Γιώργος Σκαφιδάς
Η 19η Μαΐου ήταν μια, συγκυριακά, μάλλον ενδιαφέρουσα μέρα. Οι ηγεσίες των χωρών του Αραβικού Συνδέσμου συναντήθηκαν στην Τζέντα της Σαουδικής Αραβίας, παρουσία του Ουκρανού προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι, με τον Σύρο πρόεδρο Μπασάρ αλ Ασαντ να δίνει – και εκείνος – το «παρών» για πρώτη φορά έπειτα από περίπου δώδεκα χρόνια.
Αρκετά χιλιόμετρα ανατολικότερα, στην πόλη Σιάν της επαρχίας Σαανσί στην κεντρική Κίνα, ο Σι Τζινπίνγκ υποδέχθηκε τους ηγέτες πέντε πρώην σοβιετικών δημοκρατικών της Κεντρικής Ασίας (Καζακστάν, Ουζμπεκιστάν, Τατζικιστάν, Τουρκμενιστάν, Κιργιστάν) στο πλαίσιο της Συνόδου Κορυφής Κίνας – Κεντρικής Ασίας, με τους αναλυτές να μην αφήνουν ασχολίαστες τις κινήσεις του Πεκίνου το οποίο… μπαίνει στην πίσω αυλή της Ρωσίας διεκδικώντας επιρροή. Ειρήσθω εν παρόδω, ο Χένρι Κίσινγκερ, ο οποίος γίνεται 100 ετών σε λίγες ημέρες, είχε δηλώσει λίγα 24ωρα νωρίτερα στον Economist αναφορικά με τις σινορωσικές σχέσεις: «Δεν έχω συναντήσει ποτέ Ρώσο ηγέτη που να έχει πει κάτι καλό για την Κίνα. Και δεν έχω συναντήσει ποτέ Κινέζο ηγέτη που να έχει πει κάτι καλό για τη Ρωσία…».
Στις 19 Μαΐου ξεκίνησε όμως και η τριήμερη Σύνοδος Κορυφής των χωρών της Ομάδας των 7 (G7) στη Χιροσίμα της Ιαπωνίας, από την οποία θα έκανε ένα πέρασμα (μέσα στο Σαββατοκύριακο) και ο Ουκρανός ηγέτης Βολοντίμιρ Ζελένσκι.
Εάν συνδέει κάτι όλες τις προαναφερθείσες συναντήσεις, αυτό το «κάτι» θα μπορούσε να είναι η απουσία της Ρωσίας, η οποία Ρωσία δεν έχει βέβαια απομονωθεί διεθνώς στον βαθμό που θα επιθυμούσαν οι δυτικοί σύμμαχοι του Κιέβου λόγω του πολέμου στην Ουκρανία αλλά βλέπει τα σύννεφα να πυκνώνουν πάνω από σειρά τομέων ρωσικής δράσης.
Οι εξαγωγές ρωσικού πετρελαίου αυξήθηκαν τους περασμένους μήνες κυρίως προς την κατεύθυνση χωρών όπως είναι η Κίνα και η Ινδία, πλην όμως δεν ισχύει το ίδιο και για τα έσοδα από αυτές τις εξαγωγές που μειώνονται σε σχέση με τα προηγούμενα έτη λόγω των τιμών που έχουν υποχωρήσει. Ενδεικτικά, παρά το «ρεκόρ» εξαγωγών ρωσικού πετρελαίου που σημειώθηκε τον Απρίλιο του 2023 (8,3 εκατ. βαρέλια την ημέρα, με τον Απρίλιο να ξεχωρίζει ως ο μήνας με τις μεγαλύτερες εξαγωγές από την έναρξη του πολέμου τον Φεβρουάριο του 2022 και έπειτα), τα μηνιαία έσοδα από αυτές τις εξαγωγές ήταν κατά 27% χαμηλότερα από ό,τι τον Απρίλιο του 2022, όπως αναφέρουν σε άρθρο τους οι Financial Times, επικαλούμενοι στοιχεία του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας. Μια πτώση της τάξεως περίπου του 40% είχαν σημειώσει, όμως, τα έσοδα από τις πωλήσεις ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου και τον Ιανουάριο του 2023 σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2022, ενώ μειωμένα κατά 43% ήταν και τα έσοδα από τις εξαγωγές πετρελαίου τον φετινό Μάρτιο σε σχέση με τον Μάρτιο του 2022 όπως αναφέρουν οι NY Times. Κι αυτό, την ώρα που οι στρατιωτικές δαπάνες λόγω του πολέμου στην Ουκρανία αυξάνονται.
