Λυγερός Σταύρος
Αρκετούς μήνες μετά τη ρωσική εισβολή και χρόνια από τότε που δρομολογήθηκε η “επιχείρηση Ουκρανία”, μπορούμε με σχετική ασφάλεια να εξάγουμε ορισμένα συμπεράσματα. Για όσους δεν εθελοτυφλούν, είναι κοινός τόπος ότι οι Αμερικανοί επιχείρησαν με όχημα την Ουκρανία να στριμώξουν τη Ρωσία, εκτιμώντας ότι μονά-ζυγά θα έβγαιναν κερδισμένοι. Η μία περίπτωση ήταν ο Πούτιν –υπό την απειλή εξοντωτικών οικονομικών κυρώσεων– να υποχωρούσε και να αποδεχόταν στην πράξη την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ. Η άλλη περίπτωση ήταν να αντιδρούσε στρατιωτικά, όπως και συνέβη.
Στην πρώτη περίπτωση το κέρδος τους είναι προφανές. Στη δεύτερη η εικόνα είναι αντιφατική. Οι Αμερικανοί θεωρούσαν πως μία ρωσική εισβολή θα συσπείρωνε την Ευρώπη πίσω τους, υποχρεώνοντάς την να διακόψει την ενεργειακή σχέση της με τη Ρωσία, όπως και τελικώς συνέβη. Θεωρούσαν, επίσης, πως μία ρωσική εισβολή στην Ουκρανία θα προκαλούσε παγκόσμια καταδίκη, απομονώνοντας διπλωματικά τη Ρωσία. Η προσδοκία αυτή δικαιώθηκε μόνο εν μέρει. Η απομόνωση περιορίσθηκε στη Δύση και στις χώρες που την ακολουθούν. Τέλος, η αμερικανική προσδοκία ότι οι κυρώσεις θα γονάτιζαν τη Ρωσία με αποτέλεσμα την αποσταθεροποίηση του καθεστώτος Πούτιν διαψεύσθηκε πλήρως.
Όπως ήταν αναμενόμενο, μετά την απόρριψη από τους Αμερικανούς της ρωσικής πρότασης για μία νέα αρχιτεκτονική ασφαλείας που να σέβεται τις ανησυχίες της Ρωσίας για την εθνική της ασφάλεια, ο Πούτιν άναψε το πράσινο φως για την εισβολή, η οποία αρχικά είχε σχεδιαστεί ως μία στρατιωτική επιχείρηση “αποκεφαλισμού ηγεσίας”. Στη Μόσχα θεωρούσαν πως χρησιμοποιώντας σχετικά περιορισμένες δυνάμεις, με αιχμή τις ειδικές δυνάμεις, θα κατάφερναν να ελέγξουν σύντομα το Κίεβο, να εκδιώξουν την κυβέρνηση Ζελένσκι και να εγκαταστήσουν ένα φιλορωσικό καθεστώς.
Εγκλωβισμένο στις δικές του ιδεοληψίες, το Κρεμλίνο δεν είχε συνειδητοποιήσει τις αλλαγές που είχαν συντελεστεί στο ουκρανικό πολιτικό σύστημα και σε μεγάλο βαθμό και στην ουκρανική κοινωνία, ενώ είχε υποτιμήσει την –με τη βοήθεια των ΗΠΑ– στρατιωτική προετοιμασία των Ουκρανών για άμυνα στις πόλεις. Το αποτέλεσμα το είδαμε. Στην πρώτη φάση της επιχείρησης, οι ρωσικές δυνάμεις έσπασαν τα μούτρα τους. Αναδιπλώθηκαν κι ανασυγκροτήθηκαν, όμως, με αποτέλεσμα στη δεύτερη φάση να κερδίζουν αργά, αλλά σταθερά εδάφη.
