριεντίζεται με τους Τούρκους οι οποίοι κατέχουν τμήμα της Κύπρου και ορέγονται το Αιγαίο. Ας αναλογιστεί η ελλαδική πλευρά τα αισθήματα ανασφάλειας τα οποία προκαλούνται στους Κύπριους αδελφούς οι οποίοι παρακολουθούν την ελλαδική πλευρά να συμπεριφέρεται ωσάν να μην υπάρχει Κυπριακό ζήτημα. Το αγωνιστικό φρόνημα του Ελληνισμού είναι το ισχυρότερο όπλο στην διαπάλη με την αναθεωρητική Τουρκία· και αυτό το όπλο η άφρονα ελλαδική ηγεσία κάνει ότι μπορεί για να το αχρηστεύσει. Η συνεχής προσφυγή σε διάλογο μαρτυρεί σύμπλεγμα ήττας και έλλειψη φρονήματος. Η προσφυγή σε διάλογο έχει καταστεί η συνήθης ενστικτώδη λύση.
Έκτον, ο διάλογος πρέπει να διεξάγεται όταν υπάρχουν απτές αποδείξεις περί αλλαγής της συμπεριφορά της Τουρκίας. Ποια γεγονότα μεσολάβησαν τα οποία να συνηγορούν σε αλλαγή στάσης της γείτονος έτσι ώστε να διανοίγεται νέα προοπτική επιτυχίας; Ακόμα και εάν η ελληνική πλευρά αποδεχθεί την ανάγκη να καταφύγουμε σε κάποιου είδους ανταλλαγή απόψεων έτσι ώστε να μην δώσουμε την εντύπωση του αδιάλλακτου στην διεθνή κοινή γνώμη θα ήταν δυνατό να λάβουν χώρα διερευνητικές συναντήσεις εις το περιθώριο συναντήσεων κορυφής εις το ΝΑΤΟ, ΟΑΣΕ ή Ηνωμένα Έθνη και να εγκαινιαστεί διάλογος μόνον εφόσον υπάρχει μεταστροφή των τουρκικών αδιάλλακτων θέσεων ή όταν λάβουν χώρα γεγονότα τα οποία θα άλλαζαν υπέρ ημών τον μεταξύ των δυο χωρών συσχετισμό δυνάμεων.
Έβδομον, ο διάλογος δεν διεξάγεται εις το κενό αλλά είναι συνυφασμένος με το ισοζύγιο ισχύος των συμμετεχόντων κρατών το οποίο αποτελεί το πλαίσιο εντός του οποίου διεξάγεται η συνδιαλλαγή. Αποτελεί νεφελοβασία εάν κάποιος πιστεύει – και στην σημερινή κυβέρνηση το πιστεύουν- ότι ο διάλογος είναι υποκατάστατο της πολιτικής, της διπλωματίας και της ανάγκης να υπάρχει ισχυρός στρατός. Το κυριαρχικό στοιχείο στην διαδικασία του διαλόγου είναι η ισχύς. Δεν είναι μια νοητική άσκηση στην οποία το καλύτερο επιχείρημα κερδίζει. Δεν είναι μια διαδικασία την οποία χρησιμοποιούμε για να ξεφύγουμε από τον κόσμο των εξοπλισμών, της ισχύος, των εθνικών συμφερόντων αλλά αποτελεί μια διαδικασία άμεσα συνδεδεμένη με αυτά τα στοιχεία.
