Οικονόμου Παντελής
Το δράμα της Κύπρου συνεχίζεται σε μία νέα εποχή αβεβαιότητας. Λύση χωρίς θεραπεία των συνεπειών των εγκλημάτων αυτών, δεν είναι λύση. Και τέτοιες μη λύσεις έχουν προταθεί και απορρίφθηκαν. Απόρριψη μη λύσεων, όμως, δεν σημαίνει ότι η σημερινή απαράδεκτη κατάσταση μπορεί να συνεχίζεται. Ο Ελληνισμός και η διεθνής κοινότητα οφείλουμε μια διαφορετική τοποθέτηση του Κυπριακού. Ως ύστατη ευκαιρία, πριν συμβιβαστούμε με την θλιβερή διαπίστωση ότι μόνον “δια των όπλων μπορεί να βρεθεί λύση”.
Έχω στη σκέψη μου ένα διακοινοτικό διάλογο, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, χωρίς παρεμβάσεις τρίτων, με σκοπό να αποφανθούν οι δυο κοινότητες αν και με ποιες προϋποθέσεις θέλουν να συμβιώσουν σε ένα ανεξάρτητο κράτος, μέλος του ΟΗΕ και της ΕΕ. Με σκοπό να συνομολογήσουν “Κοινή Πράξη προς την Ομοσπονδιακή Κυπριακή Δημοκρατία” την οποία να επικυρώσουν με δημοψήφισμα.
Για να γίνει ένα βήμα θετικό στην Κύπρο, είναι απαραίτητο να συνειδητοποιήσουμε ότι η θωράκιση της Μεγαλονήσου δεν επιβαρύνει, αλλά ενισχύει την εθνική μας ασφάλεια. Η Κυπριακή Δημοκρατία είναι εκ των πραγμάτων ένα προχωρημένο φυλάκιο, αποσοβεί τις απειλές κατά της Θράκης και αποκρούει τις τουρκικές αξιώσεις στο Αιγαίο. Συγκρατεί σε τελική ανάλυση τις ήδη υπέρογκες δαπάνες μας για εξοπλισμούς.
Συναίνεση στα μείζονα
Για να υιοθετηθεί αυτή η γραμμή πλεύσης, με γνώμονα ό,τι “η Κύπρος σώζει την Ελλάδα”, χρειαζόμαστε ηγεσία αποφασιστική, λαϊκή βάση που να το πιστεύει και επάρκεια δυνάμεων, ώστε, όποτε “φίλοι” και “σύμμαχοι” βρίσκονται μπροστά στο δίλημμα “Τουρκία ή Ελλάδα και Κύπρος”, τα συμφέροντα τους να υπαγορεύουν την δική μας στήριξη. Αυτές οι κινήσεις αποκατάστασης, καλό θα ήταν να εμπεριέχονται στη βάση μιας ευρύτατης συναίνεσης στη χώρα μας. Ενός κοινού τόπου, ως προϋπόθεσης υπόστασης ενός ανεξάρτητου κυρίαρχου εθνικού κράτους.
Βεβαίως, η συναίνεση αυτή δεν ενδιαφέρει όσους έχουν συμβιβαστεί με την ιδέα μιας Ελλάδας προτεκτοράτου, με το Ηνωμένο Βασίλειο πολύ παλιότερα σαν “Λόρδο Προστάτη”, να μας μεταβιβάζει στις ΗΠΑ μετά τον εμφύλιο και οι ΗΠΑ στην Γερμανία, μετά το 2015. Η “γερμανική προστασία” είναι βέβαια, πέρα για πέρα, ψευδώνυμη. Διότι ναι μεν προβλέπει οικειοποίηση δημόσιων περιουσιακών μας στοιχείων (με νομιμοποιητική βάση ύστερες μνημονιακές προβλέψεις), όμως όχι μόνο δεν μας προστατεύει από την Τουρκία, αλλά πιέζει για παραχωρήσεις μας προς αυτή.
