GuidePedia

0





Γιώργος Σκαφιδάς

Το ισλαμοεθνικιστικό Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) της Τουρκίας ετοιμάζεται να «γιορτάσει» 20 χρόνια στην εξουσία (2002-2022). Πλην όμως, στη γείτονα χώρα δεν υπάρχουν πλέον περιθώρια για εορτασμούς. Εάν υπήρχαν, ή μάλλον όποια υπήρχαν. εξανεμίστηκαν κι αυτά πια στον βωμό του αυταρχισμού, της ακραίας πολιτικής πόλωσης και των οικονομικών προβλημάτων.

Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν μπορεί βέβαια από την πλευρά του, προσωπικά, να νιώθει «δικαιωμένος», επειδή κατάφερε να επιβιώσει πολιτικά, εκτοπίζοντας τον κοσμικό Κεμάλ από την θέση του μακροβιότερου ηγέτη της σύγχρονης Τουρκίας. Ο 67χρονος (σε έναν μήνα 68χρονος) Τούρκος πρόεδρος μπορεί να νιώθει «δικαιωμένος» και στα «μάτια» της παράδοσης του Νετζμετίν Ερμπακάν, καθώς αφήνει πίσω του μια πολύ πιο ισλαμική, συντηρητική, θεοκρατική και ανελεύθερη χώρα από εκείνη που παρέλαβε.

Η αποκατάσταση της ισλαμικής μαντίλας, η τεμενοποίηση της Αγίας Σοφίας, το τζαμί στην πλατεία Ταξίμ της Κωνσταντινούπολης, αλλά και η ισχυροποίηση της Διεύθυνσης Θρησκευτικών Υποθέσεων Diyanet, ο προϋπολογισμός της οποίας 23πλασιάστηκε την περίοδο 2002-2021, είναι κάποιες από τις «κατακτήσεις» που αφήνει πίσω του ως νέος «σουλτάνος» ο Τούρκος πρόεδρος.


Η ισχυροποίηση της Διεύθυνσης Θρησκευτικών Υποθέσεων Diyanet, ο προϋπολογισμός της οποίας 23πλασιάστηκε την περίοδο 2002-2021, είναι κάποιες από τις «κατακτήσεις» που αφήνει πίσω του ως νέος «σουλτάνος» ο Τούρκος πρόεδρος. Στη φωτογραφία, ο κ. Ρ. Τ. Ερντογάν με τον επικεφαλής της Diyanet, Αλί Ερμπάς, o οποίος -ως γνωστόν- έχει εμφανιστεί στην Αγία Σοφία, τηρώντας την «παράδοση» της ισλαμικής σπάθας.



Κατά τα λοιπά ωστόσο, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν «μετράει» πια και μια σειρά από πολύ πρακτικές και μετρήσιμες ήττες εντός των συνόρων. Για του λόγου το αληθές, αρκεί να συγκρίνει κανείς το «τότε» με το «τώρα». Διότι ο Ερντογάν και το AKP είχαν άλλοτε μονοκομματική αυτοδυναμία, υψηλά ποσοστά ανάπτυξης, συνοχή και τους μεγαλύτερους δήμους της Τουρκίας υπό τον έλεγχό τους. Πλέον, καθώς αφήνουμε πίσω μας το 2021 και μπαίνουμε στο 2022, το σκηνικό έχει αλλάξει άρδην για τον Ερντογάν και τους συν αυτώ.

Οι μεγαλύτεροι δήμοι της χώρας (Κωνσταντινούπολη, Άγκυρα) πλέον ελέγχονται από την τουρκική αντιπολίτευση (εν προκειμένω από το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα CHP). Η άλλοτε άνετη αυτοδυναμία του AKP έχει εν τω μεταξύ κι εκείνη «πάει περίπατο», με το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) πλέον να βασίζεται στους Γκρίζους Λύκους του Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης (MHP), για να μπορεί να συνεχίσει να κυβερνά. Όσο για την τουρκική λίρα, είδε την ισοτιμία της να καταρρέει έναντι του δολαρίου τα τελευταία χρόνια, με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται αυτή η κατάρρευση για τον πληθωρισμό και τα εισαγώμενα προϊόντα (με δεδομένο ότι η Τουρκία εισάγει περισσότερα από όσα εξάγει) της ενέργειας συμπεριλαμβανομένης, αλλά και για τα χρέη των Τούρκων που έχουν δάνεια σε ξένο νόμισμα.

