Λυγερός Σταύρος
Είναι να απορεί κανείς με την πολιτική που ακολουθούν οι Αμερικανοί και κατ’ επέκταση το ΝΑΤΟ στο Ουκρανικό. Έκαναν ό,τι χρειαζόταν για να ανεβάσουν τη θερμοκρασία, ποντάροντας στην εκτίμηση ότι ο Πούτιν, αφενός υπό την απειλή εξοντωτικών οικονομικών κυρώσεων, αφετέρου λόγω της επίδειξης αποφασιστικότητας από το ΝΑΤΟ, θα υποχωρούσε και θα αποδεχόταν στην πράξη την ένταξη της Ουκρανίας στην Ατλαντική Συμμαχία, διατηρώντας το κεκτημένο της Κριμαίας.
Τα γεγονότα αποδεικνύουν ότι έπεσαν έξω. Το Κρεμλίνο φέρεται αποφασισμένο να μην επιτρέψει στο ΝΑΤΟ να φθάσει στα σύνορα της Ρωσίας, εγείροντας άμεση απειλή για την εθνική της ασφάλεια. Το μήνυμα που έχει στείλει στην Ουάσινγκτον και στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες είναι ξεκάθαρο: Εάν η Ουκρανία ενταχθεί στην Ατλαντική Συμμαχία, ο ρωσικός στρατός θα θέσει υπό τον έλεγχό του τουλάχιστον ολόκληρη την ανατολική περιοχή της, πολύ μεγαλύτερο μέρος από αυτό που σήμερα ελέγχουν οι φιλορώσοι αυτονομιστές.
Στη Δύση, βεβαίως, καλλιεργείται η εντύπωση ότι οι Ρώσοι είναι έτοιμοι να εισβάλουν και πως είναι η σθεναρή στάση του ΝΑΤΟ που τους κάνει να το ξανασκεφθούν. Πρόκειται για κλασική προπαγάνδα που παραποιεί την πραγματική αιτία της σημερινής κρίσης. Στην προσπάθειά τους, όμως, να περικυκλώσουν και να στριμώξουν γεωπολιτικά τη Ρωσία, οι Αμερικανοί βρίσκονται σήμερα εγκλωβισμένοι στο σκηνικό που οι ίδιοι δημιούργησαν.
Ας μην ξεχνάμε ότι η Ατλαντική Συμμαχία επεκτάθηκε στην Ανατολική Ευρώπη, μέχρι και τις Βαλτικές Χώρες, παρά τις αντίθετες υποσχέσεις που οι Αμερικανοί και Ευρωπαίοι ηγέτες είχαν δώσει στον Γκορμπατσώφ, όταν αυτός συναίνεσε στην επανενοποίηση της Γερμανίας κι όχι μόνο. Οι Αμερικανοί, μάλιστα, προσπάθησαν να περικυκλώσουν τη Ρωσία και από το Νότο, αλλά στην Κεντρική Ασία απέτυχαν. Ο Πούτιν κατάφερε σε σημαντικό βαθμό να ανακτήσει τη γεωπολιτική επιρροή στο μαλακό υπογάστριο της Ρωσίας.
Τα γεγονότα αποδεικνύουν ότι έπεσαν έξω. Το Κρεμλίνο φέρεται αποφασισμένο να μην επιτρέψει στο ΝΑΤΟ να φθάσει στα σύνορα της Ρωσίας, εγείροντας άμεση απειλή για την εθνική της ασφάλεια. Το μήνυμα που έχει στείλει στην Ουάσινγκτον και στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες είναι ξεκάθαρο: Εάν η Ουκρανία ενταχθεί στην Ατλαντική Συμμαχία, ο ρωσικός στρατός θα θέσει υπό τον έλεγχό του τουλάχιστον ολόκληρη την ανατολική περιοχή της, πολύ μεγαλύτερο μέρος από αυτό που σήμερα ελέγχουν οι φιλορώσοι αυτονομιστές.
Στη Δύση, βεβαίως, καλλιεργείται η εντύπωση ότι οι Ρώσοι είναι έτοιμοι να εισβάλουν και πως είναι η σθεναρή στάση του ΝΑΤΟ που τους κάνει να το ξανασκεφθούν. Πρόκειται για κλασική προπαγάνδα που παραποιεί την πραγματική αιτία της σημερινής κρίσης. Στην προσπάθειά τους, όμως, να περικυκλώσουν και να στριμώξουν γεωπολιτικά τη Ρωσία, οι Αμερικανοί βρίσκονται σήμερα εγκλωβισμένοι στο σκηνικό που οι ίδιοι δημιούργησαν.
