GuidePedia

0


Μίχας Ζαχαρίας
Στις αρχές Οκτωβρίου, ο συνάδελφος Βασίλης Νέδος είχε φιλοξενήσει στην “Καθημερινή” συνέντευξη του πρώην επικεφαλής της βρετανικής υπηρεσίας αντικατασκοπείας – εσωτερικής ασφάλειας, της MI-5, λόρδου Τζόναθαν Έβανς. Η συνέντευξη δόθηκε στο πλαίσιο των συμβουλευτικών υπηρεσιών που παρασχέθηκαν στην ελληνική κυβέρνηση για τρόπους συνολικής αναδιάρθρωσης των ελληνικών μυστικών υπηρεσιών.

Η επιστράτευση ενός προσώπου που χαίρει διεθνούς εκτίμησης στη διεθνή “κοινότητα πληροφοριών”, πέραν της όποιας ουσίας μπορεί να είχε, αποφασίστηκε προφανώς για να δοθεί η εντύπωση ότι η αναταραχή αναφορικά με το ζήτημα των υποκλοπών στην Ελλάδα, θα οδηγήσει σε πολιτικές πρωτοβουλίες και παρεμβάσεις για τη θεραπεία του προβλήματος. Έκτοτε όμως, η κατάσταση εξετράπη.

Προφανώς και δεν ανακοινώθηκαν στο σύνολό τους οι συμβουλές-εισηγήσεις του λόρδου Έβανς, για τις οποίες δεν έγινε γνωστό εάν πληρώθηκε, είτε προσωπικά, είτε μέσω κάποιας εταιρίας συμβούλων με την οποία θα μπορούσε να συνεργάζεται μετά την αποχώρησή του. Αυτά που ειπώθηκαν δημόσια δεν διαφέρουν, πάντως, από όσα θα έλεγε ένας γνώστης του χώρου, εντός ή εκτός της ΕΥΠ:Πρώτον, η σύσταση διαχωρισμού της υπηρεσίας σε δύο διακριτές: Η μία εξειδικευμένη στην κατασκοπεία και συλλογή πληροφοριών στο εξωτερικό (intelligence/espionage) και η δεύτερη στον ρόλο της αντικατασκοπεία (counter-intelligence/espionage).

Δεύτερον, το ζήτημα της λογοδοσίας (accountability), στο οποίο περιέχονται και συστάσεις για τον μηχανισμό αδειοδότησης της παρακολούθησης κάποιου προσώπου για λόγους εθνικής ασφαλείας.
Τρίτον, το κεφαλαιώδες ζήτημα της οικοδόμησης εμπιστοσύνης της κοινωνίας στον ρόλο των μυστικών υπηρεσιών και τη σημασία τους για την εθνική ασφάλεια. Στη συνέντευξη που παραχώρησε, ο λόρδος Έβανς ορθώς παρατήρησε ότι στην Ελλάδα, για ιστορικούς λόγους, η σχέση της κοινωνίας με την κοινότητα πληροφοριών είναι προβληματική.

Αναπόφευκτη η σύγκριση

Πέραν των γενικών αυτών παρατηρήσεων που θα μπορούσε και ένας απλός πολίτης που έχει μελετήσει στοιχειωδώς την πλούσια βιβλιογραφία που συνοδεύει πλέον ένα διακριτό επιστημονικό πεδίο του ευρύτερου χώρου των πολιτικών επιστημών / διεθνών σχέσεων, θα πρέπει να παρατηρηθεί κάτι ακόμα. Ο Βρετανός πρώην αξιωματούχος αντλεί την εμπειρία του από το βρετανικό παράδειγμα και την κουλτούρα που υπάρχει σε μια χώρα με αυτοκρατορικό παρελθόν, με ό,τι αυτό το συνοδεύει.