Οι γεωτρήσεις που «αστόχησαν»

Μέχρι στιγμής, η Τουρκία έχει δώσει πάνω από 1 δισεκατομμύριο δολάρια σε πλωτά γεωτρύπανα (Fatih, Yavuz, Kanuni, Cobalt Explorer-West Cobalt) και σεισμογραφικά (Oruç Reis, Barbaros), κι αυτό χωρίς να συνυπολογίσει κανείς τα κόστη λειτουργίας όλων αυτών. Παρά τις επενδύσεις και τα πλοία ωστόσο, προς το παρόν η κρατική Τουρκική Εταιρεία Πετρελαίου (TPAO) δεν έχει καταφέρει να εντοπίσει κοιτάσματα πετρελαίου ή φυσικού αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο. Ξεκινώντας από το καλοκαίρι του 2020, η τουρκική κυβέρνηση έχει ανακοινώσει τον εντοπισμό κοιτασμάτων στη Μαύρη Θάλασσα τα οποία ωστόσο ακόμη δεν είναι σαφές ούτε εάν, ούτε πότε, ούτε με ποιο ακριβώς κόστος θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν.

Από εκεί και πέρα, θα μπορούσε βέβαια κανείς να υποστηρίξει ότι τα τουρκικά ερευνητικά έχουν δράσει περίπου σαν «πολεμικά πλοία» ή «κανονιοφόρα», προωθώντας τις επεκτατικές μαξιμαλιστικές εδαφικές διεκδικήσεις της Τουρκίας και δημιουργώντας τετελεσμένα αλλά και επικοινωνιακή-προπαγανδιστική υπεραξία. Δεκτό, αλλά ακόμη και υπό αυτό το πρίσμα, το ερώτημα παραμένει: άξιζε άραγε το κόστος της επένδυσης; Και πως θα αξιολογείται η απόκτηση και πολυέξοδη λειτουργία αυτών των πλοίων σε μερικά χρόνια από τώρα, εάν δεν έχουν προηγηθεί ανακαλύψεις αξιοποιήσιμων κοιτασμάτων;


Η Τουρκία έχει δαπανήσει πάνω από 1 δις δολάρια σε πλωτά γεωτρύπανα (Fatih, Yavuz, Kanuni, Cobalt Explorer-West Cobalt) και σεισμογραφικά (Oruç Reis, Barbaros) -κι αυτό χωρίς να συνυπολογίσει κανείς τα κόστη λειτουργίας όλων αυτών- αλλά, προς το παρόν, η TPAO δεν έχει καταφέρει να εντοπίσει κοιτάσματα πετρελαίου ή φυσικού αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο.