Ας μην ξεχνάμε ότι η Ατλαντική Συμμαχία επεκτάθηκε στην Ανατολική Ευρώπη, μέχρι και τις Βαλτικές Χώρες, παρά τις αντίθετες υποσχέσεις που οι Αμερικανοί και Ευρωπαίοι ηγέτες είχαν δώσει στον Γκορμπατσώφ, όταν αυτός συναίνεσε στην επανενοποίηση της Γερμανίας κι όχι μόνο. Οι Αμερικανοί, μάλιστα, προσπάθησαν να περικυκλώσουν τη Ρωσία και από το Νότο, αλλά στην Κεντρική Ασία απέτυχαν. Ο Πούτιν κατάφερε σε σημαντικό βαθμό να ανακτήσει τη γεωπολιτική επιρροή στο μαλακό υπογάστριο της Ρωσίας.
Ο κόμπος στο χτένι
Τώρα, λοιπόν, που με τις κινήσεις τους οι ΗΠΑ έφεραν στην Ουκρανία τον κόμπο στο χτένι, διαπιστώνουν ότι το Κρεμλίνο είναι αποφασισμένο να φθάσει στα άκρα για να εμποδίσει την επέκταση του ΝΑΤΟ μέχρι τα ρωσικά σύνορα. Το δίλημμα, λοιπόν, το έχει πλέον η Ουάσινγκτον κι όχι η Μόσχα. Η πολιτική της κυβέρνησης Μπάιντεν και ευρύτερα των Δημοκρατικών αποδεικνύεται εμμονικά αντιρωσική και εν τέλει τυχοδιωκτική.
Με την υπόθεση της Κριμαίας, αλλά και προ ετών στη Γεωργία, αργότερα στη Συρία και εμμέσως στη Λιβύη, ο Πούτιν έχει αποδείξει ότι δεν μπλοφάρει. Όταν απειλούνται ζωτικά ρωσικά εθνικά συμφέροντα αντιδρά και μάλιστα αποφασιστικά. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι εάν το ΝΑΤΟ εντάξει την Ουκρανία θα είναι υποχρεωμένο να υπερασπίσει στρατιωτικά την εδαφική της ακεραιότητα, συγκρουόμενο με τον ρωσικό στρατό.
Αν μιλάμε για μία συμβατική ένοπλη σύγκρουση, λόγω γειτνίασης οι Ρώσοι έχουν ξεκάθαρο πλεονέκτημα. Οι δυνάμεις τους και οι βάσεις ανεφοδιασμού είναι δίπλα. Όση στρατιωτική βοήθεια κι αν λάβουν από το ΝΑΤΟ οι Ουκρανοί είναι καταδικασμένοι να υποκύψουν. Μία τέτοια εξέλιξη θα ισοδυναμούσε με ταπεινωτική ήττα για τη Δύση. Το δίλημμα που θα έφθαναν να αντιμετωπίσουν οι Αμερικανοί θα ήταν ακόμα πιο επώδυνο: ή να αποδεχθούν την ταπείνωση ή να χρησιμοποιήσουν πυρηνικά όπλα, που σημαίνει μετάλλαξη της σύγκρουσης και ολική αμοιβαία καταστροφή.
Όχι Αμερικανοί στρατιώτες στην Ουκρανία
Επειδή, λοιπόν, κανείς δεν θέλει να φθάσει εκεί, ο πρόεδρος Μπάιντεν φρόντισε να αποκλείσει το ενδεχόμενο να στείλει αμερικανικό στρατό στην Ουκρανία. Εάν, όμως, η χώρα αυτή γίνει μέλος της Ατλαντικής Συμμαχίας και δεχθεί ρωσική εισβολή, δεν θα μπορεί να αρνηθεί, δεδομένου ότι θα υπάρχει συμβατική υποχρέωση του ΝΑΤΟ. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι στην Ουάσινγκτον εξαιρετικά δύσκολα θα ανάψουν το πράσινο φως για ένταξη της Ουκρανίας. Εκτός κι αν επικρατήσει η εκτίμηση ότι ο Πούτιν μπλοφάρει, οπότε το ρίσκο του πολέμου θα εγγραφεί στην ημερήσια διάταξη.
Τί θα έβλαπτε την Ουκρανία εάν λειτουργούσε σαν “κράτος-μαξιλάρι” με σκοπό να κατευνασθούν οι ρωσικές ανησυχίες; Δεν θα την έβλαπτε σε τίποτα. Αντιθέτως, θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις και για μία πολιτική λύση του προβλήματος στο νοτιοανατολικό τμήμα της. Εάν, όμως, όπως επιδιώκει το Κίεβο, η Ουκρανία ενταχθεί στην Ατλαντική Συμμαχία, η χώρα κατά πάσα πιθανότητα θα διχοτομηθεί σε μεγαλύτερη έκταση. Αυτό στην πραγματικότητα είναι το διακύβευμα κι όχι η Κριμαία.
