GuidePedia

0

Η Δύση και ο σοβιετικός συνασπισμός εισέρχονται σε μια περίοδο μεγάλων διεθνών εντάσεων σε πολλά μέτωπα.

Του Ευάνθη Χατζηβασιλείου*
Ο όρος «δεύτερος Ψυχρός Πόλεμος» δεν είναι ευρύτερα γνωστός στην Ελλάδα. Χρησιμοποιήθηκε εκτενώς στη διεθνή βιβλιογραφία και στη διεθνή δημόσια συζήτηση για να δειχθεί το ασυνήθιστα υψηλό επίπεδο της διεθνούς έντασης που χαρακτήρισε τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1980.

Η έναρξη της περιόδου της διεθνούς ύφεσης (détente) μπορεί να τοποθετηθεί σε διάφορα χρονικά σημεία: αμέσως μετά την κρίση της Κούβας, το 1962, στη γερμανική οστπολιτίκ το 1969, στη σύναψη της Συνθήκης SALT για τον έλεγχο των στρατηγικών πυρηνικών εξοπλισμών το 1972. Στη δεκαετία του 1970 διεξάγονταν μεταξύ των δύο μπλοκ διαβουλεύσεις σε διάφορα επίπεδα: για μια νέα συμφωνία σχετικά με τους στρατηγικούς πυρηνικούς εξοπλισμούς (SALT II)· για τη μείωση των συμβατικών στρατιωτικών δυνάμεων στην Ευρώπη· για την πολιτική συνύπαρξη των δύο συνασπισμών (Διάσκεψη για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη, ΔΑΣΕ). Η Δυτική Γερμανία συνήψε συνθήκες μη επιθέσεως με την Πολωνία και την ΕΣΣΔ, οι δύο Γερμανίες προχώρησαν σε αμοιβαία αναγνώριση το 1972 και λίγο αργότερα συμφωνήθηκαν κανόνες για την επικοινωνία του Δυτικού Βερολίνου με τη Δυτική Γερμανία. Το 1975 η ΔΑΣΕ κατέληξε στις συμφωνίες του Ελσίνκι που έθεταν κάποιες γενικές αρχές για τη συνύπαρξη στη Γηραιά Ηπειρο.

Εάν η έναρξη της ύφεσης είναι αντικείμενο συζητήσεων, το τέλος της είναι ασφαλώς χρονολογημένο. Το 1979, δύο πολύ σημαντικές εξελίξεις το σηματοδότησαν: η προοπτική εγκατάστασης νέων σοβιετικών πυραύλων μέσου βεληνεκούς στην Ευρώπη και η σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν. Αλλά είχαν ήδη εκδηλωθεί τάσεις στο πλαίσιο του δυτικού κόσμου που είχαν σε μεγάλο βαθμό θέσει την ύφεση υπό αμφισβήτηση και την είχαν υποσκάψει.Παράγοντες που υποθήκευσαν την πορεία της διεθνούς ύφεσης

Η πετρελαϊκή κρίση του 1973 και η νέα που ξεκινούσε το 1979 βύθισαν τη Δύση, για πρώτη φορά μετά την εφαρμογή του Σχεδίου Μάρσαλ το 1948-52, σε οικονομική κρίση. Η οικονομία ήταν το ισχυρότερο χαρτί του δυτικού κόσμου στον Ψυχρό Πόλεμο και οι δυσχέρειες αυτές πυροδοτούσαν τη δυτική ανασφάλεια απέναντι σε μια Σοβιετική Ενωση που σημείωνε σημαντικά κέρδη από την αύξηση των τιμών του πετρελαίου. Οι Δυτικοί έβλεπαν με μεγάλη ανησυχία την οικονομική τους κρίση, ενθυμούμενοι τις τρομερές συνέπειες και για την ευρωπαϊκή δημοκρατία αλλά και για την ίδια την ειρήνη, της προηγούμενης μεγάλης οικονομικής αναταραχής, δηλαδή της Μεγάλης Υφεσης του 1929. Η αίσθηση της οικονομικής δυσπραγίας μείωνε σοβαρά την αυτοπεποίθηση του δυτικού κόσμου.