Το MHP ως βαρίδι

Το Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης (MHP) του ηγέτη των Γκρίζων Λύκων Ντεβλέτ Μπαχτσελί αντιμετωπίζεται παλαιόθεν ως «συστημικός» παίκτης εντός του τουρκικού πολιτικού τοπίου. Υπό αυτήν την έννοια, θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως αναμενόμενο και το γεγονός πως εκείνο έσπευσε να συνδράμει το σύστημα του Ερντογάν, όταν ο τελευταίος χρειάστηκε την εκλογική του βοήθεια, μέσα από τη σύσταση της ισλαμοεθνικιστικής Συμμαχίας του Λαού-Cumhur Ittifaki (AKP-MHP) από το 2018 και έπειτα. Εν τω μεταξύ ωστόσο, το MHP από σωσίβιο που ήταν για τον Ερντογάν αποκτά πλέον χαρακτηριστικά βαριδίου. Τα ποσοστά των εθνικιστών έχουν υποχωρήσει σημαντικά στις δημοσκοπήσεις, ενώ αντιθέτως τα ποσοστά της (προερχόμενης από τους εθνικιστές) Μεράλ Ακσενέρ δεν σταματούν να ανεβαίνουν, προκαλώντας εσωκομματική γκρίνια και έριδες που, με τη σειρά τους, ενίοτε οδηγούν ακόμη και σε βίαια ενδοεθνικιστικά ξεκαθαρίσματα λογαριασμών. Πριν από περίπου έντεκα μήνες, στο τεύχος 346 της «Α&Δ», είχαμε γράψει για τους «εσωτερικούς τριγμούς» που μαίνονται στις τάξεις της τουρκικής άκρας δεξιάς οδηγώντας ακόμη και σε «μαφιόζικου τύπου συγκρούσεις ανάμεσα στους πολιτικούς απογόνους του Αλπαρσλάν Τουρκές πολλοί από τους οποίους τυγχάνουν άλλωστε «πραγματικοί» μαφιόζοι με βαρύ ποινικό μητρώο, όπως -για παράδειγμα- ο (σ.σ. τότε) προσφάτως πρόωρα αποφυλακισθείς Αλαατίν Τσακιτζί». Σημειωτέον πως ο Ντεβλέτ Μπαχτσελί είναι πια 74 ετών, όπερ σημαίνει πως το πολιτικό του μέλλον οδεύει πια χρονικά εκ των πραγμάτων προς τη δύση του, χωρίς ωστόσο να μπορεί ακόμη να προβλέψει κανείς ποια θα είναι η διάδοχη (επεισοδιακή ή όχι, μένει να φανεί) κατάσταση στο MHP, ειδικά εάν εκείνο υποστεί στην πορεία και εκλογικές απώλειες όπως αναμένεται εάν κρίνουμε από τις δημοσκοπήσεις.

Καμπανάκι κινδύνου για τον Ερντογάν οι δημοσκοπήσεις

Οι δημοσκοπήσεις αποτελούν πια επίμονο, συνεχιζόμενο «πονοκέφαλο» για το καθεστώς Ερντογάν, καθώς το τελευταίο βλέπει τα ποσοστά του να υποχωρούν όλο και πιο χαμηλά, μέσα σε συνθήκες επιδεινούμενων οικονομικών προβλημάτων, κλιμακούμενης πολιτικής πόλωσης και οξυνόμενου κοινωνικού αναβρασμού. Σφυγμομετρήσεις του Δεκεμβρίου (ORC Araştırma, Yöneylem Sosyal Araştırmalar Merkezi) παρουσίαζαν το ισλαμοεθνικιστικό κυβερνών δίδυμο AKP-MHP της επομαζόμενης Συμμαχίας του Λαού-Cumhur Ittifaki να συγκεντρώνει ποσοστό κάτω από 40% (από σχεδόν 54% που είχαν εξασφαλίσει τα εν λόγω δύο κόμματα μαζί στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές του 2018), με το AKP πια να κινείται κοντά στο 30% ή και χαμηλότερα (από 42,6% που είχε εξασφαλίσει το 2018 και 49,5% τον Νοέμβριο του 2015) και το MHP να κινείται κοντά στο 8% ή και χαμηλότερα (από 11,1% που είχε εξασφαλίσει το 2018 και σχεδόν 12% τον Νοέμβριο του 2015). Παράλληλα ωστόσο, και οι πολίτες που εμφανίζονται πλέον στις δημοσκοπήσεις να βλέπουν αρνητικά το έργο του Ερντογάν ως προέδρου είναι σταθερά περισσότεροι από όσους παρουσιάζονται να εγκρίνουν τη δουλειά του Τούρκου προέδρου.

Το MHP του ηγέτη των Γκρίζων Λύκων, Ντεβλέτ Μπαχτσελί, αντιμετωπίζεται παλαιόθεν ως «συστημικός» παίκτης και, υπό αυτήν την έννοια, ίσως ήταν αναμενόμενο ότι έσπευσε να συνδράμει το σύστημα του Ερντογάν με τη σύσταση της ισλαμοεθνικιστικής «Συμμαχίας του Λαού» από το 2018 και έπειτα. 