Η “επιχείρηση Ουκρανία” και ο μονόδρομος
Με ανοικτή χρηματοδοτική γραμμή και με τη μαζική αποστολή (και σύγχρονων) οπλικών συστημάτων, οι Δυτικοί προσπαθούν να αντιστρέψουν την αρνητική για τους Ουκρανούς τροπή που έχει λάβει ο πόλεμος. Προς το παρόν, πάντως, δεν έχουν φέρει αξιόλογο αποτέλεσμα κι όλα δείχνουν πως ούτε προσεχώς θα φέρουν. Παρόλα αυτά, για το καθεστώς Ζελένσκι είναι μονόδρομος να επιμείνει σε μία πορεία που πιθανότατα θα καταλήξει στον περαιτέρω εδαφικό ακρωτηριασμό της Ουκρανίας, σε περαιτέρω ανθρώπινες απώλειες και σε περαιτέρω υλικές καταστροφές. Το πόσο, όμως, θα συνεχίσει αυτή την πορεία θα εξαρτηθεί Από το πόσο ακόμα η Δύση θα συνεχίσει να τον στηρίζει ενεργά, θα συνεχίσει με άλλα λόγια την “επιχείρηση Ουκρανία”.
Οι Δυτικοί μπορεί να μην πολεμούν οι ίδιοι, αλλά παρέχουν στο Κίεβο οπλικά συστήματα και χρήματα, χωρίς τα οποία το καθεστώς Ζελένσκι θα είχε προ πολλού καταρρεύσει. Το κόστος που πληρώνουν, όμως, δεν είναι μόνο το κόστος της βοήθειας που παρέχουν στο Κίεβο. Πληρώνουν και τις επιπτώσεις των κυρώσεων που οι ίδιοι έχουν επιβάλει στη Ρωσία. Προφανώς, οι κυρώσεις έχουν προκαλέσει κόστος στη ρωσική οικονομία, αλλά τα γεγονότα δείχνουν ότι δεν την έχουν αποσταθεροποιήσει, πολύ περισσότερο γονατίσει. Κι αυτό επειδή τα βασικά ρωσικά εξαγώγιμα προϊόντα (πετρέλαιο, φυσικό αέριο, μέταλλα, σιτηρά κ.α.) απορροφώνται από αγορές των BRICS και μάλιστα στις υψηλές τιμές που ισχύουν διεθνώς. Έτσι προέκυψε και το υπερπλεόνασμα της Ρωσίας στο ισοζύγιο πληρωμών.
Μπορεί, λοιπόν, οι δυτικές κυρώσεις να “γρατζουνίζουν” τη ρωσική οικονομία, αλλά φαίνεται πως μετατρέπονται σε μπούμεραγκ για τις δυτικές οικονομίες, κυρίως για τις ευρωπαϊκές και ειδικότερα για τη γερμανική. Έχει καταστεί προφανές ότι η Ευρώπη δεν μπορεί να αναπληρώσει το κενό που δημιουργεί η διακοπή της ροής του ρωσικού πετρελαίου και της μερικής διακοπής της ροής φυσικού αερίου.
Άλυτο το ενεργειακό πρόβλημα
Είναι γελοία η προσπάθεια των ευρωπαϊκών ελίτ να λύσουν το πρόβλημα με περικοπές στην κατανάλωση των νοικοκυριών. Μία τέτοια εκστρατεία εξοικονόμησης ενέργειας μπορεί να μειώσει τη ζήτηση μόνο κατά ένα μονοψήφιο ποσοστό, γιατί από ένα σημείο και πέρα η ζήτηση είναι ανελαστική. Δεν μπορεί π.χ. τον χειμώνα τα νοικοκυριά να επιστρέψουν στον τρόπο που θέρμαιναν τα σπίτια τους πριν από έναν αιώνα. Και εκτός αυτού η ακριβή ενέργεια που αγοράζουν από τις ΗΠΑ θα μειώσει την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών βιομηχανικών προϊόντων, ειδικά των γερμανικών.