Είναι, όμως, δυνατόν να μεταλαμπαδευτεί αυτή η εμπειρία και οι ισορροπίες που έχουν επιτευχθεί στη Γηραιά Αλβιώνα στη διάρκεια των αιώνων; Αξίζει να μελετηθεί το βρετανικό υπόδειγμα, αλλά πρέπει και να αποφευχθεί η συνήθης τάση άκριτης αντιγραφής ξένων μοντέλων στην Ελλάδα, στον ευρύτερο τομέα της εθνικής ασφάλειας, των Ενόπλων Δυνάμεων συμπεριλαμβανομένων.

Στην ελληνική δημόσια συζήτηση, όπως άλλωστε το συνηθίζουμε, χάθηκε το μέτρο. Η οπτική του παρόντος σχόλιου δεν είναι πολιτικό. Θα προσπαθήσει να παραμείνει αυστηρά τεχνοκρατικό και μόνο λόγω του ότι συνολικά ως χώρα, οι επιδόσεις στον τομέα της οργάνωσης του τομέα της εθνικής ασφάλειας ουδέποτε έλαβαν καλό βαθμό. Εκ των υστέρων προέκυψε, ότι πέραν των όποιων υποκλοπών (νομίμων συνακροάσεων), τις οποίες διενεργούσε η ΕΥΠ, φαίνεται πως υπήρχε και… ιδιωτική πρωτοβουλία. Εξοπλισμένοι με παράνομο λογισμικό, οι δράστες προέβαιναν σε παρακολουθήσεις μεγάλου αριθμού προσώπων. Η εσωτερική συζήτηση, ως συνήθως, εκφυλίστηκε στο πλαίσιο του εσωτερικού πολιτικού παιγνίου, με το οποίο δεν ασχολείται το παρόν σχόλιο.

Όμως, το βασικότερο όλων είναι να διαπιστωθεί αρμοδίως το εάν έχουν χαραχθεί ξεκάθαρες γραμμές ανάμεσα στις αρμοδιότητες των υπηρεσιών. Διότι στην περίπτωση της παρακολούθησης πολιτών από ιδιώτες, εάν δεν υφίσταται απειλή που έχει διαπιστώσει η ελληνική αντικατασκοπεία και πρόκειται απλώς για εγκληματική δραστηριότητα, τότε, τυπικά τουλάχιστον, δεν είναι αρμοδιότητα της ΕΥΠ, αλλά της Κρατικής Ασφάλειας, η οποία διαθέτει τις δικές της δομές και δυνατότητες.

Μπλέξιμο γραμμών

Όταν, όμως, η περιβόητη υπόθεση της διαφθοράς στην Αστυνομία στηρίχθηκε σε έρευνα της ΕΥΠ, που προφανώς διατάχθηκε από την πολιτική ηγεσία, το πρόβλημα είναι πολύ βαθύτερο και δεν θα επιλυθεί με νομοθετικές παρεμβάσεις που θα αφορούν αποκλειστικά την ΕΥΠ. Για να παρακολουθούνταν κυβερνητικοί παράγοντες και υπό την προϋπόθεση ότι υπεύθυνη δεν είναι η ΕΥΠ, η ευθύνη βαραίνει “εξωθεσμικούς”.

Σε αυτό το σημείο δημιουργούνται σκέψεις που περιπλέκουν την κατάσταση. Πώς είναι δυνατόν να γνωρίζει κανείς από ποιους θα μπορούσε να διατυπωθεί ζήτηση για το προϊόν των παρακολουθήσεων; Πώς μπορεί κανείς να αποκλείσει ότι οι δράστες δεν εμπορεύτηκαν αυτό το προϊόν; Πώς διασφαλίζεται ότι αυτοί που το εξασφάλισαν έναντι κάποιου αντιτίμου, δεν είναι μία μόνο από τις ενδιαφερόμενες πλευρές, αλλά υπάρχουν και άλλες που το προμηθεύθηκαν με την ίδια μέθοδο, εφόσον υπήρχε στην αγορά ως εμπόρευμα;