Το προεδρικό σύστημα που δεν δουλεύει

Μια από τις μεγαλύτερες αλλαγές των τελευταίων ετών (εάν όχι δεκαετιών) στην Τουρκία υπήρξε η υιοθέτηση -επισήμως από το 2018 και έπειτα- του συστήματος της εκτελεστικής υπερπροεδρίας που έφερε ο Ερντογάν με τη στήριξη των εθνικιστών του Μπαχτσελί. Στην προσπάθειά του να προωθήσει ακριβώς αυτήν τη συνταγματική τροποποίηση, ο Τούρκος πρόεδρος διεμήνυε, πριν από το σχετικό δημοψήφισμα του 2017, πως το νέο προεδρικό σύστημα πρόκειται να συμβάλει στην κυβερνησιμότητα, διαμορφώνοντας δηλαδή τις συνθήκες εκείνες που απαιτούνται για μια απρόσκοπτα αποτελεσματικότερη και απαλλαγμένη από γραφειοκρατικά βαρίδια διακυβέρνηση. Σχεδόν τρία χρόνια μετά, όσα υποσχόταν τότε ο Ερντογάν έχουν πλέον στην πράξη διαψευστεί και μάλιστα κατά τρόπο δραματικό. Ενδεικτικά όσα σημειώνει σε πρόσφατη έκθεσή του το ερευνητικό κέντρο Centre for Applied Turkey Studies (CATS) του Γερμανικού Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων SWP. Σύμφωνα με την εν λόγω έκθεση («Turkey’s Presidential System after Two and a Half Years»), πλέον στην Τουρκία «το κοινοβούλιο είναι πιο αδύναμο, ο διαχωρισμός των εξουσιών έχει υπονομευτεί, το δικαστικό σώμα έχει πολιτικοποιηθεί, οι θεσμοί έχουν παραλύσει, τα οικονομικά δεινά εντείνονται και οι αυταρχικές πρακτικές κυριαρχούν». Παράλληλα ωστόσο, και παρά τα προαναφερθέντα, «τα περιθώρια των πολιτικών ελιγμών για τον πρόεδρο έχουν κι εκείνα στενέψει» μέσα σε ένα περιβάλλον οξυμμένου κομματικού αλλά και κοινωνικού ανταγωνισμού/αναβρασμού και γκρίνιας.

Η οικονομία που «αιμορραγεί»

Θα μπορούσε να ιδωθεί και ως η μεγαλύτερη απτή αποτυχία του καθεστώτος Ερντογάν έναντι εκείνων των κοινωνικών στρωμάτων της Τουρκίας που, επί σειρά ετών, ψήφιζαν AKP. Η ακραία υποτίμηση της τουρκικής λίρας έναντι του δολαρίου (17,4 προς 1 ήταν η ισοτιμία έναντι του αμερικανικού νομίσματος την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές), ο πληθωρισμός που καλπάζει (κοντά στο 22% στα τέλη του 2021) και τα ποσοστά της ανεργίας που ανεβαίνουν (22% μεταξύ των νέων, με τους αναλυτές ωστόσο να εκτιμούν ότι το πραγματικό ποσοστό είναι ακόμη μεγαλύτερο) έρχονται πια να τινάξουν στο αέρα όλα τα αφηγήματα του Ερντογάν περί ανάπτυξης και τουρκικής γιγάντωσης. Ο ίδιος ο Τούρκος πρόεδρος έχει πια ξεχάσει όλους εκείνους τους μεγαλεπήβολους οικονομικούς στόχους που είχε προ ετών θέσει για το 2023 (θυμάται άραγε κανείς πια εκείνο το «Vizyon 2023»;) και να μιλάει πια για το… 2053. Αναφερόμενος στο «σχέδιο 2023», ο Άγγελος Συρίγος έγραφε προ ετών, το 2016, στην Καθημερινή: «σύμφωνα με αυτό, η Τουρκία φιλοδοξεί να είναι (σ.σ. το 2023, στην επέτειο της συμπλήρωσης 100 ετών από την ίδρυση της σύγχρονης Τουρκίας) μία από τις 10 πιο ισχυρές οικονομίες του κόσμου, με ΑΕΠ ύψους 2 τρισετομμυρίων δολαρίων, εξαγωγές 500 δισ. και κατά κεφαλήν εισόδημα 25.000 δολαρίων». Τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν, ωστόσο, όπως τα «οραματιζόταν» προ ετών ο Τούρκος ηγέτης. Τρανή απόδειξη της αποτυχίας του (σε σχέση πάντα με τους στόχους που ο ίδιος είχε θέσει): το τουρκικό ΑΕΠ που παραμένει κάτω από τα 800 δισεκατομμύρια δολάρια, οι εξαγωγές που είναι κοντά στα 200 δισ. κι όχι στα 500, και το κατά κεφαλήν εισόδημα που υπολείπεται κατά (πάρα) πολύ πια των 25.000 δολαρίων.