Εκτός αυτού η αύξηση των τιμών ενέργειας, αλλά και μετάλλων και αγροτικών προϊόντων, σε συνδυασμό με τα ρήγματα που είχαν προκαλέσει στην εφοδιαστική αλυσίδα τα lockdown, έχουν πυροδοτήσει έναν πληθωρισμό, ο οποίος είναι –προς το παρόν τουλάχιστον– αδύνατον να τιθασευτεί. Και επειδή ο πληθωρισμός δεν συνοδεύεται από αύξηση μισθών και συντάξεων, ώστε να μη μειωθεί η αγοραστική δύναμη των μικρομεσαίων νοικοκυριών, ήδη βλέπουμε τις πρώτες εκδηλώσεις ενός νέου κύματος κοινωνικής αναταραχής, με τις επιπτώσεις που αυτό θα έχει στα πολιτικά συστήματα. Η πτώση του ευρώ έναντι του δολαρίου είναι ενδεικτική.
Είναι προφανές ότι το πρόβλημα της ενεργειακής τροφοδοσίας της Ευρώπης δεν μπορεί να λυθεί όσο βρίσκονται σε κυρώσεις και η Ρωσία και το Ιράν. Με την πετρελαϊκή βιομηχανία της Λιβύης και της Βενεζουέλας να έχουν σε μεγάλο βαθμό καταστραφεί και με τις αραβικές χώρες του Κόλπου να είναι και απρόθυμες (τις συμφέρει να διατηρηθούν ψηλά οι τιμές πετρελαίου και φυσικού αερίου), αλλά και να μην έχουν μεγάλα περιθώρια αύξησης της παραγωγής τους, λύση δεν υπάρχει, τουλάχιστον στο επόμενο διάστημα. Αν και πλήττονται λιγότερο, οι ΗΠΑ δεν είναι στο απυρόβλητο της ενεργειακής και πληθωριστικής κρίσης που οι ίδιες πυροδότησαν. Σύμφωνα με δημοσκοπήσεις, οι ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου για το Κογκρέσο πιθανότατα θα μετατραπούν σε βατερλώ για τους Δημοκρατικούς και την προεδρία Μπάιντεν.
Η “επιχείρηση Ουκρανία”
Στην προσπάθειά τους να περικυκλώσουν και να στριμώξουν γεωπολιτικά τη Ρωσία με την “επιχείρηση Ουκρανία”, οι Αμερικανοί βρίσκονται σήμερα πολλαπλά εγκλωβισμένοι στο σκηνικό που οι ίδιοι δημιούργησαν. Είναι να απορεί κανείς με όσους στην Ουάσινγκτον εξώθησαν τα πράγματα στο σημείο που βρίσκονται σήμερα. Με ποιο σκεπτικό, άραγε, κινήθηκαν με τον τρόπο που κινήθηκαν; Ποιος ακριβώς ήταν ο στρατηγικός στόχος τους;
Υπενθυμίζουμε ότι η Ατλαντική Συμμαχία επεκτάθηκε στην Ανατολική Ευρώπη μέχρι και τις Βαλτικές Χώρες, παρά τις αντίθετες υποσχέσεις που οι Αμερικανοί και Ευρωπαίοι ηγέτες είχαν δώσει στον Γκορμπατσώφ, όταν αυτός είχε συναινέσει στην επανενοποίηση της Γερμανίας κι όχι μόνο. Οι Αμερικανοί, μάλιστα, είχαν προσπαθήσει να περικυκλώσουν τη Ρωσία και από το Νότο, αλλά στην Κεντρική Ασία απέτυχαν. Ο Πούτιν έχει κατάφερε σε σημαντικό βαθμό να ανακτήσει τη γεωπολιτική επιρροή στο “μαλακό υπογάστριο” της Ρωσίας.
Με την υπόθεση της Κριμαίας, αλλά και προ ετών στη Γεωργία, αργότερα στη Συρία και εμμέσως στη Λιβύη, ο Πούτιν έχει αποδείξει ότι δεν μπλοφάρει. Όταν απειλούνται ζωτικά ρωσικά συμφέροντα αντιδρά και μάλιστα αποφασιστικά. Αυτό πρακτικά σήμαινε ότι το συνεχιζόμενο φλερτ μεταξύ ΝΑΤΟ και Ουκρανίας κι ακόμα περισσότερο η δήλωση Ζελένσκι για απόκτηση πυρηνικών όπλων, που δεν είχε αποδοκιμάσει η Δύση, καθιστούσε αναπόφευκτη τη ρωσική εισβολή.