Με απλά λόγια και για να πάμε στο διά ταύτα, πόσοι εκβιασμοί σε βάρος των συμφερόντων της χώρας θα μπορούσαν να στηθούν με βάση αυτό το υλικό όσο η ελληνική κοινωνία βλέπει πίσω από αυτό το θέμα αποκλειστικά και μόνο το εσωτερικό πολιτικό και επιχειρηματικό παίγνιο; Ποιος διασφαλίζει ότι οι εμπλεκόμενοι σε αυτές τις παρακολουθήσεις δεν διατηρούν σχέσεις ακόμα και με ξένες υπηρεσίες ασφαλείας;

Σε καμία περίπτωση δεν θα συνιστούσε πρωτοτυπία το να αναφερθεί ως πιθανότητα, ότι πρώην στελέχη πασίγνωστων και πανίσχυρων μυστικών υπηρεσιών ανά τον κόσμο, ασχολούνται με τέτοιες δραστηριότητες μετά την αποχώρησή τους από την ενεργό υπηρεσία. Οι δε δεκαετίες επιχειρησιακής δράσης επί του πεδίου, τους έχουν εξασφαλίσει πολλαπλές προσβάσεις σε δημόσιους ή ιδιωτικούς “θυλάκους” που θα μπορούσαν να ενδιαφερθούν για το προϊόν των συγκεκριμένων υποκλοπών.

Διατάξεις που βγάζουν μάτι

Ας μην αναλύσουμε το ζήτημα σε μεγαλύτερο βάθος, αναφέροντας και την ουτοπική –αφελή για την ακρίβεια– δήθεν προσδοκία ότι απαγορεύοντας τα παράνομα λογισμικά παρακολούθησης θα διορθωθεί η κατάσταση. Νόμοι έχουν υπάρξει πολλοί προτού φθάσουμε να αντιμετωπίζουμε την αρρωστημένη πολιτικά και επιλήψιμη ποινικά σημερινή κατάσταση. Ας πάμε όμως στις πρωτοβουλίες που αναλήφθηκαν. Στη δημοσιότητα δόθηκε για διαβούλευση νομοσχέδιο, το οποίο εισάγει ένα μείγμα προβλέψεων που έχουν ένα ενδιαφέρον και άλλων που δείχνουν άστοχες. Οι κυβερνητικές προτάσεις δεν μπορούν να αναλυθούν σε όλες τους τις διαστάσεις στο πλαίσιο ενός άρθρου. Ορισμένα εξ όσων αναφέρονται, όμως, “βγάζουν μάτι”!


Στο νομοσχέδιο αναφέρεται ότι για την παρακολούθηση πολιτικού προσώπου «θα πρέπει να δώσει άδεια ο Πρόεδρος της Βουλής πριν την διπλή εισαγγελική κρίση»! Δηλαδή αν δεν δοθεί άδεια από τον Πρόεδρο της Βουλής, οι εισαγγελείς που θα ασχολούνται με την ΕΥΠ δεν θα δικαιούνται να γνωμοδοτήσουν για το αν και κατά πόσον υπάρχουν ενέργειες που αποτελούν δυνητικό κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια; Σοβαρά μιλάμε ότι πολιτική πρέπει να είναι αυτή η αξιολογική κρίση;

Την δε διαδικασία, όπως αναφέρεται, θα εκκινεί και θα ελέγχει η ΕΥΠ. Άρα, από αυτό συνάγεται ότι δεν σκοπεύει κανείς να προχωρήσει στον διαχωρισμό την κατασκοπείας από την αντικατασκοπεία και οι δυο διακριτές αρμοδιότητες θα παραμείνουν υπό την στέγη της ΕΥΠ. Να υποτεθεί ότι κυριαρχεί ο φόβος ότι θα δυσκολευόταν ο πολιτικός έλεγχος; Να θυμίσουμε ότι στη Βρετανία υπάρχουν η MI-5 και η MI-6, στις ΗΠΑ η CIA και το FBI (με αρμοδιότητα και στην επιβολή του νόμου), στη Ρωσία η SVR και η FSB, στο δε Ισραήλ η Mossad και η ShinBet, σε ρόλους κατασκοπείας-αντικατασκοπείας αντιστοίχως.