Η υγεία του ηγέτη που επιδεινώνεται

Πέρα από την κακή κατάσταση της οικονομίας, έχουν γραφτεί πολλά τα τελευταία χρόνια και για την κακή κατάσταση της υγείας του σχεδόν 68χρονου πια Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Παράλληλα, έχουν δει το φως της δημοσιότητας και βίντεο ή φωτογραφίες που φέρονται να επιβεβαιώνουν -ως «πειστήρια»- του λόγου το αληθές. Η απόπειρα της πλευράς Ερντογάν να διαψεύσει τις φήμες, δίνοντας στη δημοσιότητα βίντεο στο οποίο ο Τούρκος (κάνει ότι) παίζει μπάσκετ θα μπορούσε να εκληφθεί και ως κωμική ή κωμικοτραγική. Ουσιαστική ενημέρωση αναφορικά με την κατάσταση της υγείας του Τούρκου προέδρου προφανώς και δεν έχει υπάρξει, καθώς θα ήταν σαν να επιβεβαιώνει το πρόβλημα. Το μόνο που έχει υπάρξει είναι διαβεβαιώσεις πως εκείνος χαίρει άκρας υγείας. Σε κάθε περίπτωση, η σχετική φημολογία έρχεται να φθείρει ακόμη περισσότερο το προφίλ ενός ηγέτη που βρίσκεται πια, έπειτα από 20 χρόνια στην εξουσία, αντιμέτωπος όχι μόνο με την πολιτική φθορά αλλά και με τη μήνη ενός ολοένα μεγαλύτερου πλήθους εχθρών, εσωτερικών και εξωτερικών.

Η αντιπολίτευση που ανεβαίνει

Παράλληλα με τους Ερντογάν και Μπαχτσελί που υποχωρούν στις δημοσκοπήσεις, υπάρχει και μια τουρκική αντιπολίτευση που, αντιθέτως, ανεβαίνει. Η άνοδος είναι εντυπωσιακή ειδικά για την προερχόμενη από τους εθνικιστές Μεράλ Ακσενέρ και το επονομαζόμενο Καλό Κόμμα της (İYİ Parti) το οποίο εμφανίζεται πια σε κάποιες μετρήσεις να ξεπερνά ακόμη και το 15% ή 16% (από σχεδόν 10% που είχε λάβει στις βουλευτικές εκλογές του 2018), αγγίζοντας ποσοστά διόλου ευκαταφρόνητα για ένα κόμμα που ιδρύθηκε πριν από μόλις τέσσερα χρόνια, τον Οκτώβριο του 2017.

Όμως και το κεμαλικό Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP), το -με διαφορά- παλαιότερο από τα κόμματα που είναι ενεργά σήμερα στην Τουρκία, παρουσιάζεται να ανακάμπτει, προσεγγίζοντας ή ακόμη και ξεπερνώντας το 30%, με τον ηγέτη του, τον 73χρονο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου να έχει κι εκείνος περάσει από χίλια κύματα τα τελευταία χρόνια, καταφέρνοντας πάντως να επιβιώσει πολιτικά. Σημειωτέον πως μιλάμε για μια παράταξη η οποία ελέγχει πια τους δήμους της Άγκυρας, της Κωνσταντινούπολης, αλλά και της Σμύρνης (παλαιόθεν τον τελευταίο), διατηρώντας στο δυναμικό της δημάρχους, όπως είναι ο (προερχόμενος από τους εθνικιστές) 66χρονος Μανσούρ Γιαβάς στην Άγκυρα και ο 51χρονος Εκρέμ Ιμάμογλου στην Κωνσταντινούπολη. Οι δύο δήμαρχοι έχουν τα φόντα να διαδραματίσουν ρόλο και πέραν του πεδίου των δήμων, επηρεάζοντας τις εθνικές πολιτικές εξελίξεις στον δρόμο προς την επόμενη διπλή (βουλευτική, προεδρική) εκλογική αναμέτρηση, είτε εκείνη πραγματοποιηθεί το 2023, όπως είναι κανονικά προγραμματισμένο, είτε νωρίτερα.