Η ειρωνεία της υπόθεσης είναι ότι οι χώρες που γειτνιάζουν με τη Ρωσία (Ουκρανία, Βαλτικές, Πολωνία) και νοιώθουν εξ αυτού απειλή, είναι αυτές που υιοθετούν την πιο ακραία αντιρωσική στάση. Θεωρούν ότι εάν παρασύρουν το ΝΑΤΟ σε μία σύγκρουση με τη Ρωσία, η “Αρκούδα” θα ηττηθεί στρατηγικά και θα αποδυναμωθεί, ενώ τη δική τους εθνικής ασφάλεια θα την προστατεύσει πιο αποτελεσματικά η δυτική αμυντική ομπρέλα. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς πολύ ειδικός για να δει ότι αυτού του τύπου η πολιτική είναι ακραία τυχοδιωκτική.
Επειδή, λοιπόν, κανείς δεν θέλει να φθάσει εκεί, ο πρόεδρος Μπάιντεν φρόντισε να αποκλείσει το ενδεχόμενο να στείλει αμερικανικό στρατό στην Ουκρανία. Εάν, όμως, η χώρα αυτή γίνει μέλος της Ατλαντικής Συμμαχίας και δεχθεί ρωσική εισβολή, δεν θα μπορεί να αρνηθεί, δεδομένου ότι θα υπάρχει συμβατική υποχρέωση του ΝΑΤΟ. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι στην Ουάσινγκτον εξαιρετικά δύσκολα θα ανάψουν το πράσινο φως για ένταξη της Ουκρανίας. Εκτός κι αν επικρατήσει η εκτίμηση ότι ο Πούτιν μπλοφάρει, οπότε το ρίσκο του πολέμου θα εγγραφεί στην ημερήσια διάταξη.
Τί θα έβλαπτε την Ουκρανία εάν λειτουργούσε σαν “κράτος-μαξιλάρι” με σκοπό να κατευνασθούν οι ρωσικές ανησυχίες; Δεν θα την έβλαπτε σε τίποτα. Αντιθέτως, θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις και για μία πολιτική λύση του προβλήματος στο νοτιοανατολικό τμήμα της. Εάν, όμως, όπως επιδιώκει το Κίεβο, η Ουκρανία ενταχθεί στην Ατλαντική Συμμαχία, η χώρα κατά πάσα πιθανότητα θα διχοτομηθεί σε μεγαλύτερη έκταση. Αυτό στην πραγματικότητα είναι το διακύβευμα κι όχι η Κριμαία.
Η ειρωνεία της υπόθεσης είναι ότι οι χώρες που γειτνιάζουν με τη Ρωσία (Ουκρανία, Βαλτικές, Πολωνία) και νοιώθουν εξ αυτού απειλή, είναι αυτές που υιοθετούν την πιο ακραία αντιρωσική στάση. Θεωρούν ότι εάν παρασύρουν το ΝΑΤΟ σε μία σύγκρουση με τη Ρωσία, η “Αρκούδα” θα ηττηθεί στρατηγικά και θα αποδυναμωθεί, ενώ τη δική τους εθνικής ασφάλεια θα την προστατεύσει πιο αποτελεσματικά η δυτική αμυντική ομπρέλα. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς πολύ ειδικός για να δει ότι αυτού του τύπου η πολιτική είναι ακραία τυχοδιωκτική.
“Κράτος μαξιλάρι”
Τί θα έβλαπτε τη Δύση εάν η Ουκρανία λειτουργούσε σαν “κράτος-μαξιλάρι” με σκοπό να κατευνασθούν οι ρωσικές ανησυχίες; Δεν θα την έβλαπτε σε τίποτα. Θα έβλαπτε μόνο τον στόχο της να στριμώξει τη Ρωσία, για την επίτευξη του οποίου καλλιεργεί συγκρουσιακό κλίμα. Όπως βλέπουμε, όμως, έχει η ίδια παγιδευτεί στο κλίμα που έχει καλλιεργήσει. Στην πραγματικότητα, το μόνο πραγματικό όπλο που διαθέτουν οι Αμερικανοί και Ευρωπαίοι είναι οι οικονομικές κυρώσεις.
Οπότε το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν μπορεί η Δύση, έστω με τις πιο αυστηρές οικονομικές κυρώσεις να κάμψει τη Μόσχα. Η ιστορική πείρα σε σχέση με τη Ρωσία δείχνει το αντίθετο. Το ίδιο δείχνει και η περίπτωση του Ιράν. Αλλά ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι οι κυρώσεις θα δημιουργούσαν συνθήκες ασφυξίας στη ρωσική οικονομία, το μόνο που θα κατάφερναν οι Δυτικοί είναι να ρίξουν τον Πούτιν στην αγκαλιά του Πεκίνου, όπως ακριβώς συνέβη και με το Ιράν.