Παράλληλα, από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, πολλοί Δυτικοί αναλυτές εξέφραζαν έντονες επιφυλάξεις για τη διεθνή ύφεση. Την έβλεπαν ως μια στρατηγική επιτυχία της Σοβιετικής Ενωσης και ως στρατηγικό λάθος της Δύσης. Επισήμαιναν ότι με τη διεθνή ύφεση η Σοβιετική Ενωση είχε νομιμοποιήσει τη δική της κατοχή στην Ανατολική Ευρώπη και είχε εξασφαλίσει ησυχία από τους Δυτικούς, ενώ παράλληλα κατήγαγε μεγάλες νίκες στον Τρίτο Κόσμο: Βιετνάμ και Νοτιοανατολική Ασία, Κέρας της Αφρικής, Αγκόλα, Μοζαμβίκη, ακόμη και στη Λατινική Αμερική (τη θεωρούμενη ως «πίσω αυλή» των ΗΠΑ) με την άνοδο στην εξουσία των Σαντινίστας στη Νικαράγουα. Ακόμη και εκεί που το Κρεμλίνο δεν κέρδιζε, οι ΗΠΑ έχαναν συντριπτικά, π.χ. στο Ιράν. Για τους αναλυτές αυτούς, οι αμερικανικές φοβίες μετά το Βιετνάμ και η διεθνής ύφεση άφηναν ελεύθερο το πεδίο σε μια επιθετική σοβιετική παγκόσμια πολιτική. Ιδιαίτερα αμφισβητούσαν την κληρονομιά του βασικού αρχιτέκτονα της ύφεσης, του Χένρι Κίσινγκερ. Με άλλα λόγια, στα τέλη της δεκαετίας του 1970 οι αναλυτές αυτοί ισχυρίζονταν (και σε πολλούς φαινόταν ότι είχαν δίκιο) ότι η Δύση έχανε τον Ψυχρό Πόλεμο.

Ρόλο έπαιξε και η εμφανής αποδυνάμωση της κυβέρνησης Κάρτερ. Η πολιτική Κάρτερ, βασισμένη στην προβολή του ζητήματος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ήταν γεμάτη αντιφάσεις και πάντως δεν έφερε αποτελέσματα. Αντίθετα, η πτώση του σάχη στο Ιράν οδήγησε σε απώλεια ενός στρατηγικού συμμάχου, ενώ η εισβολή στην αμερικανική πρεσβεία στην Τεχεράνη, μαζί με την κράτηση Αμερικανών διπλωματών ως ομήρων, ήταν μια ταπεινωτική εμπειρία που έπληξε κατ’ εξοχήν το κύρος του προέδρου. Ετσι, οι επικριτές της ύφεσης φαίνονταν δικαιωμένοι σε διάφορα επίπεδα.
Οι νέοι πύραυλοι στην Ευρώπη αλλάζουν τον συσχετισμό ισχύος

Οι δυτικές ανασφάλειες κορυφώθηκαν στα τέλη του 1979, πρώτα στο ζήτημα της ανάπτυξης από τους Σοβιετικούς των νέων πυραύλων μέσου βεληνεκούς SS-20: οι νέοι πύραυλοι ήταν κινητοί, επομένως όχι εύκολα εντοπίσιμοι, ενώ διέθεταν τρεις πυρηνικές κεφαλές, η καθεμιά με δυνατότητα να πλήξει διαφορετικό στόχο. Αλλαξαν τους συσχετισμούς ισχύος στην Ευρώπη και έφεραν στο προσκήνιο παλιές και βαθιά ριζωμένες ανασφάλειες των Δυτικοευρωπαίων, δημιουργώντας ένα υπαρξιακό πρόβλημα στο ΝΑΤΟ. Εάν η Σοβιετική Ενωση, με τους νέους πυραύλους, μπορούσε να εξοντώσει τη Δυτική Ευρώπη, θα θυσίαζαν άραγε οι Αμερικανοί τη Νέα Υόρκη ή την Ουάσιγκτον για χάρη μιας Φρανκφούρτης που δεν θα υπήρχε πλέον; Το ΝΑΤΟ είχε πάντοτε αυτό το μείζον γεωπολιτικό πρόβλημα: στην Ευρώπη η δυτική συμμαχία ήταν ένα σχετικά μικρό (οικονομικά ισχυρό, αλλά πάντως μικρό σε έκταση) προγεφύρωμα στην τεράστια χερσαία μάζα της Ευρασίας· ο ισχυρότερος σύμμαχος, οι ΗΠΑ, χωριζόταν από έναν ολόκληρο ωκεανό από τους μικρότερους και περισσότερο εκτεθειμένους εταίρους του. Και οι Δυτικοευρωπαίοι, λόγω ακριβώς της αδυναμίας και της τρωτότητάς τους, υπέφεραν πάντοτε από τον φόβο της εγκατάλειψης από τους Αμερικανούς.