Τι πρέπει να γίνει
Απαραίτητο στοιχείο σοβαρής και σε βάθος χρόνου εφαρμοζόμενης ελληνικής εξωτερικής πολιτικής είναι η ύπαρξη οράματος. Όραμα για την απελευθέρωση της Κύπρου, όραμα για το Αιγαίο, όραμα για την θέση την οποία θα έχει ο Ελληνισμός στον χώρο της Μεσογείου. Για να γίνει αυτό, όμως, θα χρειαστούν αρκετά χρόνια προετοιμασίας της ελλαδικής και κυπριακής κοινωνίας. Έως τότε θα πρέπει να γίνει συνείδηση ότι θα πρέπει να συμβιώσουμε με εκκρεμότητες (Κύπρος, Αιγαίο). Πρέπει να αποβληθεί η ο ελληνικός μικροαστισμός του ‘εδώ και τώρα’, μικροαστισμός ο οποίος κατά τον Ν. Ψυρούκη ‘…προτιμάει να ονειρεύεται από το να αντιμετωπίζει τη σκληρή πραγματικότητα. Γι’ αυτό και την κλάψα της μιας μέρας τη διαδέχονται οι λεονταρισμοί και η κομπορρημοσύνη της άλλης ημέρας. Και δεν είναι ανάγκη να εξηγήσουμε γιατί η κατάσταση αυτή οδηγεί στην αβάσιμη αισιοδοξία, που πάντα καταλήγει στην αποκαρδίωση και στην παράλυση της θέλησης για αληθινή πάλη.’ Απαιτείται η ψύχραιμη και δραστήρια αναμονή, όπως έγραφε ο Δ. Δούντας. Αυτή η επιλογή καθίσταται, δυστυχώς, εξαιρετικά δυσχερής υπό τις σημερινές συνθήκες. Η μεταπρατική νοοτροπία της ελληνική πολιτικής ελίτ-αν υπάρχει κάτι τέτοιο- εις την οποία κυριαρχούν οι γρήγοροι συμβιβασμοί και βραχύβιες συναλλαγές δεν επιτρέπουν την χάραξη στρατηγικής σε βάθος δεκαετιών. Μια τέτοια πολιτική απαιτεί φρόνημα και αγωνιστική διάθεση. Χαρακτηριστικά τα οποία η ψοφοδεής ελληνική ηγεσία δεν διαθέτει και ως εκ τούτου δεν μπορεί να μεταδώσει στους πολίτες αυτής της χώρας.
Ιωάννης Σ. Λάμπρου
ANTINEWS.GR
Πρώτον, υπάρχει λανθασμένη αντίληψη αναφορικά με τον επεκτατισμό της γείτονος. Μεγάλο τμήμα της αριστεράς θεωρεί ότι είναι κατευθυνόμενος από το εξωτερικό και ότι δεν υπάρχει τίποτα το οποίο να χωρίζει τους δυο λαούς. Επίσης, αναλυτές προσανατολισμένοι να τονίζουν τον ρόλο του οικονομικού παράγοντα πιστεύουν ότι
ο επεκτατισμός της Τουρκίας είναι ευκαιριακός λόγω οικονομικών προβλημάτων και εσωτερικών ανωμαλιών. Όσο και αν οι διαθέσεις του άρπαγα γείτονα ενθαρρύνονται από τις ΗΠΑ και οι αναθεωρητικές διαθέσεις οξύνονται από την ανώμαλη εσωτερική πολιτική κατάσταση της Τουρκίας, ο επεκτατισμός της τελευταίας είναι δομικός και βρίσκεται εντός του πολιτικού συστήματος και της παρακαταθήκης του Ατατούρκ και για αυτό δεν κατευνάζεται με διάλογο αλλά ανακόπτεται μέσω υιοθέτησης στρατηγικής αποτροπής. Ακόμα και αν η Τουρκία γίνει πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ο επεκτατισμός της Άγκυρας θα λάβει άλλες μορφές -ελεύθερη διακίνηση ανθρώπων, υιοθέτηση δυσμενών για την Ελλάδα αποφάσεων μέσω της τουρκικής παρουσίας στους μηχανισμούς της ΕΕ η οποία θα έχει και το πλεονέκτημα ότι θα περιβάλλεται από την νομιμότητα της ΕΕ.
Δεύτερον, ο διάλογος είναι χρήσιμος όταν έχουμε να κάνουμε με συνεργατικές σχέσεις. Αντίθετα οι αξιώσεις Ελλάδος –Τουρκίας στο Αιγαίο και Κύπρο είναι αντιθετικές, αποκλειόμενες μεταξύ τους. Όπως είχε γράψει ο αείμνηστος Μιχάλης Δούντας, όταν υφίσταται διαμετρικά αντίθετες αξιώσεις τότε η απόσταση μεταξύ τους ‘ δεν είναι θέμα φόρμουλας αλλά αλλαγής στόχων’. Επίσης, ο διάλογος είναι χρήσιμος όταν μια πλευρά θέλει να κερδίσει χρόνο είτε για να ενδυναμωθεί η διαπραγματευτική της θέση ή να επιδεινωθεί αυτή του αντιπάλου. Αυτό δεν ισχύει για την ελληνική πλευρά η οποία φαίνεται να έχει αναγάγει τον διάλογο σε στρατηγική επιλογή για να καλύψει την παντελή απουσία στρατηγικής. Ο διάλογος σε αυτή την περίπτωση είναι ένα θλιβερό και ανεπαρκές υποκατάστατο.
