Aλέξανδρος Τάρκας
Η Ελλάδα και το Ισραήλ προχωρούν επιτυχώς -μέχρι τώρα- στην εδραίωση της διμερούς συνεργασίας σε μία νέα ρεαλιστική βάση μετά την πρόσφατη αναθέρμανση των σχέσεων της Άγκυρας με το Τελ Αβίβ, διαψεύδοντας τις προβλέψεις ότι ο Τούρκος πρόεδρος Ρ.Τ. Ερντογάν θα ανέτρεπε τις ισορροπίες στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η ελληνοϊσραηλινή συνεργασία επιβεβαιώθηκε κατά την επίσκεψη του υπουργού Άμυνας Μπ. Γκαντζ, την περασμένη Παρασκευή, στην Αθήνα και τις προηγηθείσες πολιτικές διαβουλεύσεις, σε επίπεδο γενικών γραμματέων των υπουργείων Εξωτερικών, στην Ιερουσαλήμ.
Πέρα από το γεγονός ότι η Ελλάδα και το Ισραήλ δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν, ενδεχόμενη υποβάθμιση των επαφών θα παρέπεμπε σε εκατέρωθεν αυτοκτονικές τάσεις. Ο απερχόμενος κυβερνητικός συνασπισμός και ο νικητής των εκλογών της 1ης Νοεμβρίου Μπ. Νετανιάχου (οικοδομώντας στην πείρα από τις προηγούμενες πρωθυπουργικές θητείες του) γνωρίζουν άριστα πως η Ελλάδα αποτελεί τη φυσική γέφυρα της χώρας τους προς την Ε.Ε. και τα Βαλκάνια. Ταυτόχρονα, η Αθήνα, μαζί με τη Λευκωσία, προσφέρουν στο Ισραήλ στρατηγικό βάθος στην Ανατολική Μεσόγειο.
Από την άλλη πλευρά, κυρίαρχο στοιχείο της ελληνικής πολιτικής είναι η διακομματική αποδοχή ότι το Ισραήλ αποτελεί αναντικατάστατο σύμμαχο με προοπτική διεύρυνσης της ενεργειακής και αμυντικής συνεργασίας (αντίθετα με τα σχέδια άμεσων επενδύσεων και ανάπτυξης νέων τεχνολογιών που ακόμα υστερούν).
Η αποκατάσταση πλήρων διπλωματικών σχέσεων, το Μάιο του 1990, χρειάστηκε 20 ολόκληρα χρόνια μέχρι να εξελιχθεί σε συμμαχία τον Αύγουστο του 2010 και αφού είχε μεσολαβήσει η ισραηλινο-τουρκική κρίση με την έφοδο κομάντος στο -έμφορτο ισλαμιστών- πλοίο Mavi Marmara. Ωστόσο, ακόμα και ο κ. Αλ. Τσίπρας, που το 2012 αρνείτο να φωτογραφηθεί με τον πρόεδρο Σ. Πέρες και το 2013 κατήγγειλε σαν …δόλιο ΝΑΤΟϊκό σχέδιο την ηλεκτρική διασύνδεση των δύο χωρών, παρέδωσε θετικό απολογισμό το 2019.
Βέβαια, όλα αυτά τα χρόνια, δεν έχουν λείψει και τα ευτράπελα: όπως οι διαρροές του Μαξίμου, τον Ιούνιο του 2020, ότι ο πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης εξασφάλισε υπόσχεση του κ. Νετανιάχου για τη στρατιωτική προστασία των έργων και της λειτουργίας του αγωγού EastMed. Η πραγματικότητα ήταν ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός ανέπτυξε διάφορες ιδέες και εξέλαβε, λανθασμένα, τη σιωπή του ομολόγου του σαν κατάφαση και δέσμευση. Η παρανόηση ήρθη πέντε μήνες αργότερα, όταν ο κ. Γκαντζ τόνισε στον εμβρόντητο υπουργό Εθνικής Άμυνας Ν. Παναγιωτόπουλο ότι, κάθε χώρα που εμπλέκεται στον EastMed, θα οφείλει να υπερασπιστεί μόνη το τμήμα του αγωγού που της αναλογεί.
Σήμερα, το μείζον ερώτημα είναι μέχρι ποιο σημείο θα φτάσει η προσέγγιση Ισραήλ-Τουρκίας. Είναι λογικοφανές το επιχείρημα ότι η ισραηλινή πλευρά δεν μπορούσε να αγνοεί πλέον την αυξημένη περιφερειακή ισχύ της Τουρκίας, ειδικά στη Συρία. Έπρεπε, επίσης, να αντιμετωπίσει προβλήματα, όπως η προστασία των Ισραηλινών επισκεπτών στη γειτονική χώρα.
Αντίθετα, δεν διαφαίνεται πρόθεση στενής ενεργειακής συνεργασίας, ενώ οι επαφές στο στρατιωτικό σκέλος (ο κ. Γκαντζ συναντήθηκε προ μηνός με τον ομόλογό του Χ. Ακάρ και τον κ. Ερντογάν) επικεντρώνονται στην ύπαρξη διαύλων επικοινωνίας για την πρόληψη κρίσεων, χωρίς αναβίωση των κοινών ασκήσεων στη Μεσόγειο της περιόδου Ιανουαρίου 1998-Αυγούστου 2009. Είναι ενδεικτικό ότι, αν και η Άγκυρα συναίνεσε επί της αρχής στη δυνατότητα μελλοντικής συμμετοχής του Ισραήλ στην αντιτρομοκρατική επιχείρηση του NATO “Sea Guardian”, δεν δεσμεύθηκε για τη στάση της την ώρα των τελικών αποφάσεων.
Βάσει όλων αυτών, στην Αθήνα δεν εκφράζεται ανησυχία για ανατροπή των συσχετισμών που ισχύουν από το 2010. Συνεχίζεται πάντως ο προβληματισμός για τους λόγους που το ισραηλινό υπουργείο Εξωτερικών δεν έχει εκδώσει ούτε μια λακωνική ανακοίνωση καταδίκης των τουρκικών προκλήσεων στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο.
Δημοσίευση σχολίου