Ευσεβείς πόθοι
Το μόνο λογικό σενάριο που δικαιολογεί τις αμερικανικές κινήσεις είναι ότι στην Ουάσινγκτον πραγματικά είχαν εκτιμήσει ότι με τη ρωσική εισβολή και την επιβολή των δυτικών κυρώσεων θα γονάτιζαν τη ρωσική οικονομία και θα αποσταθεροποιούσαν το καθεστώς Πούτιν. Εάν ήταν πεπεισμένοι πως αυτή θα ήταν η εξέλιξη των πραγμάτων, μπορεί να πει κανείς ότι είχε νόημα η πολιτική τους. Πώς, όμως, ήταν πεπεισμένοι για κάτι που εξαρχής φαινόταν και στους εξωτερικούς παρατηρητές από ελάχιστα πιθανό έως απίθανο; Γνώριζαν κάτι περισσότερο;
Τα γεγονότα διέψευσαν παντελώς τις αμερικανικές –εν μέρει και ευρωπαϊκές– προσδοκίες, αποδεικνύοντας ότι επρόκειτο για ευσεβείς πόθους, παρά για τεκμηριωμένη πολιτική εκτίμηση. Οι κυρώσεις δεν κατάφεραν να γονατίσουν το Ιράν, θα γονάτιζαν τη Ρωσία; Αυτό, όμως, που ήταν εξαρχής προφανές είναι ότι θα έριχναν τη Ρωσία στην αγκαλιά της Κίνας. Η Κίνα έχει και την οικονομική δυνατότητα και το εθνικό συμφέρον να στηρίξει τη ρωσική οικονομία. Οι δύο οικονομίες, άλλωστε, είναι σε μεγάλο βαθμό συμπληρωματικές. Η κινέζικη έχει ζωτική ανάγκη τη ρωσική ενέργεια, ενώ η ρωσική τα κινεζικά βιομηχανικά προϊόντα.
Η Κίνα έχει συνείδηση πως εάν οι Δυτικοί γονάτιζαν τη Ρωσία, ο επόμενος στόχος τους θα ήταν η ίδια. Αλλά και η Ινδία, που έχει βιώσει την αποικιοκρατία, έχει συνείδηση πως εάν οι Δυτικοί κέρδιζαν την παρτίδα με τον Πούτιν, θα επιστρέφαμε σε έναν δυτικοκεντρικό διεθνές σύστημα. Σ’ ένα τέτοιο σύστημα δεν θα υπήρχε χώρος για την Ινδία ως μεγάλη δύναμη. Με άλλα λόγια, Κίνα και Ινδία, παρά τις αντιθέσεις τους, είχαν συμφέρον να στηρίξουν τη Ρωσία και το έκαναν.
Το μόνο λογικό σενάριο που δικαιολογεί τις αμερικανικές κινήσεις είναι ότι στην Ουάσινγκτον πραγματικά είχαν εκτιμήσει ότι με τη ρωσική εισβολή και την επιβολή των δυτικών κυρώσεων θα γονάτιζαν τη ρωσική οικονομία και θα αποσταθεροποιούσαν το καθεστώς Πούτιν. Εάν ήταν πεπεισμένοι πως αυτή θα ήταν η εξέλιξη των πραγμάτων, μπορεί να πει κανείς ότι είχε νόημα η πολιτική τους. Πώς, όμως, ήταν πεπεισμένοι για κάτι που εξαρχής φαινόταν και στους εξωτερικούς παρατηρητές από ελάχιστα πιθανό έως απίθανο; Γνώριζαν κάτι περισσότερο;
Τα γεγονότα διέψευσαν παντελώς τις αμερικανικές –εν μέρει και ευρωπαϊκές– προσδοκίες, αποδεικνύοντας ότι επρόκειτο για ευσεβείς πόθους, παρά για τεκμηριωμένη πολιτική εκτίμηση. Οι κυρώσεις δεν κατάφεραν να γονατίσουν το Ιράν, θα γονάτιζαν τη Ρωσία; Αυτό, όμως, που ήταν εξαρχής προφανές είναι ότι θα έριχναν τη Ρωσία στην αγκαλιά της Κίνας. Η Κίνα έχει και την οικονομική δυνατότητα και το εθνικό συμφέρον να στηρίξει τη ρωσική οικονομία. Οι δύο οικονομίες, άλλωστε, είναι σε μεγάλο βαθμό συμπληρωματικές. Η κινέζικη έχει ζωτική ανάγκη τη ρωσική ενέργεια, ενώ η ρωσική τα κινεζικά βιομηχανικά προϊόντα.
