Γιώργος Σκαφιδάς
Με συγκρατημένη ανησυχία από τη μία πλευρά, και «προσωποκεντρικού» τύπου προσδοκίες από την άλλη: έτσι προσεγγίζει προσώρας η Τουρκία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν την επερχόμενη τετραετία Τραμπ, διακρίνοντας σημεία δυνητικών αμερικανοτουρκικών συγκλίσεων αλλά και ψήγματα αμερικανοτουρκικών ρηγμάτων.
«Πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί σε αυτό το θέμα. Για εμάς, όσα λένε οι άλλοι πριν πάρουν την εξουσία δεν είναι ασήμαντα. Ωστόσο, αυτό που πραγματικά έχει σημασία είναι αυτό που θα κάνουν αφότου αναλάβουν εκείνοι την ευθύνη», δήλωσε ο Τούρκος πρόεδρος προ ημερών, όταν κλήθηκε να σχολιάσει τη σύνθεση της υπό διαμόρφωση νέας αμερικανικής κυβέρνησης.
«Γνωρίζουμε ότι ορισμένες πολιτικού χαρακτήρα δηλώσεις που έγιναν, μπορεί να μην παραμείνουν ίδιες», πρόσθεσε, από την πλευρά του, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Χακάν Φιντάν, αναφερόμενος στο ίδιο θέμα.
Η τουρκική ηγεσία παραδέχεται δημόσια ότι υπάρχει «θέμα» με τις δηλώσεις που είχαν κάνει στο παρελθόν άτομα τα οποία τώρα ετοιμάζονται να αναλάβουν κορυφαία πόστα στην κυβέρνηση Τραμπ.
Ποιοι είναι όμως, συγκεκριμένα, αυτοί που προβληματίζουν την Τουρκία;
Ο Μάρκο Ρούμπιο που προορίζεται για ΥΠΕΞ στη θέση του Άντονι Μπλίνκεν, η Τούλσι Γκάμπαρντ που προορίζεται για επικεφαλής των υπηρεσιών πληροφοριών, ο Πιτ Χέγκσεθ -με τα εμπνευσμένα από τις Σταυροφορίες τατουάζ- που έχει βάλει πλώρη για το υπουργείο Αμυνας, και «ο καλός φίλος των Κούρδων» Μάικ Γουόλτς που αναμένεται να καθίσει στη θέση του νέου συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας, έχουν όλοι τους ασκήσει κριτική στην τουρκική ηγεσία, άλλοι λιγότεροι και άλλοι περισσότερο έντονη τα περασμένα χρόνια.
Η Γκάμπαρντ είχε, για παράδειγμα, το 2019 χαρακτηρίσει τον Ερντογάν «ακραίο ισλαμιστή» («radical Islamist») που «υποστηρίζει τζιχαντιστές στη Συρία», ενώ η ίδια είχε μάλιστα συναντηθεί και με τον Μπασάρ αλ Άσαντ στη Δαμασκό την περίοδο (2017) που εκείνος ήταν στα μαχαίρια με την πλευρά Ερντογάν.
Όσο για τον Ρούμπιο, εκείνος βρέθηκε, ως Γερουσιαστής, να προωθεί… την έξωση της Τουρκίας από το πρόγραμμα συμπαραγωγής των F-35 το 2019 (λόγω S-400), την άρση του αμερικανικού εμπάργκο όπλων στην Κύπρο και την επιβολή αμερικανικών κυρώσεων (CAATSA) στην «αντίπαλη της Αμερικής» Άγκυρα (επίσης λόγω S-400).
Η τουρκική ηγεσία έχει, με άλλα λόγια, όντως λόγους να ανησυχεί. Από την άλλη πλευρά ωστόσο, είναι ορθό πρακτικά αυτό που αναφέρουν τώρα οι Ερντογάν και Φιντάν: ότι δηλαδή όσα λέγονται προεκλογικά ή όταν κάποιος είναι στην αντιπολίτευση μπορεί να αλλάξουν όταν εκείνος βρεθεί στην εξουσία.
Για του λόγου το αληθές, θα μπορούσε να ανατρέξει κανείς για παράδειγμα στην περίπτωση του Μάικ Πομπέο ο οποίος είχε το 2016 χαρακτηρίσει την Τουρκία «απολυταρχική ισλαμιστική δικτατορία» («totalitarian Islamist dictatorship») πράγμα το οποίο δεν επανέλαβε όμως αργότερα ως ΥΠΕΞ των ΗΠΑ.