Η συναίνεση, λοιπόν, δεν μπορεί να αφορά όσους έχουν συμβιβαστεί ή και εκθειάζουν την, υπό “γερμανική προστασία”, εξαρτημένη Ελλάδα του σήμερα. Η συναίνεση για υπέρβαση της εξάρτησης και ο κοινός μας τόπος, δυστυχώς, δεν περιλαμβάνονται στον δημόσιο διάλογο. Σε μεγάλο βαθμό, η πολιτική αντιπαράθεση αναφέρεται στο παρελθόν, όχι με σκοπό να δούμε τι κάνουμε σήμερα διαφορετικά ή καλύτερα, αλλά για να φορτώσει ο κάθε ένας στους άλλους τις ευθύνες για τα χάλια που ζούμε. Η κυβερνητική προπαγανδιστική ευφορία και η γενικευμένη αντιπολιτευτική καταγγελία είναι οι δύο όψεις ενός ταυτόσημου, στυγνά ψηφοθηρικού αιτήματος, “μην ψηφίζεις άλλους, είναι χειρότεροι”.
Εποχή αβεβαιότητας
Ζούμε μια ζοφερή πραγματικότητα την οποία θεωρούσαμε πως είχαμε ξεπεράσει με το “ξόρκι” της παγκοσμιοποίησης. Έχουμε ξανά πληθωρισμό και ακρίβεια, ανεργία, φτώχεια και ανισότητες στην καρδιά της Δύσης. Έχουμε ξανά πόλεμο στην Ευρώπη, νέες εστίες έντασης γύρω από το Ιράν και την Ταϊβάν. Και ποικίλες ανακατατάξεις (από το Brexit μέχρι την Ουκρανία) για την αποκρυστάλλωση των νέων συσχετισμών δυνάμεων στο “παγκόσμιο χωριό”. Νέες σφαίρες επιρροής διαμορφώνονται όχι όμως με πολιτικές διαπραγματεύσεις, αλλά με αντιδικίες για τον καταλογισμό ζημιών.
Η Ελλάδα, έχει μπει σε μια εποχή με αβεβαιότητες, κινδύνους, αλλά και ευκαιρίες. Όλα όσα γνωρίσαμε και θεωρούσαμε δεδομένα για χρόνια, είναι πάλι υπό συζήτηση. Τα δημοκρατικά, οικονομικά και κοινωνικά κεκτημένα αμφισβητούνται περαιτέρω, παρά τη συρρίκνωση που υπέστησαν την τελευταία δεκαετία. Η σιωπή, η αποχή, η εναπόθεση της προάσπισης των συμφερόντων μας σε άλλους, έχουν αναπόφευκτη κατάληξη την οριστική περιθωριοποίηση της χώρας μας. Η πορεία αυτή οδηγεί σε εθνική καταστροφή. Αντιθέτως, μια, μετά λόγου γνώσεως, διεθνής παρουσία της χώρας μας, είναι ικανή να διαγράψει χρέη και να παραγράψει δουλείες από το παρελθόν.
Η χώρα μας με την κυριαρχία της υπό περιορισμό, συρόμενη σε υποχωρήσεις προς την επιθετική γείτονά της, με το εμπορικό της ισοζύγιο μονίμως ελλειμματικό, τα δημόσια παραγωγικά της στοιχεία διαρκώς μειούμενα και μακροχρόνια δεσμευμένα, το δημόσιο χρέος στα ύψη, με υψηλά ποσοστά ανεργίας (ιδιαιτέρως στους νέους) και έναν στους τρεις πολίτες κάτω από το όριο της φτώχειας, με μετανάστευση των νέων υψηλής εξειδίκευσης (brain drain) και σοβαρό δημογραφικό πρόβλημα, οφείλει να κάνει την υπέρβαση και να αντιμετωπίσει με θάρρος και ειλικρίνεια όλες τις προκλήσεις.
Δημοσίευση σχολίου