Η Κίνα έχει την οικονομική δυνατότητα να στηρίξει απολύτως τη ρωσική οικονομία. Οι δύο οικονομίες, άλλωστε, είναι σε μεγάλο βαθμό συμπληρωματικές. Η κινέζικη έχει ζωτική ανάγκη το ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο, ενώ η ρωσική τα κινεζικά βιομηχανικά προϊόντα. Μία συμμαχία Μόσχας-Πεκίνου θα συγκροτούσε μία υπέρ-υπερδύναμη στο στρατιωτικό επίπεδο με αντίστοιχο πολιτικό βάρος, η οποία και αναπόφευκτα θα κυριαρχούσε στην Ευρασία. Και όπως έχουν διδάξει οι κλασικοί της γεωπολιτικής, όποιος κυριαρχεί στην Ευρασία κυριαρχεί στον κόσμο.
Αξίζει να υπενθυμίσω ότι ο Τραμπ είχε προσπαθήσει να υιοθετήσει ένα διαφορετικό δόγμα. Σωστά εκτιμούσε ότι η Ρωσία μπορεί να παραμένει στρατιωτική υπερδύναμη, αλλά δεν έχει ούτε τις οικονομικές δυνατότητες ούτε τον δημογραφικό όγκο για να ανταγωνισθεί τις ΗΠΑ. Αυτό που διεκδικεί είναι να γίνεται σεβαστός ο ρόλος της και να σταματήσει η στρατηγική γεωπολιτικής περικύκλωσής της.
Ο Γερμανός ναύαρχος
Ο αρχηγός του γερμανικού Πολεμικού Ναυτικού είπε δημόσια αυτά που συζητούν στο Βερολίνο, ότι δηλαδή η Ρωσία τα δικαιούται και τα δύο. Στο ψυχροπολεμικό κλίμα που έχει διαμορφωθεί, όμως, τον παραίτησαν, παρότι οι Γερμανοί βλέπουν με φόβο το ενδεχόμενο μία κλίμάκωσης στο Ουκρανικό. Κι αυτό επειδή θα έχουν βαρύτατες επιπτώσεις και στο γεωπολιτικό και στο οικονομικό επίπεδο. Όπως συνηθίζουν, όμως, ακολουθούν το ρεύμα.
Αλλά και ο Τραμπ φαινόταν διατεθειμένος να εγκαταλείψει την στρατηγική της περικύκλωσης και να προσφέρει στη Ρωσία και τον σεβασμό που δικαιούται ως μεγάλη δύναμη. Σκοπός του ήταν να την ρυμουλκήσει σε μία από κοινού στρατηγική ανάσχεσης της Κίνας. Κι αυτό, επειδή ο “Δράκος” έχει δυνάμει όλες τις προϋποθέσεις όχι απλώς να ανταγωνισθεί τις ΗΠΑ, αλλά και να τις εκτοπίσει από την πρωτοκαθεδρία στο διεθνές σύστημα. Γι’ αυτό, άλλωστε, και ακολουθεί εξωτερική πολιτική σχετικά χαμηλών τόνων, θεωρώντας ότι ο χρόνος εργάζεται υπέρ των κινεζικών συμφερόντων.
Δεν είναι, όμως, μόνο οι Αμερικανοί που φοβούνται την Κίνα. Είναι και η Ρωσία, η οποία νοιώθει την κινέζικη πίεση στα αραιοκατοικημένα νοτιοανατολικά σύνορά της. Ο φόβος της “Αρκούδας” για τον “Δράκο” δυνητικά θα μπορούσε να την οδηγήσει σε μία συνεργασία με την Δύση για την ανάσχεση της Κίνας. Αυτό, όμως, προϋποθέτει την εγκαθίδρυση σχέσεων εμπιστοσύνης. Αντ’ αυτού έχουμε όξυνση του νεοψυχροπολεμικού κλίματος, γεγονός που εξωθεί τον Πούτιν προς το Πεκίνο.
Όπως προανέφερα, ο Τραμπ είχε εκφράσει την πρόθεση να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά το αμερικανικό “βαθύ κράτος” όχι απλώς ήγειρε εμπόδια, αλλά και κατάφερε να ακυρώσει στην πράξη αυτή την αναθεώρηση στρατηγικής. Το κατεστημένο που διαμορφώνει την αμερικανική πολιτική εθνικής ασφαλείας (ιδίως οι Δημοκρατικοί) παραμένει εγκλωβισμένο σ’ έναν στείρο αντιρωσισμό, με αποτέλεσμα να φθάσουμε στη σημερινή ένταση.
Δημοσίευση σχολίου