Ετσι, οι SS-20 οδήγησαν στη ΝΑΤΟϊκή «διπλή απόφαση» του Δεκεμβρίου 1979, που καλούσε μεν τους Σοβιετικούς σε διαπραγματεύσεις για την αναστολή της εγκατάστασης των νέων πυραύλων, αλλά και προέβλεπε πως σε περίπτωση μη ευόδωσης αυτών των διαπραγματεύσεων, τα μέλη του ΝΑΤΟ θα εγκαθιστούσαν στην Ευρώπη αμερικανικούς πυραύλους μέσου βεληνεκούς (τους Πέρσινγκ και Κρουζ) για να εξισορροπήσουν τη σοβιετική υπεροχή. Με αυτόν τον τρόπο οι Αμερικανοί διαβεβαίωναν τους ανήσυχους Δυτικοευρωπαίους ότι θα θυσίαζαν πράγματι τη Νέα Υόρκη για τη Φρανκφούρτη και αποκαθιστούσαν τη συνοχή της συμμαχίας. Η «διπλή απόφαση» δεν αφίστατο από τη ΝΑΤΟϊκή γραμμή της ύφεσης, η οποία καλούσε για ταυτόχρονη διαπραγμάτευση με τους Σοβιετικούς και για ενίσχυση της δυτικής αποτροπής («defence and détente»). Ωστόσο, η λήψη της σηματοδοτούσε για πρώτη φορά έπειτα από πολλά χρόνια την έναρξη μιας κούρσας εξοπλισμών στην Ευρώπη, που θα καθόριζε το διεθνές κλίμα.
Το Αφγανιστάν ήρθε λίγες ημέρες μετά για να οριστικοποιήσει την αλλαγή κλίματος. Εκεί οι Σοβιετικοί συγκρούονταν με τους ισλαμιστές (οι οποίοι συγκρούονταν με τις ΗΠΑ παντού αλλού), αλλά η εμπλοκή του Ερυθρού Στρατού, της ισχυρότερης ένοπλης δύναμης στον πλανήτη, που πάντοτε προκαλούσε ρίγη τρόμου στη Δύση, πυροδότησε άλλου τύπου φόβους. Ηταν η πρώτη φορά που ο πανίσχυρος Ερυθρός Στρατός περνούσε τα επιχειρησιακά όρια του Συμφώνου της Βαρσοβίας (το 1956 στην Ουγγαρία και το 1968 στην Τσεχοσλοβακία έδρασε μέσα στα όρια του σοβιετικού συνασπισμού). Τώρα έφθανε πλέον κοντά στον Περσικό Κόλπο, που αποτελούσε κομβικό σημείο για τον ανεφοδιασμό της Δύσης με πετρέλαιο, σε μια εποχή πετρελαϊκής κρίσης. Μήπως σκοπός του Κρεμλίνου ήταν ο έλεγχος αυτής της δυτικής αρτηρίας;

Ετσι, μια ανασφαλής Δύση (και μια ανασφαλής και αποδυναμωμένη αμερικανική ηγεσία) αισθάνθηκε ότι όφειλε να αντιδράσει δυναμικά. Η αντίδραση προκλήθηκε από τις πρωτοβουλίες του Κρεμλίνου στο ζήτημα των SS-20 και στο Αφγανιστάν: οι γηραιοί Σοβιετικοί ηγέτες της όψιμης εποχής Μπρέζνιεφ πιθανότατα δεν επιθυμούσαν να προκαλέσουν τέτοιες εντάσεις, αλλά υπήρξαν απρόσεκτοι και δεν εκτίμησαν σωστά τις συνέπειες των ενεργειών τους.