Στη συνέντευξη του Βρετανού ειδικού γίνεται αναφορά στο βρετανικό σύστημα. Η κουλτούρα ασφαλείας στο Ηνωμένο Βασίλειο, κυρίως όμως στο πολιτικό του σύστημα, δεν έχει καμία σχέση με αυτή της Ελλάδας. Εμείς δείχνουμε να επιλέξαμε τη βρετανική διαδικασία όπου ερωτάται ο υπουργός Εσωτερικών, αντικαθιστώντας το όνομα με τον πρόεδρο της Βουλής! Να εξετάζαμε μήπως πρώτα τη μαζικότητα ή μη των διαρροών προς τους δημοσιογράφους στις δυο χώρες σε όλους τους τομείς; Μήπως να επιχειρούσαμε να θεσπίσουμε διαδικασίες πολύ πιο κοντά στις ειδικές συνθήκες της Ελλάδας;

Άλλο προστασία και άλλο στεγανά

Εντύπωση προκαλεί και το ποιοι λογίζονται ως “πολιτικά πρόσωπα”, των οποίων η παρακολούθηση χρειάζεται ειδική άδεια. Μέχρι και τους αιρετούς στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης συμπεριλαμβάνει! Στην ουσία, δίνει την εντύπωση ότι με την αφορμή του σκανδάλου των υποκλοπών, το πολιτικό σύστημα επιχειρεί να ψηφίσει νόμο που θα το προστατεύει από κάθε έλεγχο. Οι δε διαδικασίες αδειοδότησης περνούν πάλι από το ίδιο, υπονομεύοντας και εδώ τη δυνατότητα άμεσης κινητοποίησης για την αντιμετώπιση κάποιου κινδύνου εθνικής ασφαλείας!

Εύπεπτο και πολιτικώς ορθό μοιάζει και το ότι Διοικητής της ΕΥΠ ορίζεται πρόσωπο προερχόμενο από τη Διπλωματική Υπηρεσία, ή κάποιος απόστρατος ανώτατος αξιωματικός. Απόστρατος των Ενόπλων Δυνάμεων αποκλειστικά; Και ποια είναι η λογική απαγόρευσης τοποθέτησης π.χ. ενός προσώπου με συναφείς με το αντικείμενο ακαδημαϊκές περγαμηνές, ή ακόμα και μια πολιτική προσωπικότητα αναγνωρισμένη; Γιατί στα καθήκοντα αυτά μπορούν να ανταπεξέλθουν αυστηρά αυτές οι δύο επαγγελματικές κατηγορίες;

Όταν συζητούμε για τις υπηρεσίες πληροφοριών, θα πρέπει να θυμόμαστε ότι αφορά μια τυπικά παράνομη διαδικασία, η οποία όμως γίνεται σιωπηρά αποδεκτή ανά την υφήλιο ως εγγενές χαρακτηριστικό του διεθνούς περιβάλλοντος. Δεν αποκαλείται τυχαία, άλλωστε, στη βιβλιογραφία, η δραστηριότητα των μυστικών υπηρεσιών, ως “κρυφή διάσταση της ιστορίας” και “δεύτερο αρχαιότερο επάγγελμα”. Αυτό θα μας οδηγήσει στη συνειδητοποίηση, ότι το επίπεδο της σοβαρότητας μιας χώρας στον συγκεκριμένο τομέα, αντανακλά τη σοβαρότητα της χώρας συνολικά…

πηγή


Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

 
Top