Υπάρχουν, λοιπόν, πρόσωπα στη νέα αμερικανική διοίκηση που προκαλούν προβληματισμό στην τουρκική ηγεσία, αλλά και σχέσεις όπως για παράδειγμα η στενή σχέση Τραμπ-Νετανιάχου που θα έπρεπε να προβληματίζουν την Αγκυρα.
Την ίδια στιγμή ωστόσο, υπάρχουν και άλλα πρόσωπα τα οποία παρουσιάζονται να έχουν καλές σχέσεις με την πλευρά Ερντογάν. Ο Ιλον Μασκ, που προορίζεται για το υπουργείο Κυβερνητικής Αποτελεσματικότητας, και ο τουρκικής καταγωγής τηλε-ιατρός Μεχμέτ Οζ, που έρχεται να αναλάβει τη διεύθυνση των προγραμμάτων ιατροφαρμακευτικής ασφάλισης Medicaid και Medicare, είναι άνθρωποι τους οποίους η Άγκυρα θα επιχειρήσει να αξιοποιήσει/κινητοποιήσει υπέρ της από τον Ιανουάριο του 2025 και έπειτα.
Όσο για τον ίδιο τον Τραμπ, κι εκείνος θα μπορούσε να προβληματίζει την τουρκική ηγεσία για μια σειρά από λόγους: επειδή είναι απρόβλεπτος, επειδή τυγχάνει πολύ στενός φίλος του Νετανιάχου και της ισραηλινής Δεξιάς, αλλά και επειδή είχε συγκρουστεί με την Τουρκία στο παρελθόν (για την κράτηση του πάστορα Άντριου Μπράνσον και την αγορά των S-400, μεταξύ άλλων).
Ο Ερντογάν ήταν ένας από τους πρώτους ηγέτες που έσπευσαν να συγχαρούν τηλεφωνικά τον Τραμπ έπειτα από την φετινή εκλογή του στην προεδρία, την ίδια ώρα ωστόσο πίσω στο Ισραήλ η πλευρά Νετανιάχου πανηγύριζε τη νίκη Τραμπ ωσάν δική της («Congratulations! Trump, make Israel great»).
Εάν καλούνταν να επιλέξει μεταξύ Νετανιάχου κα Ερντογάν, ο Τραμπ είναι σαφές ότι θα πήγαινε με την πλευρά του Ισραηλινού. Με άλλα λόγια, η επιλογή που έκανε η τουρκική ηγεσία να συγκρουστεί με την πλευρά του Νετανιάχου παίρνοντας ανοιχτά θέση στο πλευρό της Χαμάς μετά τις 7 Οκτωβρίου του 2023, είναι κάτι που θα βρει μπροστά της στο κοντινό μέλλον, όχι πια μόνο ως τουρκοϊσραηλινό αλλά και ως αμερικανοτουρκικό εμπόδιο.
Από την άλλη πλευρά βέβαια, η τουρκική ηγεσία έχει επανειλημμένως αποδείξει ότι είναι ικανή να κάνει στροφές 180 μοιρών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα: η σχέση της με τη Σαουδική Αραβία που πλέον ανθεί και αναπτύσσεται… μόλις λίγα χρόνια έπειτα από τη δολοφονία του Τζαμάλ Κασόγκι.
Από εκεί και πέρα ωστόσο, ο Τραμπ έχει παράλληλα και μια σειρά από άλλα χαρακτηριστικά στα οποία θα μπορούσε να «επενδύσει» και από τα οποία θα μπορούσε να επωφεληθεί η πλευρά Ερντογάν, χαρακτηριστικά όπως είναι για παράδειγμα: η αδυναμία που έχει ο νέος Αμερικανός πρόεδρος στους αυταρχικούς ηγέτες, η τάση απομονωτισμού από την οποία διαπνέεται (εάν οι αμερικανικές δυνάμεις αποσυρθούν όμως από τα ανοιχτά μέτωπα της υφηλίου, τότε οι δυνάμεις άλλων -αναθεωρητικών- χωρών ίσως επιχειρήσουν να πάρουν τη θέση τους καλύπτοντας τα όποια «κενά») και η συναλλακτική διάθεση με την οποία εκείνος τείνει να προσέρχεται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
πηγή
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Δημοσίευση σχολίου