Η άνοδος της (προερχόμενης από τους εθνικιστές) Μεράλ Ακσενέρ και του επονομαζόμενου Καλού Κόμματός της (İYİ Parti) είναι εντυπωσιακή, καθώς εμφανίζεται πια σε κάποιες μετρήσεις να ξεπερνά ακόμη και το 15% ή 16% από σχεδόν 10% που είχε λάβει στις βουλευτικές εκλογές του 2018.

Οι Κούρδοι που επιμένουν

Όσο για το φιλοκουρδικό Δημοκρατικό Κόμμα των Λαών (HDP), αξίζει να σημειωθεί πως και εκείνο, παρά τον πόλεμο που έχει δεχθεί από το ισλαμοεθνικιστικό καθεστώς και τις πολιτικά υποκινούμενες διώξεις κατά εκατοντάδων (μεταξύ άλλων και δημοκρατικά εκλεγμένων) στελεχών του, καταφέρνει να επιβιώσει. Με σημαντικές απώλειες μεν, αλλά συγκεντρώνοντας 8% με 10% στις σφυγμομετρήσεις, προς μεγάλη απογοήτευση του Ντεβλέτ Μπαχτσελί που ζητά παλαιόθεν να τεθεί το HDP εκτός νόμου.
Οι σχέσεις με τις ΗΠΑ που δεν βελτιώνονται

Καθώς πια συμπληρώνεται ένας χρόνος από την ορκωμοσία του Δημοκρατικού Τζο Μπάιντεν στην προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών, ένα μέτωπο στο οποίο ακόμη δεν έχει σημειωθεί ουσιαστική πρόοδος είναι εκείνο των σχέσεων μεταξύ Ουάσιγκτον και Άγκυρας που παραμένουν από ψυχρές έως και προβληματικές. Κι αυτό προς μεγάλη απογοήτευση του καθεστώτος Ερντογάν το οποίο εξακολουθεί να έχει ανάγκη τις ΗΠΑ, όχι μόνο ως μέσο για να ενισχύει τη διαπραγματευτική του ισχύ και αξία έναντι της Μόσχας, αλλά και σε καθαρά πρακτικό επίπεδο. Εάν όχι για τα F-35 που πάνε πια χάθηκαν, τότε οπωσδήποτε για τα τουρκικά F-16 που αντιθέτως είναι εκεί και χρήζουν εκσυγχρονισμού. Εάν υπάρχει ένα «νέο κανονικό» πια στις σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας, αυτό είναι το «κανονικό» μιας περιρρέουσας καχυποψίας.

Το (κεμαλικό) Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP) παρουσιάζεται να ανακάμπτει, προσεγγίζοντας ή ακόμη και ξεπερνώντας το 30%, με τον ηγέτη του, τον 73χρονο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου να έχει κι εκείνος περάσει από χίλια κύματα τα τελευταία χρόνια, καταφέρνοντας πάντως να επιβιώσει πολιτικά.
Η τουρκική αναξιοπιστία εκτός των συνόρων

Η καχυποψία είναι όμως πια δεδομένη και στις σχέσεις της Τουρκίας με άλλες δυνάμεις (το Ισραήλ, την Αίγυπτο, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, τη Σαουδική Αραβία) με τις οποίες τώρα το καθεστώς Ερντογάν επιδιώκει, εξ ανάγκης, να οικοδομήσει εκ νέου γέφυρες και διαύλους. Και ναι, οι διεθνές σχέσεις μπορεί να είναι στην πράξη κάτι το πολύ ψυχρό και υπολογιστικό, πλην όμως όσοι έχουν αποδειχθεί κατ’ επανάληψη απολύτως αναξιόπιστοι (και ο Ερντογάν είναι ένας από αυτούς) θα συνεχίσουν να αντιμετωπίζονται ως τέτοιοι…

πηγή


Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

 
Top