Τρίτον, επέρχεται απάθεια της διεθνούς κοινής γνώμης καθώς δεν γίνεται διάκριση μεταξύ επιτιθέμενου (1974,Κύπρος) ή αυτού ο οποίος απειλεί με πόλεμο σε περίπτωση κατά την οποία γειτονικό κράτος εξασκήσει νόμιμο δικαίωμα (επέκταση χωρικών υδάτων 12 ν.μ.) και αμυνόμενου αλλά υπάρχει τήρηση ίσων αποστάσεων και από τους δυο. Η Τουρκία κερδίζει νομιμοποίηση των διεκδικήσεων της και πιστοποιητικά καλής θέλησης τα οποία θα την διευκολύνουν στον επόμενο γύρο αξιώσεων. Μέσα από την διαδικασία διαλόγου η Τουρκία κερδίζει την εύφημο μνεία από τον διεθνή παράγοντα για την ‘εποικοδομητική της στάση, το υψηλό αίσθημα ευθύνης και στην προσήλωση της στον διάλογο’, πολλώ δε μάλλον όταν η έναρξη του διάλογου είναι πρωτοβουλία της.
Τέταρτον, ο διάλογος όπως διεξάγεται είναι ζημιογόνος γιατί υπό την κυρίαρχη επιρροή ενός ραγιάδικου νεορεαλισμού και υποχωρητικότητας οδηγεί σε διολίσθηση προς τις πάγιες τουρκικές θέσεις -αποδοχή στο Νταβός, Μαδρίτη και Ελσίνκι ότι υπάρχουν και άλλες διαφορές στο Αιγαίο πέραν της υφαλοκρηπίδας.
Πέμπτο, διάλογος και μάλιστα αναβαθμισμένος με την δημιουργία Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας αποπροσανατολίζει την ελληνική κοινή γνώμη από την ουσία των ελληνοτουρκικών διαφορών. Επέρχεται παροπλισμός ψυχικών αντιστάσεων και απονεύρωση αγωνιστικού φρονήματος όταν οι Έλληνες πολίτες βλέπουν την ελλαδική πολιτική ηγεσία να χαριεντίζεται με τους Τούρκους οι οποίοι κατέχουν τμήμα της Κύπρου και ορέγονται το Αιγαίο. Ας αναλογιστεί η ελλαδική πλευρά τα αισθήματα ανασφάλειας τα οποία προκαλούνται στους Κύπριους αδελφούς οι οποίοι παρακολουθούν την ελλαδική πλευρά να συμπεριφέρεται ωσάν να μην υπάρχει Κυπριακό ζήτημα. Το αγωνιστικό φρόνημα του Ελληνισμού είναι το ισχυρότερο όπλο στην διαπάλη με την αναθεωρητική Τουρκία· και αυτό το όπλο η άφρονα ελλαδική ηγεσία κάνει ότι μπορεί για να το αχρηστεύσει. Η συνεχής προσφυγή σε διάλογο μαρτυρεί σύμπλεγμα ήττας και έλλειψη φρονήματος. Η προσφυγή σε διάλογο έχει καταστεί η συνήθης ενστικτώδη λύση.
Έκτον, ο διάλογος πρέπει να διεξάγεται όταν υπάρχουν απτές αποδείξεις περί αλλαγής της συμπεριφορά της Τουρκίας. Ποια γεγονότα μεσολάβησαν τα οποία να συνηγορούν σε αλλαγή στάσης της γείτονος έτσι ώστε να διανοίγεται νέα προοπτική επιτυχίας; Ακόμα και εάν η ελληνική πλευρά αποδεχθεί την ανάγκη να καταφύγουμε σε κάποιου είδους ανταλλαγή απόψεων έτσι ώστε να μην δώσουμε την εντύπωση του αδιάλλακτου στην διεθνή κοινή γνώμη θα ήταν δυνατό να λάβουν χώρα διερευνητικές συναντήσεις εις το περιθώριο συναντήσεων κορυφής εις το ΝΑΤΟ, ΟΑΣΕ ή Ηνωμένα Έθνη και να εγκαινιαστεί διάλογος μόνον εφόσον υπάρχει μεταστροφή των τουρκικών αδιάλλακτων θέσεων ή όταν λάβουν χώρα γεγονότα τα οποία θα άλλαζαν υπέρ ημών τον μεταξύ των δυο χωρών συσχετισμό δυνάμεων.