Η Κίνα έχει συνείδηση πως εάν οι Δυτικοί γονάτιζαν τη Ρωσία, ο επόμενος στόχος τους θα ήταν η ίδια. Αλλά και η Ινδία, που έχει βιώσει την αποικιοκρατία, έχει συνείδηση πως εάν οι Δυτικοί κέρδιζαν την παρτίδα με τον Πούτιν, θα επιστρέφαμε σε έναν δυτικοκεντρικό διεθνές σύστημα. Σ’ ένα τέτοιο σύστημα δεν θα υπήρχε χώρος για την Ινδία ως μεγάλη δύναμη. Με άλλα λόγια, Κίνα και Ινδία, παρά τις αντιθέσεις τους, είχαν συμφέρον να στηρίξουν τη Ρωσία και το έκαναν.
Η αυτοπαγίδευση των ΗΠΑ
Και ενώ η ενεργειακή κρίση είναι η ορατή κορυφή του παγόβουνου σε ό,τι αφορά στις παρενέργειες που έχουν οι κυρώσεις (ειδικά για την Ευρώπη), οι ΗΠΑ πιθανότατα θα πληρώσουν πιο μακροπρόθεσμο, αλλά εξίσου βαρύ τίμημα. Οι κυρώσεις έχουν εξωθήσει όχι μόνο τους BRICS, αλλά και άλλες μεσαιομεγάλες χώρες του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου να αποκοπούν από το δολάριο ως κυρίαρχο αποθεματικό νόμισμα και νόμισμα των διεθνών συναλλαγών. Με άλλα λόγια, οι Αμερικανοί υπονόμευσαν τη δική τους οικονομική κυριαρχία.
Εκτός αυτού η “επιχείρηση Ουκρανία” υπονομεύει και τη στρατιωτική τους υπεροχή. Μπορεί να έβαλαν την Ευρώπη στο τσεπάκι τους –για πόσο ακόμα άραγε;– αλλά εξώθησαν Μόσχα και Πεκίνο να συμμαχήσουν απέναντι στον κοινό αντίπαλο. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι έγινε το πρώτο κρίσιμο βήμα για τη συγκρότηση μίας υπέρ-υπερδύναμης και στο στρατιωτικό επίπεδο με αντίστοιχο πολιτικό και οικονομικό βάρος, η οποία έχει όλες τις προϋποθέσεις να κυριαρχήσει στην Ευρασία. Και όπως έχουν διδάξει οι κλασικοί της γεωπολιτικής, όποιος κυριαρχεί στην Ευρασία κυριαρχεί στον κόσμο.
Μετά από αυτά προκύπτει αβίαστα το ερώτημα: Πώς οι Αμερικανοί με την “επιχείρηση Ουκρανία” αυτοπαγιδεύθηκαν; Την απάντηση μας τη δίνει η Ιστορία. Πολιτικοψυχολογικά δεν έχουν αποδεχθεί ότι έχει περάσει η περίοδος που μπορούσαν να υπαγορεύουν τους κανόνες και να απομονώνουν χώρες. Δεν έχουν αποδεχθεί ότι το διεθνές σύστημα έχει μετατραπεί σε πολυπολικό. Συμπεριφέρονται, λοιπόν, σαν να βρισκόμαστε 30 χρόνια πριν και το αποτέλεσμα το βλέπουμε…
Δημοσίευση σχολίου