Το δόγμα Κάρτερ, το εμπάργκο σιτηρών και η αποχή από τους Ολυμπιακούς της Μόσχας

Στα τέλη του 1979, αρχές του 1980, οι ΗΠΑ και οι δυτικές χώρες ξεκίνησαν μια πολιτική αντιπαράθεσης με τη Σοβιετική Ενωση. Δεν ήταν απλώς μια καταγγελία της σοβιετικής εισβολής στο Αφγανιστάν. Ηδη τον Ιανουάριο του 1980 οι ΗΠΑ έπαιξαν σημαντικό ρόλο στον ΟΗΕ για την καταδίκη της εισβολής. Παράλληλα άρχιζε η αμερικανική βοήθεια προς τις δυνάμεις στο Αφγανιστάν, οι οποίες αντιστέκονταν στη σοβιετική κατοχή, δηλαδή τους μουτζαχεντίν. Ο Κάρτερ εξήγγειλε το δικό του «δόγμα», που όριζε ότι η Δύση δεν μπορούσε να ανεχθεί την κυριαρχία άλλης δύναμης στον Περσικό και επιταχύνθηκε ο αμερικανικός σχεδιασμός για τη δύναμη ταχείας ανάπτυξης, που θα είχε ως αποστολή μια ένοπλη επέμβαση εκεί. Ο Κάρτερ ανακοίνωσε ότι η κυβέρνησή του δεν θα έφερνε προς κύρωση τη νέα Συνθήκη για τον έλεγχο των στρατηγικών πυρηνικών όπλων (SALT II) που είχε μόλις εκπονηθεί με τους Σοβιετικούς. Οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν εμπάργκο σιτηρών στη Σοβιετική Ενωση (η οποία, λόγω της μόνιμης αποτυχίας του αγροτικού τομέα της, έπρεπε να αναζητήσει αλλού σιτηρά για να διαθρέψει τον πληθυσμό της). Αρχές της άνοιξης του 1980 οι δυτικές χώρες ανακοίνωσαν ότι θα απείχαν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μόσχας το καλοκαίρι του ίδιου έτους – πλην της επίσημης συμμετοχής της Ελλάδας, που με απόφαση των κυβερνήσεων Καραμανλή και Ράλλη έκρινε ότι δεν επιτρεπόταν σε αυτήν, που διεκδικούσε την πατρότητα του ολυμπιακού ιδεώδους, να τους πολιτικοποιήσει.

Με άλλα λόγια, η περίοδος της μεγάλης έντασης μεταξύ των δύο συνασπισμών δεν ξεκίνησε με την εκλογή του Ρόναλντ Ρέιγκαν στην προεδρία των ΗΠΑ, αλλά ήδη από την κυβέρνηση Κάρτερ. Σύντομα, νέα πεδία αντιπαράθεσης θα άνοιγαν στη Λατινική Αμερική, στην Πολωνία που θα έμπαινε σε φάση εργατικής αναταραχής, στο πεδίο των ανταγωνισμών στους πυρηνικούς εξοπλισμούς, με βασικό σημείο αντιπαράθεσης την έλευση των αμερικανικών πυραύλων στην Ευρώπη (κρίση των ευρωπυραύλων). Το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1980 έμελλε να είναι μια δύσκολη εποχή.

*Ο κ. Ευάνθης Χατζηβασιλείου είναι καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, γενικός γραμματέας του Ιδρύματος της Βουλής για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία.

πηγή


Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

 
Top