Έβδομον, ο διάλογος δεν διεξάγεται εις το κενό αλλά είναι συνυφασμένος με το ισοζύγιο ισχύος των συμμετεχόντων κρατών το οποίο αποτελεί το πλαίσιο εντός του οποίου διεξάγεται η συνδιαλλαγή. Αποτελεί νεφελοβασία εάν κάποιος πιστεύει – και στην σημερινή κυβέρνηση το πιστεύουν- ότι ο διάλογος είναι υποκατάστατο της πολιτικής, της διπλωματίας και της ανάγκης να υπάρχει ισχυρός στρατός. Το κυριαρχικό στοιχείο στην διαδικασία του διαλόγου είναι η ισχύς. Δεν είναι μια νοητική άσκηση στην οποία το καλύτερο επιχείρημα κερδίζει. Δεν είναι μια διαδικασία την οποία χρησιμοποιούμε για να ξεφύγουμε από τον κόσμο των εξοπλισμών, της ισχύος, των εθνικών συμφερόντων αλλά αποτελεί μια διαδικασία άμεσα συνδεδεμένη με αυτά τα στοιχεία.
Τι πρέπει να γίνει
Απαραίτητο στοιχείο σοβαρής και σε βάθος χρόνου εφαρμοζόμενης ελληνικής εξωτερικής πολιτικής είναι η ύπαρξη οράματος. Όραμα για την απελευθέρωση της Κύπρου, όραμα για το Αιγαίο, όραμα για την θέση την οποία θα έχει ο Ελληνισμός στον χώρο της Μεσογείου. Για να γίνει αυτό, όμως, θα χρειαστούν αρκετά χρόνια προετοιμασίας της ελλαδικής και κυπριακής κοινωνίας. Έως τότε θα πρέπει να γίνει συνείδηση ότι θα πρέπει να συμβιώσουμε με εκκρεμότητες (Κύπρος, Αιγαίο). Πρέπει να αποβληθεί η ο ελληνικός μικροαστισμός του ‘εδώ και τώρα’, μικροαστισμός ο οποίος κατά τον Ν. Ψυρούκη ‘…προτιμάει να ονειρεύεται από το να αντιμετωπίζει τη σκληρή πραγματικότητα. Γι’ αυτό και την κλάψα της μιας μέρας τη διαδέχονται οι λεονταρισμοί και η κομπορρημοσύνη της άλλης ημέρας. Και δεν είναι ανάγκη να εξηγήσουμε γιατί η κατάσταση αυτή οδηγεί στην αβάσιμη αισιοδοξία, που πάντα καταλήγει στην αποκαρδίωση και στην παράλυση της θέλησης για αληθινή πάλη.’ Απαιτείται η ψύχραιμη και δραστήρια αναμονή, όπως έγραφε ο Δ. Δούντας. Αυτή η επιλογή καθίσταται, δυστυχώς, εξαιρετικά δυσχερής υπό τις σημερινές συνθήκες. Η μεταπρατική νοοτροπία της ελληνική πολιτικής ελίτ-αν υπάρχει κάτι τέτοιο- εις την οποία κυριαρχούν οι γρήγοροι συμβιβασμοί και βραχύβιες συναλλαγές δεν επιτρέπουν την χάραξη στρατηγικής σε βάθος δεκαετιών. Μια τέτοια πολιτική απαιτεί φρόνημα και αγωνιστική διάθεση. Χαρακτηριστικά τα οποία η ψοφοδεής ελληνική ηγεσία δεν διαθέτει και ως εκ τούτου δεν μπορεί να μεταδώσει στους πολίτες αυτής της χώρας.
Ιωάννης Σ. Λάμπρου
ANTINEWS.GR
Δημοσίευση σχολίου