Μπορεί να μειδιάσαμε όταν ακούσαμε πως η Ουκρανία ζητά από την Τουρκία να συμμετάσχει σε ένα σύστημα εγγυήσεων, μαζί με άλλα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, για να διασφαλίζει την ασφάλεια και την ανεξαρτησία αυτής της χώρας. Μπορεί να εκπλαγήκαμε, να ενοχληθήκαμε, να θυμώσαμε. Κι αυτό, γιατί η Τουρκία, στη δική μας περίπτωση, της Κύπρου, χρησιμοποιώντας το γεγονός ότι συμμετείχε με την Ελλάδα και τη Βρετανία στο σύστημα εγγυήσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας εισέβαλε στο νησί το 1974 και έκτοτε κατέχει διά της στρατιωτικής ισχύος έδαφος της χώρας μας. Κι αυτό, παρόλο που η Συνθήκη Εγγυήσεως του 1960 δεν παρέχει το δικαίωμα χρήσης βίας σε κάποια από τις εγγυήτριες δυνάμεις.
Όλα αυτά όφειλαν να τα ξέρουν και να τα λάβουν υπόψη στο Κίεβο. Αλλά την ίδια ώρα, είτε το γνώριζαν είτε όχι, η Λευκωσία θα έπρεπε να είχε αντιδράσει. Θα έπρεπε ήδη να είχε διαβιβάσει στο Κίεβο την οργίλη αντίδρασή της για το γεγονός αυτό. Έπρεπε να κληθεί στο υπουργείο Εξωτερικών ο Ουκρανός πρέσβης για να του υποδειχθεί πως αυτή η ενέργεια της χώρας του, να ζητήσει την κατοχική Τουρκία να συμμετάσχει σε ένα σύστημα εγγυήσεων, κρίνεται ως μη φιλική ενέργεια (με ό,τι αυτό σημαίνει στη διπλωματική γλώσσα). Η Κυπριακή Δημοκρατία έχει εξαρχής ευθυγραμμιστεί με τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης για κυρώσεις κατά της Ρωσίας, που εισέβαλε στην Ουκρανία, έχοντας κόστος, διαδηλώνοντας όμως πίστη σε αρχές που παραβιάστηκαν στην περίπτωσή της.
Γι’ αυτό, δεν μπορεί να αντιληφθεί πως η κατοχική Τουρκία θα είναι εγγυήτρια δύναμη της Ουκρανίας, όταν η ίδια παραβιάζει κατάφωρα την ανεξαρτησία, εδαφική ακεραιότητα και την ασφάλεια άλλων χωρών (Κύπρος, Συρία) και απειλεί άλλες (Ελλάδα). Τούτο, μεταξύ άλλων, ξεπλένει την Άγκυρα, που είναι ένα κράτος-επιδρομέας, όπως σήμερα η Ρωσία.
Μπορεί να υποστηρίξει κάποιος πως δεν αφορά την Κύπρο αυτή η εξέλιξη. Αφορά πρωτίστως την Ουκρανία, που μπορεί η ηγεσία της να έχει άγνοια κινδύνου, αλλά είναι σαφές πως θα πρόκειται για μια διεθνή συμφωνία. Θα αφορά όλους, όπως όλους αφορά ο πόλεμος σήμερα στην Ουκρανία. Θα αφορά εμάς, που έχουμε απέναντί μας και εντός των τειχών την Τουρκία και βιώνουμε τη συνεχιζόμενη από αυτήν κατοχή εδαφών μας.
Υπάρχει, όμως, και μια άλλη διάσταση σε σχέση με την ιδέα να διαμορφωθεί ένα σύστημα εγγυήσεων για την Ουκρανία. Γιατί στη σημερινή εποχή χρειάζονται εγγυητές της ασφάλειας και της ανεξαρτησίας ενός κράτους; Υπάρχουν αναγκαστικοί κανόνες διεθνούς δικαίου και θεσμοί στο διεθνές σύστημα, που έχουν όλοι υποχρέωση να διασφαλίζουν τον σεβασμό τους. Υπάρχει ο ΟΗΕ και κατά κύριο λόγο το Συμβούλιο Ασφαλείας που είναι αρμόδιο και θεσμικά οπλισμένο για τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας. Δεν λειτουργούν, βέβαια, αυτά πάντα, ιδιαίτερα όταν σε μια διένεξη εμπλέκεται άμεσα ή έμμεσα, αλλά σοβαρά, ένα ή περισσότερα μόνιμα κράτη του Συμβουλίου Ασφαλείας. Αυτό συμβαίνει σήμερα στην Ουκρανία αλλά και στην περίπτωση της Κύπρου. Σίγουρα ένα σύστημα εγγυήσεων δημιουργεί εξαρτήσεις και περιορίζει την κυριαρχία του κράτους που τελεί υπό τις εγγυήσεις τρίτων. Η ανεξαρτησία του θα είναι πάντα λειψή και κολοβωμένη ενώ η ασφάλειά του θα συνεχίζει να είναι υποτελής στα συμφέροντα και τη βουλιμία εχθρών και φίλων, εγγυητών και μη. Η Κύπρος είναι το παράδειγμα προς αποφυγή.
Είναι σαφές πως εάν εγκαθιδρυθεί στην περίπτωση της Ουκρανίας σύστημα εγγυήσεων, όπως τούτο συναφώς μεταδίδεται, οι συνέπειες για την Κύπρο δεν θα είναι αμελητέες. Η κατοχική Τουρκία θα χρησιμοποιεί στο σύστημα εγγυήσεων της Ουκρανίας για ενίσχυση του τουρκικού αφηγήματος ότι οι εγγυήσεις είναι αναγκαίες και στον σύγχρονο κόσμο και ότι είναι χρήσιμες για να επισφραγίζουν την ειρήνη. Θα επικαλείται το γεγονός ότι με τις ευλογιές της λεγόμενης διεθνούς κοινότητας θα είναι εγγυήτρια στην Ουκρανία, για να μην τις αποποιηθεί στην περίπτωση της Κύπρου. Οι εγγυήσεις για την ανεξαρτησία και ασφάλεια της Ουκρανίας θα τείνουν να νομιμοποιήσουν, αναδρομικά μάλιστα, τις εγγυήσεις αυτού του τύπου μαζί και τις τραγικές συνέπειές τους, όπως ήταν η εισβολή στην Κύπρο, υπό τα ανήσυχα πλην ανεκτικά βλέμματα των συνεγγυητών.
Δημοσίευση σχολίου