Απώλειες εσόδων και ανισορροπίες για τη Ρωσία
Σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters, το πρώτο δίμηνο του 2023 η Ρωσία ξόδεψε περίπου το 40% του προγραμματισμένου ετήσιου προϋπολογισμού της για την άμυνα, με τις δαπάνες των 26 δισ. δολ. της περιόδου Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου να σημειώνουν μάλιστα μια αύξηση της τάξεως του 282% σε σχέση με το ίδιο χρονικό διάστημα πέρυσι. Σύμφωνα με το Reuters, η Ρωσία κατέγραψε έλλειμμα 44 δισ. δολ. το πρώτο τετράμηνο του 2023, καθώς οι δαπάνες αυξήθηκαν κατά 26,3% σε ετήσια βάση ενώ τα έσοδα μειώθηκαν κατά 22,4%. Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον πια, ο Ρώσος ΥΠΟΙΚ Αντόν Σιλουάνοφ παραδέχθηκε ότι υπάρχει μια «προσωρινή ανισορροπία» στην εκτέλεση του ρωσικού προϋπολογισμού που στην πορεία «θα πρέπει να εξισορροπηθεί».
Για τους New York Times αυτό την άλλη πλευρά, η μέχρι τώρα πορεία των πραγμάτων δείχνει ότι το πλαφόν που επέβαλαν οι χώρες της G7 στην τιμή του ρωσικού πετρελαίου τελικώς στην πράξη απέδωσε καρπούς μειώνοντας τις ρωσικές εισπράξεις. «Στοιχεία προερχόμενα από τη Ρωσία και από διεθνείς οργανισμούς υποδηλώνουν ότι τα έσοδα της Μόσχας έχουν μειωθεί, οδηγώντας σε δημοσιονομικές επιλογές που αξιωματούχοι της αμερικανικής διοίκησης εκτιμούν ότι θα μπορούσαν να αρχίσουν να παρεμποδίζουν τη ρωσική πολεμική προσπάθεια […] Οι Ρώσοι αναγκάστηκαν να αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίο φορολογούν την παραγωγή πετρελαίου στην προσπάθειά τους να αναπληρώσουν κάποια από τα χαμένα έσοδα. Φαίνεται, επίσης, ότι ξοδεύουν κρατικά χρήματα με στόχο να αρχίσουν να “χτίζουν” το δικό τους δίκτυο πλοίων και ασφαλιστικών εταιρειών…», γράφει ο Τζιμ Τάνκερσλεϊ στους New York Times.
Ακλόνητος ο Πούτιν μεν, αλλά
Στη συντριπτική τους πλειονότητα ωστόσο, οι αναλυτές συμφωνούν ότι η Ρωσία είναι σε θέση να συνεχίσει να σηκώνει το βάρος του πολέμου και των κυρώσεων, πολύ δε περισσότερο από τη στιγμή που αυτή «η ειδική στρατιωτική επιχείρηση» έχει αποκτήσει πια χαρακτήρα όχι μόνο προτεραιότητας αλλά και υπαρξιακού διακυβεύματος για τον ίδιο τον Πούτιν και τους συν αυτώ. Σύμφωνα με τις γερμανικές υπηρεσίες πληροφοριών, η Μόσχα δύναται να σηκώσει τα βάρη ενός πολέμου μακράς διάρκειας ενώ και η ηγεσία του ιδίου του Πούτιν παραμένει σε μεγάλο βαθμό ακλόνητη στο εσωτερικό. Από την άλλη πλευρά βέβαια, τα πράγματα δεν πάνε όπως ακριβώς θα επιθυμούσε η Μόσχα ούτε στο μέτωπο της Ουκρανίας (όπου οι ρωσικές δυνάμεις θα κληθούν να δώσουν σκληρές μάχες για να καταφέρουν να κρατήσουν τα εδάφη που σήμερα κατέχουν), αλλά ούτε και εντός των συνόρων (βλ. σαμποτάζ κατά ρωσικών στόχων σε Μπέλγκοροντ κ.ά.).
Ουκρανικές ανησυχίες
Υπό πίεση βρίσκεται, ωστόσο, και η ουκρανική ηγεσία του Βολοντίμιρ Ζελένσκι. Εάν η ρωσική πλευρά ανησυχεί για την πορεία της οικονομίας και τις ανισορροπίες στην εκτέλεση του προϋπολογισμού, το Κίεβο από τη δική του μεριά έχει λόγους να ανησυχεί για το ενδεχόμενο της σταδιακής εξασθένισης της στρατιωτικής στήριξης που παρέχουν οι χώρες της Δύσης υπέρ των ουκρανικών δυνάμεων. Προς το παρόν, έπειτα από ακριβώς 15 μήνες πολέμου, η στήριξη αυτή παραμένει, όχι μόνο στα λόγια (βλ. πρόσφατες ανακοινώσεις G7, δυτικών ηγετών, ΝΑΤΟ κ.ά.) αλλά στην πράξη (ενδεικτικές οι κινήσεις που γίνονται, κυρίως από χώρες όπως είναι η Ολλανδία και η Βρετανία, για την αποστολή μαχητικών F-16 στην Ουκρανία). Μέσα σε ένα περιβάλλον ωστόσο κάθε άλλο παρά στατικό, καθώς οι Αμερικανοί πάνε σε προεδρικές εκλογές το 2024 και η Κίνα προσελκύει τις ανησυχίες των άλλων «μεγάλων» της υφηλίου, διερωτάται κανείς για πόσο όμως ακόμη μπορεί να συνεχιστεί αυτή η στήριξη;
Δημοσίευση σχολίου